Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

“Σύστημα Κοινωνικής (Αν)ασφάλισης”


Όσοι εκχωρούν ελευθερία εν ονόματι της ασφάλειας δεν δικαιούνται ούτε ελευθερία ούτε ασφάλεια” (ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΦΡΑΓΚΛΙΝOΣ)

O
διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poors, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, προβλέπει για την Ελλάδα ότι το χρέος θα ανέλθει στο 436% του ΑΕΠ το 2050, εάν συνεχιστεί η πολιτική που ακολουθείται τώρα και δεν προωθηθούν μεταρρυθμίσεις. Στην έκθεσή του εκτιμά συγκεκριμένα ότι «τα δημόσια οικονομικά των περισσότερων χωρών θα εμφανίσουν επιδείνωση, στο επόμενο μισό του αιώνα, ως αποτέλεσμα των δημογραφικών αλλαγών, εκτός και εάν αυτές αντισταθμιστούν από πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής ή από μεταρρυθμίσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στο σύστημα των σχετικών δαπανών».
Το αξιοσημείωτο στην έκθεση αυτή είναι ότι προς αποφυγήν της δημοσιονομικής επιδείνωσης ο διεθνής αυτός οίκος ούτε διακατέχεται από υιοθέτηση μονόδρομων λύσεων, ούτε θεωρεί ότι μόνον οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί το διαζευκτικό “ή” στην εκτίμησή του. Άλλη λύση είναι η εφαρμογή πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής, αφήνοντας ανέπαφο το ασφαλιστικό!!
Σύμφωνα δε με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αυτή η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να στηριχθεί σ' ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αύξηση των εσόδων, η οποία πρέπει να προέλθει από διεύρυνση της φορολογικής βάσης, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ένταξη παραοικονομικών δραστηριοτήτων στην οικονομία. Ως προϋποθέσεις γι’ αυτό κατονομάζει την μεταρρύθμιση, απλοποίηση και κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, την μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, με εκσυγχρονισμό των μηχανισμών συλλογής των φόρων και περιορισμό του κόστους τους, καθώς και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και συνέπειας απέναντι στο φορολογικό σύστημα, με κατάργηση των φορολογικών αμνηστιών.
Ακόμη και ο ΣΕΒ, με επιστολή που απέστειλε αμέσως μετά τις εκλογές προς τον πρωθυπουργό ο πρόεδρός του Δημήτρης Δασκαλόπουλος, τονίζει, μεταξύ άλλων, πως «η νέα λαϊκή εντολή ενισχύει αποφασιστικά τη διακηρυγμένη βούλησή σας να προχωρήσετε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, στο κράτος, στην κοινωνία». Παράλληλα, επισημαίνεται ότι «η επιχειρηματική κοινότητα, με την καθημερινή της δράση και τις πρωτοβουλίες της, καταθέτει τη συνεισφορά της στη συλλογική προοπτική μίας οικονομικά ισχυρής και κοινωνικά δίκαιης Ελλάδας».
Πώς, όμως, μπορείς να επιτύχεις μια οικονομικά ισχυρή και κοινωνικά δίκαιη Ελλάδα; Εφαρμόζοντας ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, που υποστηρίζουν αξιόπιστοι οικονομικοί αναλυτές ή διαλύοντας το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, σύμφωνα με τις εισηγήσεις τεχνικών επιτροπών «σοφών», στις οποίες βολικά παρέπεμψε το ζήτημα η Ν.Δ.;
Ο κάθε καλοπροαίρετος θα επέλεγε την πρώτη περίπτωση, η οποία αποτελεί πραγματική λύση, χωρίς να θίγει τις πλατιές κοινωνικές μάζες, που μαστίζονται από την οικονομική ανέχεια. Μολαταύτα, η ΝΔ επέλεξε συνειδητά να “βάλει χέρι” στο ασφαλιστικό σύστημα, υπονομεύοντας τόσο με πράξεις, όσο και με παραλείψεις το μέλλον του, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει προβάλει καμιά ολοκληρωμένη και διαρθρωτική λύση, καθηλώνοντας μισθούς και συντάξεις, δίνοντας αβέβαια μηνύματα για τα μέτρα που θα λάβει στο μέλλον, εντείνοντας την ανασφάλεια και προσφέροντας γη και ύδωρ στους μεγαλοεπιχειρηματίες. Κι εδώ είναι το μυστικό…
Η δημοσιονομική εξυγίανση απαιτεί γενναία αύξηση των προς είσπραξιν άμεσων φόρων από αυτούς τους λίγους, που πραγματικά κατέχουν. Εάν η Ν.Δ. επέλεγε αυτή τη λύση, τότε θα πήγαινε κόντρα στις αρχές και τη φυσιογνωμία της ως ένα καθαρό δεξιό, νεοφιλελεύθερο κόμμα. Γι’ αυτό και είναι μονόδρομος για την ίδια η επιλογή της εκ νέου επιβάρυνσης των πολλών. Ως ιδέα μάλιστα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα.
