Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στο μέλλον, αλλά και στο Διεθνές Σύστημα*

*(βλ.εκτενή αναφορά στη Βικιπαίδεια, από την οποία αντλήθηκαν χρήσιμες πληροφορίες)
Το ζήτημα της ηγεσίας της ΕΕ αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των εργασιών της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης, αλλά και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που υιοθέτησε την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη (Ε.Σ.Σ.). Και αυτό διότι η Ένωση από ιδρύσεώς της αντιμετωπίζει το μείζον πρόβλημα της έλλειψης αποτελεσματικής ηγεσίας. Το «έλλειμμα εξουσίας» που χαρακτηρίζει την Ένωση αποτελεί, ίσως, το μεγαλύτερο «πρόβλημα» για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της και την ισχυροποίηση του ρόλου της στο διαρκώς μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον.
Τα αρνητικά δημοψηφίσματα των γάλλων και ολλανδών πολιτών για την επικύρωση της Ε.Σ.Σ., αλλά και η μη εξεύρεση λύσης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (16 – 17 Ιουνίου 2005), σχετικά με τον προϋπολογισμό της Ένωσης για την περίοδο 2007 – 2013, επιτείνουν την ανάγκη για θεσμική και πολιτική ενδυνάμωση της Ένωσης.
Το δίδαγμα που απορρέει από την πρόσφατη εμπειρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο στο εσωτερικό της, όσο και σε συνάρτηση με το διεθνές περιβάλλον, είναι ότι ουσιαστικά θέματα πολιτικής και θεσμικά ερωτήματα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και έτσι πρέπει να αντιμετωπισθούν. Τα θεσμικά ζητήματα δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν από θέματα πολιτικής.
Κατ’ αρχάς, ο ρόλος και η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διεθνές περιβάλλον:
Πρόκειται, ίσως, για το σημαντικότερο πρόβλημα. Η Ένωση, αν και «προϊόν» της μεταπολεμικής πολιτικής τάξης πραγμάτων, επέδειξε μέχρι στιγμής εξαιρετική ικανότητα απορρόφησης των συνεπειών από τις αλλαγές και απάντησε ικανοποιητικά στις περισσότερες των προκλήσεων. Οι προκλήσεις, όμως, προσλαμβάνουν τώρα οξύτερο χαρακτήρα μετά την επιτάχυνση της διαδικασίας ενοποίησης ολόκληρης της ηπείρου, μετά και την ένταξη των δώδεκα (10 + 2) νέων κρατών μελών.
Το ερώτημα που παραμένει μετά την πρόσφατη και σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές βαθιά πολιτική κρίση (γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα – αποτυχία Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 16ης & 17ης Ιουνίου 2005 στο θέμα του προϋπολογισμού της Ένωσης για την περίοδο 2007 – 2013) είναι εάν η ενοποιημένη πλέον «Ευρώπη» θα εξακολουθήσει να αποδίδει την ίδια σημασία στη διαδικασία προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και εάν θα μπορέσει να απορροφήσει ομαλά τα νέα μέλη, χωρίς δηλαδή να υπονομεύσει τη θεσμική της ισορροπία και να αλλοιώσει το περιεχόμενο και τους στόχους της ενοποίησης.
Όπως καταδεικνύουν και οι αναλύσεις των δημοσκοπήσεων για τα αρνητικά αποτελέσματα του γαλλικού και του ολλανδικού δημοψηφίσματος, γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιπροσωπεύει το οργανωτικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα και να υποβοηθήσει την ανάδειξη της νέας ευρωπαϊκής πραγματικότητας και, συνεπώς, θα πρέπει να αποτελέσει το θεσμό γύρω από τον οποίο θα οικοδομηθεί η νέα Ευρώπη, «η Ευρώπη του Μέλλοντος».
Ωστόσο, η μη επικύρωση της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης ισοδυναμεί με επιστροφή στη Συνθήκη της Νικαίας, οι διατάξεις της οποίας δυσχεραίνουν την εξέλιξη της Ένωσης τόσο στο εσωτερικό της επίπεδο όσο και στις εξωτερικές της σχέσεις.
