Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

“Ομοφωνία και πλειοψηφία”


Επειδή οι εσωκομματικές εκλογές της 11ης του Νοέμβρη δεν έλυσαν τα προβλήματα στο ΠΑΣΟΚ, αντιθέτως αποτελούν το έναυσμα για την διαδικασία ουσιαστικής επανίδρυσής του, για το λόγο αυτό προκρίθηκε η επισήμανση και ανάδειξη του παρόντος ζητήματος, όπως αναφέρεται στον τίτλο του παρόντος άρθρου, το οποίο έχει άμεση και καθοριστική σχέση τόσο με την διασφάλιση της πραγματικής ενότητας του Κινήματος, όσο και της δημοκρατικής λειτουργίας του.
Πώς πρέπει, λοιπόν, να λαμβάνονται οι αποφάσεις από τα μέλη του κάθε οργάνου του Κινήματος; Ομόφωνα ή κατά πλειοψηφίαν; Ποια τα υπέρ και τα κατά της κάθε περίπτωσης και με ποια από τις δύο αυτές επιλογές λειτούργησε το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία τριάμισι χρόνια;
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατικής λειτουργίας ενός κόμματος είναι εξ ορισμού ότι διαμορφώνει το ίδιο τις πολιτικές θέσεις και πράξεις του, οι οποίες εκφράζουν την άποψη της πλειοψηφίας (αρχή της πλειοψηφίας) και γίνονται σεβαστές απ’ όλους, μέσα από την ελεύθερη διαβούλευση όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν, χωρίς τούτο να αναιρεί ότι η μειοψηφία δεν έχει αποφασιστικό ρόλο, απεναντίας η φωνή της πρέπει να ακούγεται και δύναται να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων (αρχή της συμμετοχής).
Αντιθέτως, αυτή η θεμελιώδης αρχή της λειτουργίας της πλειοψηφίας φαίνεται να παραμερίζεται – παραβιάζεται οριστικά με την ανάδειξη της αρχής της ομοφωνίας. Με βάση την τελευταία, η μόνη αποδεκτή διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι κατ’ αρχήν η ομοφωνία και μόνο κατ’ εξαίρεσιν η αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση εξαίρεσης, η αυξημένη πλειοψηφία διαμορφώνεται κειμενικά σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει κατά πολύ την κομματική πλειοψηφία. Στην ουσία, η αρχή της ομοφωνίας εισάγει το δικαίωμα του veto, το οποίο φαίνεται να ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο την αποφασιστική συμβολή της μειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων.
Η άποψη, επομένως, ότι «άμεση δημοκρατία ίσον ομοφωνία» είναι καταστροφική για την ίδια τη δημοκρατία, επειδή οδηγεί ακριβώς στην τυραννία της μειοψηφίας, καθόσον τα λίγα άτομα που διαφωνούν, μπορούν να εμποδίζουν τους πολλούς να δράσουν. Η ομοφωνία αναπόφευκτα οδηγεί σ’ έναν ακίνδυνο ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ο οποίος αυξάνει με τη σειρά του τους κινδύνους παράλυσης του κομματικού οικοδομήματος.
Όλα τα ζητήματα, επομένως, πρέπει να συζητούνται αναλυτικά και να αναζητείται η ομοφωνία ή η μέγιστη δυνατή σύμπτωση απόψεων, αλλά εάν εξακολουθούν να παραμένουν οι διαφωνίες, τότε οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται πλειοψηφικά.
Εξάλλου, αφ’ ης στιγμής ο λόγος και η ψήφος του καθενός μετράει το ίδιο για όλες τις αποφάσεις, δεν τίθεται ζήτημα «καταπίεσης της μειοψηφίας», η οποία έχει κάθε δυνατότητα να ανατρέψει δημοκρατικά την εκάστοτε επικρατούσα άποψη, αρκεί να πείσει την πλειοψηφία για την δική της άποψη.
