Σάββατο 8 Μαΐου 2010

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνικών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…
  

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνιλών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…
  

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»