Για το σκοπό αυτό η Ένωση θα πρέπει να αποκτήσει τις αναγκαίες «εξουσίες» και «μέσα», πράγμα που θέτει ως αίτημα τη θεσμική και πολιτική ανάπτυξη της Ένωσης προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης κυβερνητικών θεσμών, κάτι το οποίο επιχειρείται μέσα από τις διατάξεις της Ε.Σ.Σ. οι οποίες προβλέπουν τη θέσπιση θέσης μόνιμου Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ καθώς και της Υπηρεσίας Εξωτερικής δράσης η οποία θα δρα επιβοηθητικά στο έργο του.
Η έλλειψη εξωτερικής πολιτικής που να χαρακτηρίζεται από συνοχή, αποτελεσματικότητα, συνέχεια αλλά και τη λήψη αποφάσεων όχι στο πλαίσιο του ελάχιστου κοινού παρανομαστή, αποτελούν ίσως τις κύριες αιτίες, που η Ένωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά και ενιαία στις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.
Ειδικότερα μέχρι σήμερα:
  1. Δεν υπάρχει αποτελεσματική ηγεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση θεμάτων υψηλής πολιτικής.
  2. Η αναγκαιότητα της Πολιτικής Ένωσης και η αναγκαιότητα «ενίσχυσης του ρόλου της Ένωσης στον κόσμο» με την ανάπτυξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και αμυντικής πολιτικής δραματοποιήθηκε με την κρίση του 1990 στον Περσικό Κόλπο, αλλά και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Κρίσεις για τη διαχείριση των οποίων η Ένωση μόνο ικανοποιημένη δεν μπορούσε να είναι. Και αυτό λόγω της απουσίας κοινής εξωτερικής και, κυρίως, αμυντικής πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο.
  3. Εν έτει 2007, δεκαεπτά χρόνια μετά την τελευταία κρίση στον Περσικό, παρά τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει στους εν λόγω τομείς, η Ένωση δεν φαίνεται να πείθει τους πολίτες της ότι μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά ιδιαίτερα και μετά τη κρίση στη Μέση Ανατολή και στο Ιράκ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών δεν μπορεί να συνεχίσει να δρα αποτελεσματικά σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Νίκαιας. Τα μειονεκτήματα αυτού του σεναρίου είναι πολυάριθμα, όχι μόνο για την Ένωση ως υπερεθνικό οργανισμό, αλλά και για κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά ανεξαρτήτως του «ειδικού βάρους» του (πολιτικού & οικονομικού). Εάν η Ένωση συνεχίσει να δρα σύμφωνα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, τότε αυτομάτως θα αποδυναμωθεί τόσο σε πολιτικό, όσο και σε διπλωματικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο (στάθμιση ψήφων στο Συμβούλιο, αριθμός Ευρωπαίων Επιτρόπων, δημοσιονομικό πλαίσιο, εκπροσώπηση της Ένωσης στα διεθνή φόρα κλπ). Η περίπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων που ισχύει με τη Συνθήκη της Νίκαιας θα οδηγήσει ουσιαστικά σε παράλυση της Ένωσης των 27 κρατών-μελών.
Από την άλλη πλευρά ακόμη και εάν ενσωματωθεί στη Συνθήκη της Νίκαιας το 1ο μέρος της Ε.Σ.Σ. και πάλι δεν επιλύεται το πρόβλημα διακυβέρνησης της διευρυμένης Ευρώπης.