Με την ολοκλήρωση της θητείας των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, κατά την οποία επιχειρήθηκε και σε γενικές γραμμές επιτεύχθηκε ο συνδυασμός της μεγέθυνσης (ανάπτυξης) με την εμβάθυνση (επέκταση) του κοινωνικού κράτους, άρχισαν οι γκρίνιες. Ήδη βιώνουμε την αντίστροφη πορεία: από τις παροχές στις περικοπές, από τους ανταποδοτικούς φόρους ανάλογα με τα εισοδήματα στους έμμεσους (κεφαλικούς) φόρους. Και καθώς οι φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων επεκτείνονται, ενώ την ίδια στιγμή οι σημερινοί 60άρηδες συνταξιοδοτούνται, κυριάρχησε η συζήτηση για το Ασφαλιστικό. Δηλαδή, για την παράταση του εργασιακού βίου και την περικοπή των συντάξεων. Έστω κι αν αυτό σημαίνει βίαιη ανατροπή του οικονομικού και κοινωνικού προγραμματισμού εκατομμυρίων πολιτών.
Η ύπαρξη, όμως, και η ενίσχυση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, για τα οποία μιλούσε προεκλογικά η Ν.Δ., ζητώντας ανανέωση της λαϊκής εντολής στο πρόσωπό της, απαιτεί πολιτική βούληση που εκφράζεται στην πράξη και όχι στη θεωρία. Η κυβέρνηση της Ν.Δ., αφού απώλεσε το προεκλογικό κοινωνικό προσωπείο, από την επομένη, κιόλας, των εκλογών, έσπευσε να ανακοινώσει αλλαγές στο Ασφαλιστικό, επιβεβαιώνοντας την υποψία ότι υπήρχε προαποφασισμένο σχέδιο, που απλώς δεν ετέθη υπόψη των ψηφοφόρων· επέλεξε την παλιά καλή και πολλαπλώς δοκιμασμένη συνταγή να ρίξει όλα τα βάρη από την αποτυχημένη πολιτική της στα λαϊκά στρώματα, στους πολίτες.
Εις εκτέλεσιν, λοιπόν, του παραπάνω σχεδίου, στο οποίο δώσαμε επιγραμματικά τον τίτλο «κοινωνική αποδόμηση και καλλιέργεια κλίματος ανασφάλειας», η κυβέρνηση προχώρησε και προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών και δημόσιων επιχειρήσεων, χωρίς να συζητά καν τις υποχρεώσεις που πρέπει να αναλάβουν οι επιχειρήσεις αυτές για το ασφαλιστικό των Ταμείων τους. Έτσι επιχειρείται να μεταφερθεί το κόστος των ενοποιήσεων στο Ι.Κ.Α. και στο κοινωνικό σύνολο. Με τις προκλητικές εθελούσιες εξόδους, όπως έγινε στον ΟΤΕ, δίνονται σε ηλικία 48 και 50 ετών υψηλές συντάξεις σε λίγους. Η αντισυνταγματική λύση στο συνταξιοδοτικό πρόβλημα των Τραπεζοϋπαλλήλων επιβαρύνει δυσβάστακτα το ΙΚΑ και το ασφαλιστικό σύστημα. Μόνο για τις συντάξεις της Εμπορικής δόθηκαν εντός του 2006 από το ΙΚΑ 10 εκ. ευρώ. Σχετικά με την ένταξη των επικουρικών ταμείων στο ΕΤΕΑΜ η κυβέρνηση φορτώνει αυτό το ταμείο με νέα βάρη, ενώ εξακολουθεί να μη αποδίδει σ' αυτό τις ασφαλιστικές εισφορές που του ανήκουν. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο νομοθετικό, αλλά και άμεσα πολιτικό και πρακτικό. Γιατί ο νόμος Ρέππα προέβλεπε τη συντεταγμένη και ορθολογική ομαδοποίηση όλων των ταμείων και όχι μόνο την ένταξη των προβληματικών στο ΕΤΕΑΜ, όπως κάνει η κυβέρνηση.
Αλλά και με την λεγόμενη εισφοροδιαφυγή, τα τελευταία τριάμισι χρόνια άφησε και συνεχίζει να αφήνει την εισφοροδιαφυγή να καλπάζει σε πρωτοφανή ύψη, απαξιώνοντας τους υπάρχοντες μηχανισμούς ελέγχου και πάταξής της. Οι ανασφάλιστοι - κατεξοχήν μετανάστες - εργαζόμενοι ξεπερνούν το 1.000.000 και οι οικονομικές απώλειες φτάνουν τα 4,5 δις €. Ταυτόχρονα προωθούνται «κυλιόμενες» ρυθμίσεις χρεών των επιχειρήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες μάλιστα εξαγγέλλονται μήνες πριν, έτσι ώστε να σταματήσει κάθε κίνητρο εξόφλησης. Όμως η ένταξη του συνόλου των εργαζομένων στο σύστημα, όπως και η πληρωμή των βεβαιωθεισών εισφορών των επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ (σ.σ. κάθε χρόνο ευνοϊκή ρύθμιση χρεών των επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ), θα σήμαινε αύξηση της ανεργίας για τη βαλκάνια εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, η οποία βασίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στην επένδυση στην παιδεία και την κατάρτιση. Έτσι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στηρίζεται στη «μαύρη»-ανασφάλιστη εργασία και την παραοικονομία.
