Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

“Η αποδόμηση του πολιτικού λόγου”

«“Είναι κακό να λέγει κανείς λόγια του αέρα” (Όμηρος)»

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι φορές που δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα με μονολεκτικές απαντήσεις. Στην προβληματική αντιμετώπισης των πολιτικών ζητημάτων καθοριστικό είναι να χρησιμοποιούνται βασικά δύο ερωτήματα· το “γιατί” και το “πώς”. Με το πρώτο απ’ αυτά αναζητούνται τα αίτια που γεννούν το οποιοδήποτε πρόβλημα, ενώ με το δεύτερο καταγράφονται οι μέθοδοι επίλυσής του.
Ο πολιτικός λόγος για να έχει ουσία, νόημα και αξιοπιστία για τον πολίτη δεν πρέπει να αρκείται μόνον στην καταγραφή και κατάδειξη των προβλημάτων, των γενεσιουργών αιτίων τους, αλλά και αυτών που ευθύνονται γι’ αυτά - άλλωστε οι πολίτες είτε τα αντιλαμβάνονται μέσω της ενημέρωσής τους από τα ΜΜΕ, είτε τα υποπτεύονται, ανάλογα με το βαθμό της συνειδητότητάς τους - αλλά θα πρέπει να προχωρά και στην καταγραφή των συγκεκριμένων μεθόδων και ενεργειών, θεμελιωμένων σε λογικά επεξεργασμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους, στις οποίες προτίθεται να προχωρήσει έκαστο των κομμάτων εξουσίας πρωτίστως, στην περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, μέσω των οποίων θα μπορέσουν να επιλυθούν, ως λ.χ. “γιατί” και “πώς” για το ασφαλιστικό, το εξωτερικό χρέος, την δημοσιονομική εξυγίανση, την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία, κ.ο.κ..
Η διαδικασία αυτή στον μεν πολίτη θα παράσχει επαρκή γνώση για τον τρόπο και την μεθοδολογία, με τις οποίες πρόκειται να πολιτευτεί ένα κόμμα, για το δε τελευταίο αποτελεί αντίστοιχη δέσμευση, στα πλαίσια μιας άτυπης "κοινωνικής συμφωνίας", η οποία θα αποκλείει τους αιφνιδιασμούς και βεβαίως θα επιφέρει και το ανάλογο κόστος για κείνο το κόμμα που θα τολμήσει να παραβιάσει αυτή την "συμφωνία".
Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ως κόμματα εξουσίας, στάθηκαν προεκλογικά στην προβολή των διαφορών τους αναφορικά με την κατάσταση της οικονομίας, την κρατική παρέμβαση και τον τρόπο άσκησης της κοινωνικής τους πολιτικής. Και το μεν ΠΑΣΟΚ αναφερόταν στο Πρόγραμμά του, που, πλην ελαχίστων, κανείς στην πραγματικότητα δεν γνώριζε, η δε ΝΔ αναφερόταν στις προεκλογικές δεσμεύσεις της …του 2004, καθόσον δεν εμφάνισε κάποιο νέο Πρόγραμμα.
Ο κ.Καραμανλής για να ξεφύγει από τη θέση του απολογούμενου, για τις ολιγωρίες και την εικόνα διάλυσης που παρουσίασε ο κρατικός μηχανισμός τους θερινούς μήνες επέλεξε αφενός μεν να προκηρύξει εκλογές εν μέσω των καλοκαιρινών διακοπών, αφετέρου δε να αποφύγει τις εντάσεις και διέπρεψε στη στρατηγική του να μεταπηδά από το ένα θέμα στο άλλο, αποφεύγοντας, παράλληλα, να δίνει συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις για το πώς εννοούσε ότι θα ολοκληρώσει τις «μεταρρυθμίσεις» που ευαγγελιζόταν. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ αναλώθηκε στο να καταγγέλλει τη Ν.Δ. ως ανίκανη, ότι κυβερνά χωρίς Πρόγραμμα και ότι ο Πρωθυπουργός είναι άφαντος από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Αποτέλεσμα της άνευ ουσίας αψιμαχίας και του χαρακτηριζομένου από γενικευμένη ασάφεια και αοριστία πολιτικού λόγου, τον οποίο ο λαός ονοματίζει “ξύλινη γλώσσα” και στον οποίο ο γράφων έχει προσδώσει τον τίτλο “η γλώσσα της ακατανοησίας”, ήταν ότι καθ’όλη τη διάρκεια της σύντομης προεκλογικής περιόδου για μια σειρά προβλημάτων, διεκδικήσεων και μέτρων που αφορούν την καθημερινή ζωή των Ελλήνων να έχει λάμψει δια της απουσίας του ένας περιεκτικός και απολύτως κατανοητός πολιτικός αντίλογος και μια υψηλού επιπέδου αντιπαράθεση ιδεών.
Η εμμονή στη διάρθρωση του πολιτικού λόγου με γενικευμένες ρητορικές αναφορές περί μεταρρυθμίσεων, τομών και αλλαγών δεν είναι τυχαία, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία στόχο έχει να παραπληροφορεί και αποπροσανατολίζει τον πολίτη, συρρικνώνοντας τις ιδεολογικοπολιτικές και εκλογικές επιλογές του και αποσκοπώντας κατ’ουσίαν στον λαϊκίζοντα επικοινωνιακό εντυπωσιασμό του.
Οι κραυγαλέες αυτές ελλείψεις αποδεικνύουν όχι μόνον ότι η πολιτική έχει αποστασιοποιηθεί από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και έχει αναδειχθεί σε ένα ευτελές “παιχνίδι” εξουσίας και επικοινωνίας, αλλ’ επιπροσθέτως – και αυτό είναι το κυριότερο - ότι το πολιτικό μας σύστημα διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία εκδηλώνεται με την διογκούμενη δυσαρέσκεια και εν πολλοίς αδιαφορία των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα, τους πολιτικούς θεσμούς και τις πολιτικές εξελίξεις.
Δεν είναι, επομένως, παράξενο το ότι η τελική δημοκρατική κρίση των πολιτών, όπως αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές, με την καταψήφιση των κομμάτων εξουσίας και την διασπορά ψήφων σε μικρότερα κόμματα, δεν αποτυπώνει στη πραγματικότητα τις αληθινές τους επιθυμίες-προτιμήσεις ως προς τις προοπτικές της κοινωνικής μεταβολής, αλλ’ αντιθέτως φέρει τα χαρακτηριστικά έκφρασης δυσαρέσκειας, η οποία με τη σειρά της αντανακλά την κρίση που διέρχεται η πολιτική…