Ειδικότερα:
α) θα έθετε σε κίνδυνο το «κοινωνικό πρότυπο» και το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, από τη στιγμή που δεν θα περιλαμβάνονταν ως νομικά δεσμευτικό κείμενο ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,
β) δεν θα έλυνε το πρόβλημα «κατανομής των εξουσιών» μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Βέβαια, ούτε και με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Συντάγματος επιλύεται ολοκληρωτικά το πρόβλημα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων. Όμως, σύμφωνα με τα άρθρα που περιέχονται στην Ε.Σ.Σ και αφορούν το εν λόγω ζήτημα, επιτρέπεται στην Ένωση των 27 να λειτουργήσει πιο ομαλά, σεβόμενη σε μεγάλο βαθμό την αρχή της επικουρικότητας, από ό,τι με τη Συνθήκη της Νίκαιας,
γ) η Ένωση θα εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από έλλειμμα διαφάνειας και δημοκρατικότητας προς τους πολίτες της.
Εν συγκρίσει με τη Συνθήκη της Νίκαιας, οι διατάξεις της Ε.Σ.Σ. στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ένωσης αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς την ισχυροποίηση του ρόλου της Ένωσης στο διεθνές περιβάλλον, όσο και προς τη θωράκιση των εθνικών συμφερόντων των κρατών μελών της (ιδιαίτερα αυτών που αντιμετωπίζουν προβλήματα στον τομέα της εθνικής ασφάλειας). Κατ’ αυτό τον τρόπο η ενσωμάτωση ορισμένων εκ των διατάξεων του Α΄ μέρους της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης στη Συνθήκη της Νίκαιας ίσως αποτελεί μία ρεαλιστική, αλλά και προσωρινή λύση για την αποτελεσματική λειτουργία της Ένωσης των 27 κρατών μελών.
Αναφορικά με την περαιτέρω προώθηση του κειμένου του Ευρωπαϊκού Συντάγματος με την παράλληλη διάσωση ορισμένων μόνο διατάξεων και την ενσωμάτωσή τους στη Συνθήκη της Νίκαιας, όπως λ.χ. ο θεσμός του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Υπουργός Εξωτερικών και η Ευρωπαϊκή Διπλωματική Υπηρεσία, είναι ότι δεν αποτελούν την οριστική λύση του προβλήματος διακυβέρνησης της Ένωσης.
Ιδιαίτερα:
1. Η θέσπιση νέων θεσμών όπως του Υπουργού Εξωτερικών της Ένωσης, με τις σχετικές διατάξεις της Ε.Σ.Σ., δεν μπορεί να παρέχει «ορατή – ισχυρή – αποτελεσματική» ηγεσία για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ, καθώς και την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΕΠΑΑ). Η επιτυχία στο έργο του Υπουργού Εξωτερικών θα εξαρτηθεί από τη διορατικότητα του εν λόγω προσώπου καθώς και των σχέσεών του με τους ηγέτες των κρατών μελών.
2. Η επιτυχία του έργου του/της Ευρωπαίου/ας ΥΠΕΞ θα εξαρτηθεί από τη θέσπιση ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που να επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού στρατηγικού πολιτισμού στον τομέα της ασφάλειας. Η θέση αυτή δικαιολογείται από τις διατάξεις του άρθρου 1 – 28 παρ. 1 & 2, οι οποίες προβλέπουν ότι: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία και με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής, διορίζει τον Υπουργό Εξωτερικών της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του με την ίδια διαδικασία. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης ασκεί την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Συμβάλλει με τις προτάσεις του στον σχεδιασμό της πολιτικής αυτής, την οποία και εκτελεί ως εντολοδόχος του Συμβουλίου. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο για την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας».
3. Το εύρος του έργου του/της ευρωπαίου ΥΠΕΞ θα εξαρτηθεί από το ποσό του κοινοτικού προϋπολογισμού που θα διατεθεί για τη στελέχωση των κοινοτικών (αρμόδιων υπηρεσιών Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης) και των εθνικών υπηρεσιών που θα συνδράμουν επιβοηθητικά στο έργο του ΥΠΕΞ. Δεδομένου ότι ο νέος κοινοτικός προϋπολογισμός δεν έχει ακόμη αποφασισθεί, πολλά θα εξαρτηθούν από τη βούληση των ευρωπαίων ηγετών για το αν επιθυμούν έναν ισχυρό Ευρωπαίο Υπουργό Εξωτερικών σε συνάρτηση με το ποσό που θα διατεθεί για την στελέχωση της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφωνία στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού, οι προοπτικές για χρηματοδότηση νέων θεσμικών οργάνων δεν είναι ευοίωνες.
4. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης θεωρείται το λογικό αποτέλεσμα της δημιουργίας θέσης του Ευρωπαίου ΥΠΕΞ, προκειμένου να εξασφαλιστεί «οριζόντια» και «κάθετη» αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή των πολιτικών που αφορούν στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης. Ωστόσο, πώς θα λειτουργήσει αποτελεσματικά αυτή η υπηρεσία, αν δεν χρηματοδοτηθεί γενναιόδωρα από τους ηγέτες των κρατών μελών;
5. Ο/Η ΥΠΕΞ σύμφωνα με τις διατάξεις της Ε.Σ.Σ. δρα ως μεσολαβητής μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων θεσμών (Συμβούλιο = διακυβερνητικό όργανο # Επιτροπή = Υπερεθνικό όργανο). Κατ’ αυτό τον τρόπο πώς μπορεί να εκπροσωπεί την Ένωση, εάν στο Συμβούλιο υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε θέματα που άπτονται την εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης μεταξύ των 27 κρατών μελών; Πώς μπορεί να διαπραγματευθεί επιτυχώς, εάν δεν συμφωνούν π.χ. κράτη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γαλλία;
6. Η κατάργηση του συστήματος της εκ περιτροπής προεδρίας του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (όπως προβλέπεται από την Ε.Σ.Σ.) παρέχει τη δυνατότητα στον/στην ευρωπαίο/α ΥΠΕΞ να υποστηρίξει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα ως «θεματοφύλακας» των βασικών στρατηγικών πολιτικών της Ένωσης. Δηλαδή, την εφαρμογή της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και αμυντικής στρατηγικής. Ωστόσο, η επιτυχία των προαναφερόμενων θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το αν θα διατηρήσει ο/η ευρωπαίος/α ΥΠΕΞ τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, διίστανται οι απόψεις που αφορούν τόσο στη λειτουργία της όσο και στις επιπτώσεις που αυτή θα επιφέρει στην εξωτερική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών ξεχωριστά αλλά και στις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες.
Η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη (ΕΣΣ) προβλέπει, μεταξύ άλλων, την δημιουργία Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), με κύρια αποστολή να επικουρεί τον Ευρωπαίο Υπουργό Εξωτερικών (ΕΥΠΕΞ) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η υπηρεσία αυτή έπρεπε να είναι σε υπηρεσιακή ετοιμότητα με την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης της ΕΣΣ, δηλαδή στις αρχές του 2007. Όμως, λόγω της ύπαρξης της περιόδου περισυλλογής που αποφασίσθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου και αφορά στην επικύρωση ή μη της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης από τα κράτη μέλη, η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων στην καλύτερη περίπτωση θα καθυστερήσει.
Η θέσπιση μονίμου ΕΥΠΕΞ αλλά και της ΕΥΕΔ εκτιμάται ότι θα ήταν ένα θετικό βήμα ως προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης αλλά και της ενίσχυσης του ρόλου της στο διεθνές περιβάλλον. Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος αλλά και των ποικίλων και σε πολλές περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των κρατών μελών, έχει δημιουργήσει ένα προβληματισμό τόσο στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όσο και στα περισσότερα κράτη μέλη ξεχωριστά. Η συζήτηση επικεντρώνεται στην μορφή, στις αρμοδιότητες, αλλά και στο περιεχόμενο της λειτουργίας της Κεντρικής και Εξωτερικής Υπηρεσίας της ΕΥΕΔ.
Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα συζήτηση:
  • Προωθείται η σύσταση μιας «κοινής συνεκτικής υπηρεσίας», η οποία θα αντικατοπτρίζει την διττή ιδιότητα του επικεφαλής της ως ΕΥΠΕΞ αλλά και Αντιπροέδρου της Επιτροπής.
  • Ενισχύεται η συνεργασία μεταξύ της Γεν. Γραμματείας του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του ΕΥΠΕΞ.
  • Δρομολογείται η σταδιακή ενεργοποίηση της ΕΥΕΔ, ανάλογα με τις διαμορφούμενες ανάγκες οι οποίες εξαρτώνται ευθέως και από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΕ.
  • Υπολογίζεται ότι η ΕΥΕΔ στην πλήρη ανάπτυξή της να απασχολεί περί τα 2000 στελέχη.
  • Στοχοθετείται η αρμονική σύζευξη των βασικών αρχών που θα διέπουν την λειτουργία της ΕΥΕΔ (συνοχή των επιμέρους δράσεων της εξωτερικής πολιτικής, δημοκρατική νομιμοποίηση, ισότιμη μεταχείριση) και των ιδιαίτερων εθνικών συμφερόντων τους. Ήδη τα τρία μεγαλύτερα κράτη μέλη (ιδιαίτερα Γαλλία – Ηνωμένο Βασίλειο και εν μέρει η Γερμανία) προσπαθούν να ελέγξουν τον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΕΔ.
Τα μικρομεσαία (Ελλάδα, Βέλγιο, Αυστρία, Πορτογαλία, Λουξεμβούργο, κλπ) αλλά και ορισμένα νέα (πχ Σλοβενία, Κύπρος) κράτη μέλη της Ένωσης, έχουν συμφέρον ως προς την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης της Ένωσης.
Ειδικότερα, για κράτη μέλη της Ένωσης, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, αλλά και η Σλοβενία, με εξωτερικά σύνορα που γειτνιάζουν με τρίτες χώρες θεωρείται ότι:
  • Ενισχύεται η εξωτερική πολιτική τους, ενώ μειώνονται τα έξοδα των διοικητικών υπηρεσιών που σχετίζονται με θέματα εξωτερικής πολιτικής (π.χ. πρεσβείες σε τρίτες χώρες που δεν έχουν υψηλό ενδιαφέρον).
  • Με τη δημιουργία ξένων αντιπροσωπειών της ΕΕ σε τρίτες χώρες στα πλαίσια της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, πολλές ακριβές πρεσβείες σε τρίτες χώρες καθώς και η αντιπροσώπευση στους διεθνείς οργανισμούς θα γίνουν περιττές για τις μικρότερες χώρες.
  • Οι διπλωμάτες των μικρομεσαίων κρατών μελών, που θα υπηρετούν στα πλαίσια της Υπηρεσίας εξωτερικής Δράσης, θα είναι ενδεχομένως οι μόνοι αντιπρόσωποί τους σε πολλές τρίτες χώρες.
  • Τα μικρομεσαία κράτη μέλη διασφαλίζονται από τυχόν «απειλές» από τρίτες χώρες που συνορεύουν με αυτά (π.χ. Ελλάδα – Κύπρος), αφού πλέον η διαπραγμάτευση δεν θα γίνεται μεταξύ δύο κρατών μελών (κράτος μέλος της Ένωσης – τρίτη χώρα) αλλά μεταξύ της Ένωσης και της τρίτης χώρας. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να διοχετευθούν ακόμη περισσότεροι πόροι, που μέχρι σήμερα διατίθενται για την αμυντική θωράκιση των εν λόγω κρατών, σε άλλες πολιτικές πιο χρήσιμες, όπως π.χ. για την κοινωνική ευημερία και την ανάπτυξή τους.
  • Βέβαια, απαιτείται ο εκσυγχρονισμός (μεγαλύτερος εξευρωπαϊσμός) των αρμόδιων υπηρεσιών των ΥΠΕΞ των κρατών μελών της Ένωσης.
  • Οι διπλωμάτες των ΥΠΕΞ των κρατών μελών θα πρέπει να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη εξειδίκευση σε θέματα που άπτονται της ΕΕ (μεγαλύτερη εξειδίκευση στη διαπραγμάτευση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ).
Από την άλλη πλευρά, μεγάλα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ίσως αντιδράσουν στη θέσπιση ενός «ισχυρού» ευρωπαίου ΥΠΕΞ και της Υπηρεσίας Εξωτερικής δράσης. Ειδικότερα:
  • Είναι πιθανό να θεωρήσουν τον Υπουργό Εξωτερικών της Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης ως ενδεχόμενους ανταγωνιστές ως προς την εθνική διπλωματία τους.
  • Προκειμένου να προωθήσουν τα στρατηγικά ενδιαφέροντά τους παγκοσμίως, δεν θα είναι τόσο εύκολο να αποδεχθούν το «κλείσιμο» των πρεσβειών τους και να επιτρέψουν την αντικατάστασή τους από την διπλωματική υπηρεσία της ΕΕ.
  • Επίσης, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο στα πλαίσια της Διεθνούς Οργάνωσης Γαλλοφωνίας και της Κοινοπολιτείας, έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό lobby πολιτικής, πολιτιστικής, οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας, το οποίο δεν θα είναι εύκολο να αποδεχθεί τη μείωση του διπλωματικού του ρόλου.
Δεν είναι ακόμα σαφές ποιος τύπος θα χρησιμοποιηθεί σχετικά με την στελέχωση της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης. Ωστόσο:
  1. Τα μεγάλα κράτη μέλη ίσως χρησιμοποιήσουν το επιχείρημα ότι ο αριθμός των ευρωπαίων διπλωματών και στελεχών της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης θα πρέπει να ληφθεί σύμφωνα με το πληθυσμιακό κριτήριο.
  2. Η πρόταση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τα μεγάλα κράτη μέλη να εκπροσωπούνται από έναν αντίστοιχα μεγαλύτερο αριθμό διπλωματών στο νέο θεσμικό όργανο.
  3. Παράλληλα, κράτη μέλη, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εάν δεν εξυπηρετούνται επαρκώς τα συμφέροντά τους από την Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, θα μπορούσαν λόγω των ειδικών ενδιαφερόντων τους, να μην στελεχώσουν με τον αναμενόμενο αριθμό διπλωματών την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, ώστε να αποδυναμωθεί σκόπιμα ο ρόλος και η σημασία της.
  4. Το παραπάνω σενάριο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μικρομεσαίων κρατών μελών, ιδιαίτερα αυτών που αντιμετωπίζουν καθημερινά προβλήματα με γειτονικά κράτη που δεν είναι μέλη της ΕΕ.
  5. Μία λύση θα ήταν ενδεχομένως η στελέχωση της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης να λαμβάνει υπόψη τόσο το πληθυσμιακό όσο και το γεωγραφικό κριτήριο.
  6. Με τη θέσπιση του ευρωπαίου ΥΠΕΞ αλλά και της Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης αποδυναμώνεται η άσκηση εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο «διευθυντηρίου» που μέχρι σήμερα λειτουργεί εν τοις πράγμασι σε πολλούς τομείς της κοινοτικής δραστηριότητας.
Συμπεράσματα:
Στην παρούσα ανάλυση προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε με συνοπτικό τρόπο τη συζήτηση που αφορά στον Ευρωπαίο Υπουργό Εξωτερικών καθώς και στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Είναι σαφές ότι μετά το γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα έχει μεταβληθεί το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής συζήτησης, τόσο σε επίπεδο κοινωνιών, όσο και στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ. Ο διάλογος που διεξήχθη στην Ολλανδία, αλλά κυρίως στη Γαλλία (σ.σ. για την Ελλάδα, όπως είπαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας, δεν γεννάται καν λόγος, επειδή εμείς ή οι "άλλοι" όλα τα έχουμε ή μας τα έχουν τακτοποιημένα!!), με αφορμή τα δημοψηφίσματα εμπεριείχε ένα κυρίαρχο μήνυμα: «Ενώ οι ευρωπαίοι πολίτες μιλούν/ανησυχούν για το κοινωνικό κράτος, τη μετανάστευση και την ανεργία, οι πολιτικές ηγεσίες ασχολούνται με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Η παραπάνω διαφοροποίηση των προτεραιοτήτων ώθησε πολλούς αναλυτές να μιλήσουν για μια βαθιά, κατά κύριο λόγο, πολιτική κρίση που διέρχεται η Ένωση.
Όμως, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αναπτύχθηκε μέσα από διαδοχικές κρίσεις. Διαχρονικά, κάθε κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε ως ζητούμενο τη δημοκρατικοποίηση των θεσμών της και συνολικότερα την ισχυροποίησή της ως διεθνικού δρώντα στο διεθνές σύστημα, ενώ σε διακύβευση ήταν η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και η παρούσα κρίση θα πρέπει να έχει ως ζητούμενο και διέξοδο την ισχυροποίηση της Ένωσης. Όσο πιο ισχυρούς υπερεθνικούς θεσμούς διαθέτει η Ένωση, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για μια πιο ισχυρή Ευρώπη με συνεκτικές πολιτικές που θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών. Η κρίση συνήθως συνεπάγεται πρόσκαιρη οπισθοδρόμηση. Όμως, ένα βήμα πίσω μπορεί στο μέλλον να οδηγήσει σε δύο βήματα εμπρός.
Είτε η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη είναι νεκρή, όπως υποστηρίζουν οι ευρωσκεπτικιστές και αρκετοί αναλυτές, είτε παραμένει ζωντανή μετά και το αποτέλεσμα του τελευταίου δημοψηφίσματος στο Λουξεμβούργο, η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν πρέπει να ανασταλεί. Ήδη πριν το γαλλικό δημοψήφισμα είχε ανοίξει η συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι για το “Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Υπάρχουν πολλά σενάρια που αφορούν κυρίως στη μελλοντική θεσμική διάρθρωση της Ευρώπης. Το λεγόμενο “plan B” περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των διατάξεων που αφορούν τον ΕΥΠΕΞ και την ΕΥΕΔ στη Συνθήκη της Νίκαιας.
Η συγκεκριμένη προοπτική, παρόλα τα νομικά και πολιτικά εμπόδια που ενδέχεται να συναντήσει, θα ισχυροποιήσει το διεθνή ρόλο της Ένωσης διαμορφώνοντας μια πιο συνεκτική και αξιόπιστη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, η οποία μελλοντικά μπορεί να αποκτήσει ισχυρότερες λειτουργικές ικανότητες. Η ιδέα της ενσωμάτωσης τόσο του ΕΥΠΕΞ όσο και της ΕΥΕΔ στη Συνθήκη της Νίκαιας εμφανίζει σημαντικό ποσοστό συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών, παρόλο που ενδέχεται να υπάρξουν αντιθέσεις σε επιμέρους διατάξεις.
Αναδεικνύεται ως επιτακτική ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναπτύξει ισχυρή εξωτερική πολιτική σε περιοχές όπως η Μ. Ανατολή, η Κίνα και η Ρωσία. Οι «απειλές» έναντι της ευρωπαϊκής ασφάλειας προέρχονται κυρίως από τις συγκεκριμένες περιοχές. Εξάλλου, οι «ασύμμετρες» απειλές, όπως η διεθνής τρομοκρατία, υποχρεώνουν σε κοινή συσπείρωση κράτη και κυβερνήσεις για ανάπτυξη και συντονισμό κοινών δράσεων στον τομέα άσκησης και ενίσχυσης της εξωτερικής πολιτικής.
Στα παραπάνω πλαίσια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να προβεί σε ορισμένες θεσμικές βελτιώσεις στην νομική βάση των υπαρχουσών Συνθηκών, έτσι ώστε ορισμένα από τα θετικά «κεκτημένα» της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης να μην πάνε χαμένα…