Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

“Τι προκαλεί και πού οδηγεί (;) η αγανάκτηση;”


Την τελευταία δεκαετία, ως χώρα, δείξαμε υπέρμετρη χαλάρωση. Ξεχάσαμε την επίπονη περίοδο λιτότητας, που περάσαμε, προκειμένου να μπούμε στο σκληρό πυρήνα των χωρών της Ευρώπης και το άφθονο ζεστό χρήμα που εισέρευσε μας έκανε να ζούμε σε μια πλασματική κατάσταση ευδαιμονίας. 
Ξαφνικά, αισθανθήκαμε οικονομική υπερδύναμη και μετρούσαμε την οικονομική ανάπτυξή μας με βάση το δείκτη τιμών του καταναλωτή. Όσο πιο πολύ καταναλώναμε, τόσο πιο πολύ αισθανόμασταν ότι η οικονομία μας πάει προς το καλύτερο. Μια οικονομία, όμως, κατά βάση υπηρεσιών, με απαρχαιωμένες υποδομές και με ανατολίτικη φιλοσοφία, χωρίς ουσιαστική ανταγωνιστικότητα, την έλλειψη εσόδων της οποίας αναπληρώναμε με περισσή ευκολία με τα δανεικά που μας δίνονταν πλουσιοπάροχα από την διεθνή τραπεζική αγορά, έτσι ώστε φτάσαμε να παριστάνουμε τους καμπόσους, ιδίως στον βαλκανικό μας περίγυρο!
Όλοι χαλαρώσαμε. Πρωτίστως, οι πολιτικοί, οι οποίοι ξέχασαν την ιστορική ευθύνη που διαχρονικά υπάρχει για όποιον θέλει να αναλάβει την ευθύνη διαχείρισης των υποθέσεων μιας χώρας και με τις άμετρες σπατάλες και την αθρόα ψηφοθηρική ένταξη ενός απίστευτου αριθμού πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, γιγάντωσαν το Δημόσιο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτιναχθούν οι απαιτήσεις για μισθοδοσίες και συντάξεις στα ύψη. 
Στη επικρατήσασα λογική του ότι “ο καθένας κάνει ό,τι θέλει σ’ αυτή τη χώρα” και ο επαγγελματικός κόσμος έδειξε περισπούδαστη ικανότητα στην απόκρυψη εισοδημάτων, με αποτέλεσμα η φοροδιαφυγή να αποτελέσει εθνικό άθλημα, ολυμπιακών επιδόσεων. 
Ποιος, όμως, στον συλλογικό αυτή κατήφορο αγωνιούσε;; Ελάχιστοι και αυτοί με το ζόρι ακουγόταν η φωνή τους, αφού εύκολα χαρακτηρίζονταν κινδυνολόγοι και “Κασσάνδρες”.
Κι ύστερα ήρθε η καταγίδα και μαζί της έφερε την περικοπή της διασκέδασης, της αγοράς καταναλωτικών ειδών, ηλεκτρονικών συσκευών, των μετακινήσεων, την μείωση των δαπανών στο ρεύμα και τη τηλεφωνία, την αναζήτηση προσφορών και ευκαιριών, ακόμη και σε σουπερμάρκετ, την αναβολή πολλών επιλογών, που, με τις κρατούσες στο πρόσφατο παρελθόν συνθήκες, θα υλοποιούνταν ως πλέον ζωτικές και άμεσης προτεραιότητας, τον περιορισμό των φροντιστηρίων των παιδιών μας, κ.ο.κ. Οι λογαριασμοί πλέον παραμένουν για πολύ καιρό απλήρωτοι. Η οικονομική κρίση είναι εδώ και κάθε ελληνικό νοικοκυριό μετράει πλέον διαφορετικά τα ευρώ που ξοδεύει.
Κι ύστερα, αγανακτήσαμε και βγήκαμε στους δρόμους και στις πλατείες και φωνάξαμε και βρίσαμε και χλευάσαμε και γιαούρτια πετάξαμε. Εναντίον ποιανού, όμως; Εναντίον όλων, όσων θεωρούμε ότι φταίνε για τον κατήφορο, που πήραμε…
Η αγανάκτηση αυτή απέκτησε και πολιτική επιχειρηματολογία. Να φύγουμε, γενικά και αόριστα, από το Μνηµόνιο, να, να, …
Εννοείται ότι στη συνθηματολογία αυτή απουσιάζει οποιουδήποτε είδους διάθεση αυτοκριτικής από τον έλληνα πολίτη, ο οποίος, εννοείται πως δεν φταίει για τίποτα, απεναντίας το ανάθεµα απευθύνεται κατ’ αποκλειστικότητα στους κακούς πολιτικούς και τους Ευρωπαίους που τον έφεραν στη σημερινή, εξαιρετικά δυσµενή θέση. 
Εάν η αγανάκτηση προκλήθηκε επειδή κινδυνεύουμε να χάσουμε τα «κεκτημένα», τότε, συγνώμη, αλλά αυτή η κίνηση δεν βλέπω το πώς μπορεί να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, το πώς θα επιφέρει την αλλαγή στο δημόσιο ήθος και στα ανατολίτικα ήθη μας. Αντιθέτως, εάν αποκτήσει δυναμικότερη έκφραση, τότε το πλέον βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε τροχιά περιδίνησης με καταστροφικά αποτελέσματα. 
Εάν, όμως, η αγανάκτηση αποτελέσει την αφορμή για βαθύτερες και ουσιαστικότερες σκέψεις και μας οδηγήσει στην διατύπωση ουσιαστικών και εφικτών προτάσεων, τότε, ναι, μπορεί η παρούσα κρίση να αποτελέσει την αφορμή, αλλά και την ευκαιρία για μια πραγματική ανέλιξη της κοινωνίας μας προς το καλύτερο, η οποία δεν μετριέται μόνον με τους δείκτες της οικονομίας, ούτε και της καταναλωτικής μας δύναμης, που έχουν πρόσκαιρη αξία, αλλά θα επηρεάσουν διαχρονικά την πορεία μας προς το μέλλον... Αλλά ποιος σκέφτεται το μέλλον, όσο υπάρχει το παρόν;;