Βάσει αυτής της λογικής και το έμμεσο μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων τίθεται στο στόχαστρο, ως αρνητικό μέγεθος για την ανταγωνιστικότητα. Τα ταμεία αναλαμβάνουν, από τις επιχειρήσεις, τους «ακριβούς»-ηλικιωμένους υπαλλήλους, μέσω των προγραμμάτων πρόωρης-εθελούσιας εξόδου. Οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τις κοινωνικές ευθύνες τους και το κοινωνικό σύνολο αναλαμβάνει κι αυτό το βάρος…
Η κυβέρνηση καλλιεργεί κλίμα ανασφάλειας, το οποίο οδηγεί χιλιάδες εργαζομένους σε πρόωρη συνταξιοδότηση, με εμφανείς τις προθέσεις της: α) να αποχωρήσουν από το Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα όσο το δυνατόν περισσότεροι, μέσα από μια “εθελουσία” έξοδο χωρίς κίνητρα, κάτι που όμως είναι επιζήμιο για τα Ταμεία, αλλά και για τους ίδιους τους εργαζομένους και β) η μείωση του μέσου όρου συνταξιοδότησης, μέσα από δικές της πολιτικές επιλογές, οδηγεί σε διάλογο με προδιαγεγραμμένες λύσεις, την αύξηση ορίων ηλικίας και περικοπές στο σύνολο των μεσαίων και υψηλών συντάξεων, οι οποίες θα βλάψουν τα χαμηλά κυρίως εισοδήματα, διαμορφώνοντας ένα ομοιόμορφο καθεστώς ανέχειας, αν όχι φτώχειας.
Η πολιτική αυτή άρχισε ήδη να δημιουργεί εκτός από μεγάλα προβλήματα στη λειτουργία των υπηρεσιών, δυσβάστακτα ελλείμματα στα Ταμεία των Δημοσίων Υπαλλήλων. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια νέα ομάδα χαμηλοσυνταξιούχων με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις.
Εάν σ’αυτά προσθέσουμε και τα χρέη του Δημοσίου προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία, τα οποία έφθασαν από 2,7 δις ευρώ το 2004 σε 6 δις ευρώ το 2006, αλλά και τις δαπάνες Υγείας, οι οποίες κινούνται πλέον εκτός ελέγχου και μάλιστα με ρυθμό πάνω από 30%, τότε αντιλαμβανόμαστε το πραγματικό εύρος της επιδιωκόμενης καταστροφής.
Σίγουρα, κανείς σήμερα δεν αισθάνεται ασφαλής με το Ασφαλιστικό, το οποίο βέβαιο είναι ότι χρειάζεται άμεση παρέμβαση, αλλά μόνον για την επιδιόρθωση των δομικών προβλημάτων του και την διασφάλιση ενός ανεκτού και εγγυημένου επιπέδου ζωής των πολιτών. Όπως σίγουρο είναι ότι χρειάζεται άμεση εξυγίανση και η δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθόσον με τους σημερινούς χειρισμούς της κυβέρνησης κι αυτός ο τομέας απειλείται με συρρίκνωση.
Δυστυχώς, όμως, η κυρίαρχη πολιτική επιλογή της Ν.Δ. είναι να στηρίξει τους λίγους και ισχυρούς και στα πλαίσια αυτής της πολιτικής δημιουργεί μια νέα ιδιωτική αγορά πρόνοιας εις βάρος του κράτους πρόνοιας, εις βάρος των πολιτών, ακυρώνοντας στην ουσία του την κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα, όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Με αυτές τις μεθοδεύσεις το μόνο σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση, κατ’ αντίθεσιν των προβλέψεων και προτάσεων σοβαρών οικονομικών αναλυτών, θα επιτύχει να μεταβάλλει τη χώρα σε μια οικονομικά ανίσχυρη και κοινωνικά άδικη Ελλάδα, εμμένοντας στο να μας παραμυθιάζει ότι μονίμως “στραβός είναι ο γιαλός”...

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Ανακοίνωση από την επιτροπή στήριξης του Γ.Α.Παπανδρέου Ν.Μαγνησίας

Ευχαριστούμε τον Δημοκρατικό λαό της Μαγνησίας, που με την πρωτοφανή συμμετοχή του και την ψήφο του στις 11 του Νοέμβρη, έδωσε το παρόν σ’ αυτή τη μεγαλειώδη δημοκρατική διαδικασία, για την εκλογή Προέδρου στο ΠΑΣΟΚ, η οποία διεξήχθη σε κλίμα ενότητας και συσπείρωσης. Κερδισμένο απ’ αυτή τη διαδικασία δεν είναι μόνο το ΠΑΣΟΚ. Κερδισμένη είναι η Δημοκρατία στην πατρίδα μας. Και γι´ αυτό, ειλικρινά, είμαστε υπερήφανοι.
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα όλους όσους συμμετείχαν για την θριαμβευτική επανεκλογή του Προέδρου μας Γιώργου Παπανδρέου. Δώσατε μια εντολή, καθαρή και ισχυρή, απέναντι στα εξωθεσμικά κέντρα και συμφέροντα, απέναντι στη μιντιοκρατία, απέναντι σε όσους θέλουν το ΠΑΣΟΚ, μικρό και φοβικό, απέναντι στην συντήρηση.
Αυτή η καθαρή και ισχυρή εντολή μας δεσμεύει όλους. Και είναι η εντολή, να είναι ο Γιώργος Παπανδρέου Πρόεδρος του μεγάλου, του ενιαίου και του νικηφόρου ΠΑΣΟΚ, που διεκδικεί την εξουσία, όχι για να μοιράσει φέουδα και αξιώματα, αλλά για να φέρει ένα άλλο ήθος και ύφος στην εξουσία, στην Δημοκρατία μας, για ν' αλλάξει την Ελλάδα.
Η 11η του Νοέμβρη δεν είναι η τελευταία μέρα μιας εσωκομματικής διαδικασίας. Είναι η πρώτη μέρα, για την χάραξη μιας νέας νικηφόρας πορείας, με μεγαλύτερη διαφάνεια, με νέα συλλογικότητα, με τομές και γενναίες αποφάσεις ανασυγκρότησης. Για την χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής, με νέο αναπτυξιακό όραμα, την «πράσινη ανάπτυξη», για ένα διαφορετικό, ισχυρό κοινωνικό κράτος, ένα κράτος δικαίου. Για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της αδικίας στον τόπο μας. Για την αυτονομία της πολιτικής, μακριά από μηχανισμούς και σκοτεινά παιχνίδια. Για την οικοδόμηση ενός πολιτικού συστήματος που σέβεται τον πολίτη, που δίνει δύναμη και φωνή στον Ελληνικό λαό. Για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι.
Κάναμε όλοι μαζί το πρώτο μεγάλο βήμα ανατροπής. Είμαστε σύντροφοι και αδέρφια, στην προσπάθεια να κάνουμε μια μεγάλη αλλαγή για τον τόπο μας και σ’ αυτή τη προσπάθεια δεν περισσεύει κανείς…

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Και οι Αλβανοί της Μαγνησίας «ψήφισαν» ΠΑΣΟΚ*

*Αναδημοσίευση από εφημερίδα "Θεσσαλία" (12/11/07)
Μια ημέρα πριν ανοίξουν οι κάλπες για την εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ, ο Σύλλογος Αλβανών Μαγνησίας «ILLIRIA» οργάνωσε στο Εργατικό Κέντρο Βόλου πανθεσσαλική εκδήλωση προκειμένου να συζητηθούν οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, με ομιλητή τον κ. Λυκούργο Χατζάκο, υπεύθυνο του τομέα ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΠΑΣΟΚ και μέλος της πρωτοβουλίας στήριξης του κ. Παπανδρέου.
«Το αποτέλεσμα είναι προφανές. Ο Γιώργος Παπανδρέου θα είναι πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, με πολύ ισχυρή πλειοψηφία. Η εντολή θα είναι απόλυτα καθαρή και δεν θα αμφισβητείται από κανέναν όπως δεν θα αμφισβητηθεί και η διαδικασία η οποία είναι στα δημοκρατικά πλαίσια και τις θεσμοθετημένες διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ», υποστήριξε ο κ. Χατζάκος στην ομιλία του.
Ο κ. Χατζάκος τόνισε ότι οι μετανάστες αναγνωρίζουν τη δυνατότητα που τους έδωσε ο Γ. Παπανδρέου στη νέα εποχή του ΠΑΣΟΚ, να συμμετέχουν ισότιμα και καθαρά όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες, στα όργανα και στις οργανώσεις του Κινήματος.
Το στέλεχος του ΠΑΣΟΚ κ. Βασ.Νιζάμης αναφέρθηκε στην τοποθέτησή του στο ρόλο των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και υπογράμμισε ότι από τη στιγμή που ξέφυγαν από την ανάγκη της βιοπάλης, αρχίζουν να διαμορφώνουν και να δείχνουν και ένα πολιτικό πρόσωπο.
«Πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να ανοιχτεί και να δεχθεί ότι οι μετανάστες έχουν πολιτικό πρόσωπο και δεν αρκεί μόνο να τους σεβόμαστε σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά να τους αντιμετωπίζουμε επί ίσοις όροις. Το ΠΑΣΟΚ πιστεύω ότι είναι έτοιμο και έχει δώσει δείγματα γραφής ότι πρέπει οι μετανάστες να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Είμαστε δίπλα στους μετανάστες όχι σήμερα αλλά και αύριο», είπε.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Αλβανών Μαγνησίας «ILLIRIA» Eduart Tafj ανέφερε ότι στο Βόλο υπάρχει παράρτημα του σοσιαλιστικού κόμματος της Αλβανίας, στο οποίο είναι πρόεδρος, ενώ χαρακτήρισε μεγάλη πρόοδο το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δέχτηκε τους μετανάστες στο κόμμα.
«Θέλουμε ένα ενωμένο ΠΑΣΟΚ που θα προχωρά μπροστά με αποτελέσματα και γι’ αυτό και εμείς ως κοινωνία μεταναστών το στηρίζουμε» κατέληξε.

“Ομοφωνία και πλειοψηφία”


Επειδή οι εσωκομματικές εκλογές της 11ης του Νοέμβρη δεν έλυσαν τα προβλήματα στο ΠΑΣΟΚ, αντιθέτως αποτελούν το έναυσμα για την διαδικασία ουσιαστικής επανίδρυσής του, για το λόγο αυτό προκρίθηκε η επισήμανση και ανάδειξη του παρόντος ζητήματος, όπως αναφέρεται στον τίτλο του παρόντος άρθρου, το οποίο έχει άμεση και καθοριστική σχέση τόσο με την διασφάλιση της πραγματικής ενότητας του Κινήματος, όσο και της δημοκρατικής λειτουργίας του.
Πώς πρέπει, λοιπόν, να λαμβάνονται οι αποφάσεις από τα μέλη του κάθε οργάνου του Κινήματος; Ομόφωνα ή κατά πλειοψηφίαν; Ποια τα υπέρ και τα κατά της κάθε περίπτωσης και με ποια από τις δύο αυτές επιλογές λειτούργησε το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία τριάμισι χρόνια;
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατικής λειτουργίας ενός κόμματος είναι εξ ορισμού ότι διαμορφώνει το ίδιο τις πολιτικές θέσεις και πράξεις του, οι οποίες εκφράζουν την άποψη της πλειοψηφίας (αρχή της πλειοψηφίας) και γίνονται σεβαστές απ’ όλους, μέσα από την ελεύθερη διαβούλευση όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν, χωρίς τούτο να αναιρεί ότι η μειοψηφία δεν έχει αποφασιστικό ρόλο, απεναντίας η φωνή της πρέπει να ακούγεται και δύναται να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων (αρχή της συμμετοχής).
Αντιθέτως, αυτή η θεμελιώδης αρχή της λειτουργίας της πλειοψηφίας φαίνεται να παραμερίζεται – παραβιάζεται οριστικά με την ανάδειξη της αρχής της ομοφωνίας. Με βάση την τελευταία, η μόνη αποδεκτή διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι κατ’ αρχήν η ομοφωνία και μόνο κατ’ εξαίρεσιν η αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση εξαίρεσης, η αυξημένη πλειοψηφία διαμορφώνεται κειμενικά σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει κατά πολύ την κομματική πλειοψηφία. Στην ουσία, η αρχή της ομοφωνίας εισάγει το δικαίωμα του veto, το οποίο φαίνεται να ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο την αποφασιστική συμβολή της μειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων.
Η άποψη, επομένως, ότι «άμεση δημοκρατία ίσον ομοφωνία» είναι καταστροφική για την ίδια τη δημοκρατία, επειδή οδηγεί ακριβώς στην τυραννία της μειοψηφίας, καθόσον τα λίγα άτομα που διαφωνούν, μπορούν να εμποδίζουν τους πολλούς να δράσουν. Η ομοφωνία αναπόφευκτα οδηγεί σ’ έναν ακίνδυνο ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ο οποίος αυξάνει με τη σειρά του τους κινδύνους παράλυσης του κομματικού οικοδομήματος.
Όλα τα ζητήματα, επομένως, πρέπει να συζητούνται αναλυτικά και να αναζητείται η ομοφωνία ή η μέγιστη δυνατή σύμπτωση απόψεων, αλλά εάν εξακολουθούν να παραμένουν οι διαφωνίες, τότε οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται πλειοψηφικά.
Εξάλλου, αφ’ ης στιγμής ο λόγος και η ψήφος του καθενός μετράει το ίδιο για όλες τις αποφάσεις, δεν τίθεται ζήτημα «καταπίεσης της μειοψηφίας», η οποία έχει κάθε δυνατότητα να ανατρέψει δημοκρατικά την εκάστοτε επικρατούσα άποψη, αρκεί να πείσει την πλειοψηφία για την δική της άποψη.
Εξ αντιθέτου, δεν θα πρέπει στο σημείο αυτό να παροραθεί ότι ιστορικά τα κινήματα ομοφωνίας λειτούργησαν αντιδημοκρατικά, αφού οι μειοψηφίες καταπιέζονταν με χίλιους δυο τρόπους για να μην εκφράσουν καν τις αντιρρήσεις τους και κωλυσιεργήσουν το εκάστοτε κίνημα και τα επιτακτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Όπως αντιδημοκρατική είναι και η πρακτική παρουσίασης προδιαμορφωμένων αποφάσεων, για τις οποίες καλούνται τα μέλη απλά και μόνον να τις υπερψηφίσουν, προκειμένου να τύχουν και της αναγκαίας τυπικής επικύρωσης. Τα όργανα μετατρέπονται έτσι σε μέσο για να περνάνε άκριτα αποφάσεις, αντί να είναι χώρος αυτόνομης άσκησης πολιτικής.
Είναι κατά συνέπεια αυτονόητο ότι τη δημοκρατία διασφαλίζει η αρχή της πλειοψηφίας και όχι η αρχή της ομοφωνίας.
Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις και διακρίσεις προκρίθηκε από το ΠΑΣΟΚ η αρχή της πλειοψηφίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 8 παρ.7 του καταστατικού του, περί “Εσωκομματικής δημοκρατίας”, καταγράφηκε ότι: «Η αρχή της πλειοψηφίας είναι δεσμευτική για τα μέλη κάθε οργάνου. Είναι σεβαστά και κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας».
Μολαταύτα, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, μιλώντας στις 6 Οκτωβρίου 2007 στην 12η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του Κινήματος, απεκάλυψε ότι:«Αποδέχτηκα, πολλές φορές, να στρογγυλοποιούμε τις θέσεις μας ή να προσφεύγουμε σε μέσους όρους. Έκανα όμως λάθος, γιατί από τους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές, δεν παράγονται μείζονες πολιτικές δυναμικές, ούτε και πραγματική ενότητα του Κινήματός μας», τουτέστιν ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν λειτούργησε, αλλ’ αντιθέτως επιδιώχθηκε η εκ πλαγίου εισαγωγή της αρχής της ομοφωνίας, η οποία, όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, οδηγεί αναπόφευκτα σ’ έναν ακίνδυνο ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ο οποίος αυξάνει με τη σειρά του τους κινδύνους παράλυσης του κομματικού οικοδομήματος. Οι όροι “στρογγυλέματα”, “μέσοι όροι”, “ελάχιστοι κοινοί παρονομαστές” είναι αποκαλυπτικοί του λόγου το αληθές.
Ευτυχώς, ο Γιώργος Παπανδρέου αντιλήφθηκε πολλές από τις λαθεμένες προσεγγίσεις της τελευταίας τετραετίας, ιδίως όταν στην βάση της ανάγκης για ενότητα οδηγήθηκε σε στρογγυλέματα, τα οποία δεν παράγουν, όπως πολύ σωστά επισήμανε, μείζονες πολιτικές δυναμικές, ούτε και πραγματική ενότητα του Κινήματος.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επιδείξει την αναγκαία αποφασιστικότητα και ως προς την προβολή των αποφάσεων αυτών, εις τρόπον ώστε όταν λαμβάνεται μια απόφαση στα πολιτικά όργανα, είτε ομοφώνως, είτε με τη μέγιστη δυνατή σύμπτωση απόψεων, είτε - εάν εξακολουθούν να παραμένουν οι διαφωνίες - πλειοψηφικά και πρέπει να την υπερασπιστεί το κόμμα δημόσια, στην περίπτωση που κάποιος βγει και ακυρώσει αυτή την απόφαση με μια δική του προσωπική στρατηγική, τότε θα πρέπει να υπάρξουν συνέπειες.
Η ίδια η δημοκρατία σημαίνει διαπραγμάτευση, κι αυτή, με τη σειρά της, αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά μέχρις ενός ορίου...

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Δήλωση για το αποτέλεσμα των εκλογών της 11ης Νοεμβρίου 2007


Μια πολυήμερη, κοπιώδης και εν πολλοίς επώδυνη εσωκομματική προεκλογική περίοδος για την ανάδειξη του νέου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, σήμερα έλαβε τέλος, με την αποκορύφωση της εκλογικής διαδικασίας, η οποία ήταν πράγματι πρωτόγνωρη, αλλά και συγκινητική, από απόψεως προσελεύσεως των μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ.
Το εκλογικό σώμα, αντιπαρερχόμενο το ψευτοδίλημμα περί αντι-Καραμανλή, εξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία ως νέο Πρόεδρο του Κινήματος τον Γιώργο Παπανδρέου, δίνοντάς του την καθαρή εντολή που ζήτησε, για να προχωρήσει στην ριζική ανανέωση του κόμματος, στην αποσαφήνιση του ιδεολογικού στίγματος, αλλά και στη διασφάλιση της ενότητας και της αυτοτέλειάς του, προκειμένου να καταστεί και πάλι το ΠΑΣΟΚ ένα δυναμικό κίνημα της ριζοσπαστικής κεντροαριστεράς, ικανό να εκφράσει την πλατιά λαϊκή βάση των αναξιοπαθούντων από την φιλελεύθερη καταιγίδα μη προνομιούχων Ελλήνων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε επίπεδο Μαγνησίας ο λαός έδωσε την απόλυτη πρωτοκαθεδρία στον Γιώργο Παπανδρέου, χωρίς να επηρεαστεί από την – πρώιμη ή και όψιμη – εκπεφρασμένη διαφορετική άποψη εκλεγμένων στελεχών του Κινήματος κι αυτό περιποιεί με ιδιαίτερη τιμή, αλλά και ευθύνη όλους εμάς που σηκώσαμε το βάρος της υποστήριξης της υποψηφιότητας του Γιώργου Παπανδρέου στη Μαγνησία.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

“Καθεστωτισμός – Κυβερνητισμός”

Έχει παρατηρηθεί ότι καίτοι τα κόμματα διασφαλίζουν την συνέχεια και σταθερότητα της δημοκρατίας μας, ακόμα και αν το σύστημα αντιπροσώπευσης περνάει κρίση, εντούτοις όταν εγκαθιδρύουν επί μακρό χρονικό διάστημα ένα σύστημα διακυβέρνησης, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποκτούν συν τω χρόνω μια "καθεστωτική" αντίληψη και λειτουργία, μέσω της δημιουργίας παγιωμένων σχέσεων και λειτουργιών, οι οποίες όχι μόνον ανακόπτουν την αρχική ορμή και ενεργούν εν τέλει ως τροχοπέδη για την επίτευξη των αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που επαγγέλλονται, αλλά - το κυριότερο - μετατρέπονται σε απλοί διαχειριστές της εξουσίας.
Αυτή η καθεστωτική αντίληψη, η οποία αποκαλείται “καθεστωτισμός - κυβερνητισμός” επηρεάζει παραμορφωτικά τις συνειδήσεις των πολιτικών ενός τέτοιου κόμματος, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρούν την νομή της εξουσίας ως αναφαίρετο δικαίωμα και αυτοσκοπό και ότι ο Λαός είναι υποχρεωμένος να τους ανέχεται ως νομείς και διαχειριστές στο διηνεκές.
Από αυτόν τον “κυβερνητισμό” δεν ξέφυγε και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, επειδή παρέμεινε για πολλά χρόνια στην εξουσία, αναλώνοντας τις δυνάμεις του στη διαχείριση της εξουσίας και των μηχανισμών της, ταυτίστηκε με την κρατική λειτουργία, σε σημείο που να έχει αποκτήσει μια ιδιώνυμη "κρατική" νοοτροπία, με αποτέλεσμα την διάρρηξη των σχέσεών του με τα κοινωνικά στρώματα που το στήριζαν και ήθελαν να προσβλέπουν σ’ αυτό.
Αξιοσημείωτη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η προσφάτως δημοσιευθείσα αυτοκριτική της Βάσως Παπανδρέου, η οποία είπε ότι: «…το πρόβλημά μας δεν είναι ότι κυβερνήσαμε, το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο που κυβερνήσαμε…τα τελευταία χρόνια είμαστε ο ορισμός της πολιτικής ασάφειας και της ανυπαρξίας ενιαίας έκφρασης...μιλούσαμε για συμμετοχική δημοκρατία και δεν είχαμε στοιχειώδη δημοκρατία στη λειτουργία μας...».
Μετά την ήττα του 2004 το ΠΑΣΟΚ κλήθηκε να λειτουργήσει με την πραγματική του ιδιότητα· αυτή του πολιτικού κόμματος. Κι ενώ φαντάζει τούτο αυτονόητα απλό, εντούτοις αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο στη πράξη. Ευρισκόμενο αποκομμένο από την δημόσια διοίκηση ανακάλυψε ότι λησμόνησε πώς είναι να λειτουργεί σαν κόμμα. Η δεύτερη συνεχόμενη ήττα έφερε στην επιφάνεια πλήρως αυτό το πρόβλημα εγκλιματισμού στις νέες συνθήκες. Το πλείστον των στελεχών, αλλά και των μελών του ΠΑΣΟΚ έχοντας περιέλθει σε πολυετή απραξία, αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζεται η συστράτευσή τους για την επανάκαμψη από την νάρκη στην οποία είχαν περιέλθει, πολλώ μάλλον να αλλάξουν νοοτροπία ετών, προωθώντας και υλοποιώντας τα σχέδια και τις νέες ιδέες του ανακηρυχθέντος από τις εσωκομματικές εκλογές του 2004 νέου Προέδρου Γιώργου Παπανδρέου για τον ανασχηματισμό του κόμματος.
Και πράγματι, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο άρθρο μας, υπήρξαν νέες ιδέες, και μάλιστα πολύ οραματικές και πολλά υποσχόμενες, όπως: α) η πράσινη οικονομία, β) η συμμετοχική δημοκρατία, γ) η κοινωνική λογοδοσία, δ) η επένδυση στην παιδεία, ε) η μέτρηση της απόδοσης των κρατικών δαπανών και στ) η ανάπτυξη της περιφέρειας στη λογική της "Νέας Ολυμπίας", κ.α., τις οποίες ο μόνος που πραγματικά τις εξέφρασε στο προηγούμενο διάστημα ήταν, δυστυχώς, μόνον ο Γιώργος Παπανδρέου, σε σημείο που να διερωτάται κανείς εάν είναι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έτοιμο για έναν ηγέτη σαν τον Γιώργο Παπανδρέου ή μάλλον βολεύει καλύτερα το ρουσφέτι, η εσωκομματική διαπλοκή, οι ομάδες, οι καρέκλες, κ.λ.π.;
Σήμερα, μετά από 2 συνεχόμενες ήττες, πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε για το ποιός θα κερδίσει τον Καραμανλή. Δηλαδή αυτή την στιγμή τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα στελεχών, μελών, αλλά και φίλων του ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταλάβει ότι η απώλεια της εξουσίας επιβάλλει να λειτουργήσει το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα.
Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι πρέπει να κάνει ό,τι κάνει ένα κόμμα που δεν είναι εξουσία. Να συζητήσει με αυτούς που δεν το ψήφισαν, γιατί δεν το ψήφισαν...Να καταλάβει γιατί έχασε. Και μετά να προχωρήσει στις πολιτικές αλλαγές που απαιτούνται για να ξαναγίνει κόμμα. Και τότε να αρχίσει να συζητά ξανά για εξουσίες, εκλογικές νίκες, κ.λ.π..
Σήμερα, όμως, τι έχουμε; Νοσταλγοί της εξουσίας της περιόδου “1981-2004”, να συζητάνε την επαναφορά σε αυτό που τους έλειψε· Στον κρατικό κορβανά. Στην κρατική τους λειτουργία και όχι σε μια ενδυναμωμένη κομματική τους λειτουργία. Ακόμα και τώρα το κόμμα το βλέπουν σαν το “αναγκαίο κακό”, για να επανέλθουν σε αυτό που τους άρεσε. Να τους χαιρετούν οι θυρωροί στα Υπουργεία, να διαχειρίζονται σοβαρά θέματα ή μη, αλλά με τίτλο…
Αποξενώθηκε, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ από την κοινωνική του λειτουργία, περιχαρακωμένο στην «κρατική του λειτουργία». Ακόμα και τώρα και στα δύο στρατόπεδα βλέπουμε ανθρώπους να μιλούν για την επικράτηση όχι μόνον έναντι του αντιπάλου, αλλά έναντι και των υπο-ομάδων εντός της κάθε ομάδας. Μάχη καθαρά με κρατικά χαρακτηριστικά και όχι κομματικά. Μάχη νομής εξουσίας όχι κομματικής, αλλά στρατηγική τοποθέτηση όταν θα έρθει η ώρα της εξουσίας.
Ακόμα και στην σημερινή αντιπαράθεση το ΠΑΣΟΚ έχει το καθεστωτικό άρωμα. Την άρρηκτη σχέση του με την εξουσία δηλαδή και την πλήρη αδυναμία του να οργανωθεί στοιχειωδώς έξω από αυτή. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι εναντίον του “καθεστωτισμού” μιλούν άνθρωποι όπως o Βαγγέλης Βενιζέλος, η Τόνια Αντωνίου, ο Κώστας Σκανδαλίδης, η Μιλένα Αποστολάκη, που ουσιαστικά για πρώτη φορά καλούνται να λειτουργήσουν σε μια κατάσταση που δεν ελέγχουν πλήρως. Παρότι δεν είναι επί του παρόντος σώφρον να γίνει λόγος περί μηχανισμών, εντούτοις απορίας άξιον είναι πώς είναι δυνατόν να είναι εναντίον των καθεστωτικών αντιλήψεων, άνθρωποι που κλείνουν, σε δημόσιες κρατικές ή περί του κράτους θέσεις, 20 χρόνια; Μιλούν για τις διαπλοκές με τα ΜΜΕ άνθρωποι που δούλεψαν με αυτά, που πλήρωσαν, που συγγένεψαν και παντρεύτηκαν με αυτά μια εικοσαετία; Και είναι λίγο αργά για τους παλιούς τουλάχιστον, να αλλάξουν προβιά και να είναι αθώοι κοινωνιστές.
Το βράδυ της Τρίτης, 6/11/2007, από τη Χαλκίδα ο Γ.Παπανδρέου απηύθυνε πρόσκληση στους πολίτες, να πουν «ναι» στη μεγάλη πράξη κάθαρσης που θα απαλλάξει το ΠΑΣΟΚ από τον «καθεστωτισμό» και τον «κυβερνητισμό». Και μάλιστα χειροκροτήθηκε έντονα όταν το είπε. Φαίνεται πως αν και αργά, τουλάχιστον ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποδέχεται όλα αυτά που καταμαρτυρούσαν στο κόμμα οι "κακοί", "αντιλαϊκοί" "εχθροί" του, δηλαδή οι πολίτες.
Αλλά δεν φτάνει αυτό. Δεν σημαίνει ότι ξεπερνιέται ένα πρόβλημα μόνο και μόνο επειδή το έχεις αναγνωρίσει. Για να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται και να αλλάξουν πρόσωπα. Όλους αυτούς που με τον καιρό έγιναν καθεστωτικοί ή αναλώθηκαν στη διαχείριση της εξουσίας και των μηχανισμών της. Χρειάζονται ριζικές αλλαγές σε επίπεδα προσώπων για να κάνουν μια νέα αρχή. Όσο αυτό δεν γίνεται εγκαίρως αντιληπτό, θα έχουμε επανάληψη του μύθου της περιόδου 2004-2007, περί δεξιάς παρένθεσης...
Ο Γιώργος Παπανδρέου αν κερδίσει, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι μόνο αυτός μπορεί να αλλάξει κάτι, πρέπει να σπάσει αυτόν τον καθεστωτισμό. Γιατί έτσι όπως είναι σήμερα, σαν θεσμική κουλτούρα, αυτό το κόμμα, είναι πολύ δύσκολο να ξανακυβερνήσει. Πρώτα πρέπει να πείσει το ΠΑΣΟΚ ότι νοιάζεται για τον κόσμο, ότι έχει ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις επί όλων των κρισίμων ζητημάτων που τον αφορούν, οι οποίες θα διαμορφώσουν από τη μια πλευρά μια νέα σχέση του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική και από την άλλη μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με τον πολίτη και μετά να ζητήσει την ψήφο του. Μετά θα μπορεί να απαιτήσει με αξιώσεις την συνεργασία με την αριστερά, αλλά και να κοιτάξει την ΝΔ στα μάτια, χωρίς φόβο και ενοχές…