Εξ αντιθέτου, δεν θα πρέπει στο σημείο αυτό να παροραθεί ότι ιστορικά τα κινήματα ομοφωνίας λειτούργησαν αντιδημοκρατικά, αφού οι μειοψηφίες καταπιέζονταν με χίλιους δυο τρόπους για να μην εκφράσουν καν τις αντιρρήσεις τους και κωλυσιεργήσουν το εκάστοτε κίνημα και τα επιτακτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Όπως αντιδημοκρατική είναι και η πρακτική παρουσίασης προδιαμορφωμένων αποφάσεων, για τις οποίες καλούνται τα μέλη απλά και μόνον να τις υπερψηφίσουν, προκειμένου να τύχουν και της αναγκαίας τυπικής επικύρωσης. Τα όργανα μετατρέπονται έτσι σε μέσο για να περνάνε άκριτα αποφάσεις, αντί να είναι χώρος αυτόνομης άσκησης πολιτικής.
Είναι κατά συνέπεια αυτονόητο ότι τη δημοκρατία διασφαλίζει η αρχή της πλειοψηφίας και όχι η αρχή της ομοφωνίας.
Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις και διακρίσεις προκρίθηκε από το ΠΑΣΟΚ η αρχή της πλειοψηφίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 8 παρ.7 του καταστατικού του, περί “Εσωκομματικής δημοκρατίας”, καταγράφηκε ότι: «Η αρχή της πλειοψηφίας είναι δεσμευτική για τα μέλη κάθε οργάνου. Είναι σεβαστά και κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας».
Μολαταύτα, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, μιλώντας στις 6 Οκτωβρίου 2007 στην 12η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του Κινήματος, απεκάλυψε ότι:«Αποδέχτηκα, πολλές φορές, να στρογγυλοποιούμε τις θέσεις μας ή να προσφεύγουμε σε μέσους όρους. Έκανα όμως λάθος, γιατί από τους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές, δεν παράγονται μείζονες πολιτικές δυναμικές, ούτε και πραγματική ενότητα του Κινήματός μας», τουτέστιν ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν λειτούργησε, αλλ’ αντιθέτως επιδιώχθηκε η εκ πλαγίου εισαγωγή της αρχής της ομοφωνίας, η οποία, όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, οδηγεί αναπόφευκτα σ’ έναν ακίνδυνο ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ο οποίος αυξάνει με τη σειρά του τους κινδύνους παράλυσης του κομματικού οικοδομήματος. Οι όροι “στρογγυλέματα”, “μέσοι όροι”, “ελάχιστοι κοινοί παρονομαστές” είναι αποκαλυπτικοί του λόγου το αληθές.
Ευτυχώς, ο Γιώργος Παπανδρέου αντιλήφθηκε πολλές από τις λαθεμένες προσεγγίσεις της τελευταίας τετραετίας, ιδίως όταν στην βάση της ανάγκης για ενότητα οδηγήθηκε σε στρογγυλέματα, τα οποία δεν παράγουν, όπως πολύ σωστά επισήμανε, μείζονες πολιτικές δυναμικές, ούτε και πραγματική ενότητα του Κινήματος.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επιδείξει την αναγκαία αποφασιστικότητα και ως προς την προβολή των αποφάσεων αυτών, εις τρόπον ώστε όταν λαμβάνεται μια απόφαση στα πολιτικά όργανα, είτε ομοφώνως, είτε με τη μέγιστη δυνατή σύμπτωση απόψεων, είτε - εάν εξακολουθούν να παραμένουν οι διαφωνίες - πλειοψηφικά και πρέπει να την υπερασπιστεί το κόμμα δημόσια, στην περίπτωση που κάποιος βγει και ακυρώσει αυτή την απόφαση με μια δική του προσωπική στρατηγική, τότε θα πρέπει να υπάρξουν συνέπειες.
Η ίδια η δημοκρατία σημαίνει διαπραγμάτευση, κι αυτή, με τη σειρά της, αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά μέχρις ενός ορίου...

Δεν υπάρχουν σχόλια: