Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

“Τα πραγματικά αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης”*

Επειδή πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας για την επερχόμενη οικονομική κρίση, πλην, όμως, στην κριτική προσέγγιση των αιτίων που την προκάλεσαν και εξακολουθούν να την προκαλούν διαβλέπω σημαντικά κενά, καθώς, κατ’ουσίαν, προσδιορίζουν τα συμπτώματα της νόσου και όχι τα αίτια αυτής, για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμη η παράθεση του παρόντος πονήματος, με το οποίο ευελπιστώ ότι θα μπορέσει να κατανοήσει ο μέσος πολίτης το τι ακριβώς συμβαίνει, μακριά από τις όποιες – ενδεχομένως - πολιτικές συγκάλυψης. Τι σήμαινε, άραγε, η πρόσφατη δήλωση του Πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν ότι θα χρειαστούμε ένα νέο Μπρέττον Γούντς (Bretton Woods);
Από τις αρχές, λοιπόν, του προηγούμενου αιώνα, η μεγάλη ανάγκη που υπήρξε για την καθιέρωση ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος για τη διευκόλυνση του διαρκώς αναπτυσσόμενου διεθνούς εμπορίου, οδήγησε στην εκ των πραγμάτων καθιέρωση του κλασικού κανόνα του χρυσού.
Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, κάθε χώρα καθόρισε μια συγκεκριμένη ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος με τον χρυσό. Το σύστημα αυτό ίσχυσε από την αρχή του 20ού αιώνα έως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν σταδιακά το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε από τις χώρες που το ακολουθούσαν έως τότε. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως τη δεκαετία του 1920 υπήρξε μια διεθνής προσπάθεια για την επαναφορά του συστήματος του κανόνα του χρυσού με πολλά προβλήματα και πολλές δυσλειτουργίες. Έτσι, οι ΗΠΑ καθόρισαν την αντιστοιχία 1 ουγκιάς χρυσού στα 35 δολάρια.
Όμως, με το ξέσπασμα του κραχ του 1929 και της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανθρωπότητα γνώρισε μια περίοδο πολύ μεγάλης νομισματικής αστάθειας με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων που οδηγούσε σε υπερπληθωριστικές τάσεις με φυσικό επακόλουθο τη διαταραχή της νομισματικής σταθερότητας και των εμπορικών συναλλαγών. Έτσι, προς το τέλος του πολέμου (1944), πραγματοποιήθηκε η Νομισματική και Χρηματοοικονομική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, ευρύτερα γνωστή ως η Διάσκεψη του Bretton Woods, από το ομώνυμο παραθεριστικό θέρετρο της πολιτείας Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, όπου παραβρέθηκαν 730 συμμετέχοντες από 45 συμμαχικές χώρες. Εκεί αποφασίστηκε η δημιουργία:
α) Του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) - πολύ γνωστού σε μας τους Έλληνες και ενδεχομένως λίαν συντόμως εκ νέου πελατών του - το οποίο ουσιαστικά διαδραμάτισε μεταπολεμικά το ρόλο μιας διεθνούς τράπεζας, που δάνειζε τις χώρες όταν είχαν προβλήματα διατήρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας τους, παρέχοντας συγχρόνως συμβουλές ή θέτοντας όρους σχετικά με την άσκηση οικονομικής πολιτικής,
β) Της Παγκόσμιας Τράπεζας (Π.Τ.), η οποία πρακτικά ανέλαβε την εκπόνηση μελετών, την παροχή συμβουλών και την υλοποίηση προγραμμάτων χρηματοδότησης επενδύσεων κυρίως υποδομών σε αναπτυσσόμενες χώρες.
γ) Του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, που έγινε γνωστό ως το σύστημα του Bretton Woods και το οποίο ίσχυσε έως το 1971. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε χώρα που συμμετείχε αναλάμβανε την υποχρέωση να ασκήσει τέτοια νομισματική πολιτική που να διατηρεί τη συναλλαγματική της ισοτιμία σταθερή σε μια καθορισμένη τιμή, συν/πλην 1% σε σχέση με το δολάριο, ενώ το δολάριο διατηρούσε σταθερή ισοτιμία με τον χρυσό και ήταν άμεσα μετατρέψιμο σε αυτόν εφόσον το απαιτούσαν οι ξένες κεντρικές τράπεζες.
Το σύστημα αυτό διέφερε από το κλασικό σύστημα του κανόνα του χρυσού των αρχών του 20ού αιώνα στο ότι οι ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν ήταν σταθερές μεν σε σχέση με τον χρυσό, δεν ήταν όμως τα νομίσματά τους απευθείας μετατρέψιμα σε χρυσό. Μετατρεψιμότητα σε χρυσό διατηρούσε μόνο το αμερικάνικο δολάριο στην τιμή των 35 δολαρίων ανά ουγκιά χρυσού. Οι υπόλοιπες χώρες καθόριζαν τις ισοτιμίες τους σε σχέση με τον χρυσό μόνο έμμεσα καθώς υπολόγιζαν τη σχέση εθνικού νομίσματος ανά ουγκιά χρυσού που επιθυμούσαν και όριζαν αντίστοιχα την ισοτιμία τους με το δολάριο.
Το δολάριο έτσι αντικατέστησε στις συναλλαγές τον χρυσό και έγινε το διεθνές αποθεματικό και «παρεμβατικό νόμισμα» για τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όπως είπαμε οι συμμετέχουσες χώρες στο σύστημα ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν την ισοτιμία τους με το δολάριο σταθερή με μικρές μόνο αποκλίσεις της τάξης του 1% από την κεντρική-ορισμένη ισοτιμία. Για να επιτευχθεί η σταθερότητα αναλάμβαναν να αγοράσουν ή να πουλήσουν την απαραίτητη ποσότητα σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα ώστε να βρίσκεται η ισοτιμία τους μέσα στα στενά όρια του +/- 1% από τις κεντρικές ισοτιμίες.
Ακόμα, σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι επί μέρους χώρες μπορούσαν, αν υπήρχε σχετική νομισματική αναγκαιότητα, να προχωρήσουνε σε υποτίμηση του εθνικού τους νομίσματος έως και 10% χωρίς την άδεια αλλά με την επίβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αν υπήρχε αναγκαιότητα για υποτίμηση μεγαλύτερη του 10%, τότε έπρεπε να υπάρχει σχετική έγκριση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το νέο αυτό σύστημα καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το δολάριο κατά την επόμενη δεκαετία του 1950 άρχισε να φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα με τη μορφή της μεγάλης ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Ταυτόχρονα όμως οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες την ηγεμονική θέση του δολαρίου, άρχισαν να εμφανίζουν σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους καθώς συντηρούσαν ένα πλαστό επίπεδο υψηλής διαβίωσης πληρώνοντας τις εισαγωγές τους με δολάρια που τύπωναν ανεξέλεγκτα οι ίδιες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ένα αίσθημα νευρικότητας και έρπουσας ανησυχίας για το παρόν και κυρίως το μέλλον του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος.
Τα αυξανόμενο ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών σήμαινε ότι όλο και μεγαλύτερη ποσότητα «πληθωριστικών δολαρίων» διοχετευόταν στο εξωτερικό. Τα ελλείμματα αυτά, καθώς συντηρούνταν επί σειρά ετών, άρχισαν να δημιουργούν αμφιβολίες στις διεθνείς χρηματαγορές για τη δυνατότητα που είχαν οι ΗΠΑ να μετατρέψουν τα δολάρια σε χρυσό. Όταν, λοιπόν, ο γάλλος πρόεδρος Ντε Γκολ απαίτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τη μετατροπή δολαρίων σε χρυσό και οι ΗΠΑ με πρόεδρο τον Νίξον αρνήθηκαν να το πράξουν, το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods κατέρρευσε (1971) και οι ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά και αμετάκλητα τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.
Έτσι αρχίζει η νεότερη εποχή των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, στη διάρκεια της οποίας οι ΗΠΑ συνέχισαν να εξάγουν πληθωριστικά δολάρια στον κόσμο, με συνέπεια τις πετρελαϊκές κρίσεις και τη μακροχρόνια τάση υποτίμησης του δολαρίου χωρίς να βρεθεί, εντούτοις, ένα νέο σημείο διεθνούς νομισματικής ισορροπίας.
Εμείς κάνουμε δήθεν ότι τους πληρώνουμε και εκείνοι κάνουν πως δέχονται τα δήθεν χρήματά μας, και μας πωλούν τα προϊόντα τους..." έτσι περιγράφει χαρακτηριστικά αυτήν την απατηλή συναλλαγή ο μεγάλος αμερικανός "guru", οικονομικός αναλυτής και επενδυτικός σύμβουλος Richard Russell. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής έχουν πλέον γίνει αντιληπτά στις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον κόσμο. Παγκόσμιες "Φούσκες" παντού!...Στα χρηματιστήρια, στο real estate, στο πετρέλαιο, στα αγαθά.
Γιατί όμως τα όλο και χαμηλότερης αξίας δολάρια των ΗΠΑ εξακολουθούν να γίνονται δεκτά από τους πάντες; Ένας λόγος είναι η υποχρέωση αγοράς πετρελαίου μόνο σε δολάρια. Αφού λοιπόν όλες οι χώρες χρειάζονται πετρέλαιο, είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν δολάρια, το οποία χρησιμοποιούν για να το αποκτήσουν. Στη συνέχεια τα πετροδολάρια αυτά κατατίθενται σε αμερικανικές τράπεζες και ο κύκλος ξαναρχίζει. Ο Σαντάμ βέβαια έσπασε αυτή τη συμφωνία ΗΠΑ και πετρελαιοπαραγωγών χωρών δεχόμενος ευρώ, αλλά γνωρίζουμε τι έπαθε για αυτή του την αδιακρισία, ενώ το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει τώρα και το Ιράν που συμπτωματικά φαίνεται πως θα είναι ο επόμενος στόχος.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος για τη σχετική σταθερότητα του δολαρίου. Οι ασιατικές χώρες με πρώτη πλέον την Κίνα αγοράζουν συνεχώς επί σειρά ετών κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, για να κρατήσουν σταθερή την ισοτιμία του νομίσματός τους με εκείνο του μεγαλύτερου πελάτη τους (των ΗΠΑ), αλλά και για να μπορεί η τελευταία να χρηματοδοτεί το τεράστιο χρέος της. Η Κίνα κατείχε χρεόγραφα αξίας 585 δισ. δολαρίων, ενώ η Ιαπωνία είχε ομόλογα αξίας 573,2 δισ.δολαρίων. Η χώρα που έρχεται τρίτη στον κατάλογο των κατόχων χρεογράφων της αμερικανικής κυβέρνησης είναι η Βρετανία με 228,4 δισ. δολάρια.
Το γεγονός ότι η Κίνα έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο δανειστή των ΗΠΑ, της δίνει τη δυνατότητα να ασκεί μιας μορφής πίεσης όσον αφορά στην προστασία των κινεζικών επενδύσεων στην χώρα αυτή. Ο πλεονασματικός προϋπολογισμός καθώς και ο σχεδόν εκμηδενισμός του εξωτερικού χρέους αναδεικνύουν τα ισχυρά στοιχεία της οικονομίας του Πεκίνου, πιστώνοντας του την επιτυχία του μοντέλου του αυταρχικού καπιταλισμού.
Θα πρότεινα πάντως σε όσους επιχαίρουν για τα μελλοντικά προβλήματα της μόνης υπερδύναμης να σταματήσουν να χαμογελούν. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και τα όποια προβλήματά τους θα προκαλέσουν κλυδωνισμούς σε όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου, τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο και φανατικούς θρησκευόμενους με μεγάλη επιρροή στην διακυβέρνηση της χώρας.
Όταν ο πλούσιος κινδυνεύει να γίνει φτωχός φοβάται τόσο πολύ που αποδεικνύεται αφάνταστα πιο αδίστακτος, σκληρός και επικίνδυνος από τον φτωχό που απλώς ζητάει περισσότερα από τα λίγα που έχει ήδη. Μην εκπλαγείτε, λοιπόν, αν την επόμενη πυρηνική βόμβα δεν την ρίξει κάποιος τρομοκράτης ή παρανοϊκός δικτάτορας, αλλά η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, όπως θέλει να αποκαλείται…

*βλ. το αξιόλογο άρθρο του Κ.Καλλωνιάτη, με τίτλο "από το χρυσό στο δολάριο", που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, στο φύλλο της 2/11/2008 και το άρθρο με τίτλο "πότε θα τερματιστεί η ηγεμονία των ΗΠΑ", που δημοσιεύτηκε στις 31/5/2007 στο μπλοκ με τίτλο "Ο κόσμος του Αύριο".