“Η απο-ιδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου και η κρίση της πολιτικής”

“Είναι κακό να λέγει κανείς λόγια του αέρα” (Όμηρος)»

Με αφορμή την τελευταία προεκλογική περίοδο και την αυτοκριτική που ξεκίνησε ήδη στο ΠΑΣΟΚ, προκρίθηκε αναγκαία η καταγραφή του παρόντος πονήματος, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια τόσο η πολιτική, όσο και ο πολιτικός λόγος, όπως εκφέρεται από τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας.

Συγκεκριμένα, η πολιτική έχει βαθμιαία αποδεσμευτεί από το κοινωνικό της περιεχόμενο και έχει αναδειχθεί σε ένα “παιχνίδι” εξουσίας και επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας ότι το πολιτικό μας σύστημα διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία εκδηλώνεται με την διογκούμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς θεσμούς, στο διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της κυβερνώσας ελίτ και της «αναιμικής» κοινωνίας των πολιτών, στην πρόδηλη αδιαφορία των πολιτών για τις πολιτικο-εκλογικές διαδικασίες και στην αυξανόμενη ροπή προς την ψήφο διαμαρτυρίας και τον λαϊκισμό.

Ως αντιστάθμισμα προκρίνεται η επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή κάτω από το αναλυτικό πρίσμα δύο διαφορετικών προσεγγίσεων:

(α) ως διαδικασία μεταστροφής της πολιτικής από την ανούσια «επικοινωνία» και τις δηλώσεις προθέσεων, στην αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση των κρίσιμων θεσμικών, διαρθρωτικών, πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων (πολιτική πρακτική) και

(β) ως διαδικασία διεύρυνσης των δημοκρατικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη μέσω της συστηματικής ανάδειξης εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και διλημμάτων πολιτικής (πολιτικός προγραμματικός λόγος).

Η παρούσα κριτική ανάλυση εντάσσεται στο πλαίσιο της δεύτερης προσέγγισης, με κριτήριο την επισήμανση ορισμένων σημείων που καταλαμβάνουν συγκριτικά μικρότερη έκταση.

Η προσεκτική αξιολόγηση του προγραμματικού λόγου των πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν κυβερνητική πλειοψηφία αναδεικνύει ένα μείζον πολιτικό «έλλειμμα»: ο πολιτικός λόγος δεν αρθρώνεται στη βάση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και επιχειρημάτων, αντιθέτως, διακρίνεται από γενικευμένη ασάφεια και αοριστία.

Εναλλακτικά, οι προτάσεις πολιτικής δεν θεμελιώνονται σε λογικά επεξεργασμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους, ώστε να συνθέτουν ένα πλέγμα πολιτικών διλημμάτων και επιλογών, αλλά συγκροτούνται στη βάση μίας φαινομενικής καθολικότητας.

Ο πολιτικός λόγος διολισθαίνει σε ένα συνειδητό εξωραϊσμό που συρρικνώνει τις ιδεολογικο-πολιτικές και εκλογικές επιλογές του πολίτη. Συνολικά, η σχετική αποστέρηση των προγραμματικών δεσμεύσεων από ουσιαστικά πολιτικά διλήμματα αποτυπώνει τη συστηματική αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου.

Η τεκμηρίωση αυτή προκύπτει από την διερεύνηση του προγραμματικού πολιτικού λόγου των κομμάτων «εξουσίας» ως προς την πειστικότητα ή και την επαρκή αιτιολόγησή του σε σημαντικά πολιτικά ερωτήματα-διλήμματα.

Επί της ουσίας, η πολιτική ρητορική των κομμάτων σχετικά με τους κεντρικούς πολιτικούς σχεδιασμούς που επιλέγουν («μεταρρυθμίσεις», «δίκαιη κοινωνία») δεν επικεντρώνεται στα ουσιώδη ζητήματα πολιτικής. Επομένως, ούτε επαρκείς εξηγήσεις δίδει, ούτε αξιόπιστη πληροφόρηση παρέχει ως προς αυτά.

Ενδεικτικά, ορισμένα κρίσιμα θέματα πολιτικής που ελάχιστα -ή καθόλου- διατυπώθηκαν στο δημόσιο πολιτικό λόγο κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο είναι τα ακόλουθα:

• ποια είναι η λογική και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων που επιλέγονται σε κάθε τομέα πολιτικής; (ποιες είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές και όχι άλλες;),

• πώς ανατρέπει το status quo κάθε μεταρρύθμιση και ποια είναι η νέα ισορροπία που προκύπτει; (ποιος χάνει και ποιος κερδίζει κάθε φορά;),

• πώς διανέμονται τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων και πώς κατανέμεται το συνολικό κόστος;

• ποια είναι η καταλληλότερη στιγμή για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και γιατί;,

• ποιος είναι ο ακριβής προσδιορισμός της «δίκαιης κοινωνίας» και ποιοι είναι οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που πραγματώνουν τα ιδεώδη της;

• πώς επιτυγχάνεται η δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος και πώς διαμορφώνεται η σχέση ανταλλαγής μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής αποτελεσματικότητας;

Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις και οι πιθανές πολιτικές απαντήσεις που προκύπτουν ως απαντήσεις στα παραπάνω διλήμματα προσδιορίζουν τη μελλοντική κατεύθυνση του κοινωνικού και δημόσιου βίου. Συνολικά, οι διαθέσιμες πολιτικές που προκρίνει κάθε πολιτικός σχηματισμός οριοθετούν αφενός τις ιδεολογικές-προγραμματικές του προτιμήσεις και αφετέρου το πλήθος των πολιτικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη.

Ωστόσο, η συνειδητή τακτική της μη ανάδειξης των εναλλακτικών πολιτικών διλημμάτων και η εμμονή του πολιτικού λόγου σε γενικές αναφορές περί μεταρρυθμίσεων, τομών και αλλαγών, συντείνει στην ελλιπή πληροφόρηση, στον αποπροσανατολισμό και τελικώς στη συρρίκνωση των δεδομένων επιλογών του πολίτη. Ακόμη χειρότερα, η προσαρμογή του πολιτικού λόγου στο παιχνίδι του επικοινωνιακού ανταγωνισμού αναδεικνύει στρεβλά διλήμματα δημαγωγικού τύπου.

Εν κατακλείδι, η τελική δημοκρατική κρίση των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στις εκλογές με τη ψήφο τους, δεν αποτυπώνει στη πραγματικότητα τις αληθινές τους επιθυμίες-προτιμήσεις ως προς τις προοπτικές της κοινωνικής μεταβολής. Αντιθέτως, τείνει να αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας και επιλογής στρεβλών διλημμάτων, η οποία με τη σειρά της αντανακλά την κρίση που διέρχεται η πολιτική…