Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

“O tempora, o mores! Και τα διαχρονικά προβλήματα της αγροτικής οικονομίας ”

Τώρα που τα τρακτέρ αποσύρθηκαν από τις εθνικές οδούς και κατακάθισε η σκόνη στις παρακαμπτηρίους οδούς, απ’ όπου διοχετευόταν η κίνηση των οχημάτων, με αποτέλεσμα να δράξουμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε και πάλι τις …ομορφιές του δευτερεύοντος και τριτεύοντος οδικού δικτύου της χώρας μας, είναι πλέον κατάλληλες οι συνθήκες, μέσα στην ευρύτερη συζήτηση επί των οικονομικών θεμάτων, να ξεδιαλύνουμε το τι συμβαίνει και με την αγροτική μας οικονομία και ποια είναι η θέση της μέσα στο γενικότερο Ευρωπαϊκό περιβάλλον; Πού και πώς οδεύουμε;
Ιστορικά, όταν δημιουργήθηκε το 1962 η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), στόχο είχε να ενοποιήσει την Αγροτική Πολιτική των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να καταστεί αυτάρκης. Μέσα από ένα σύνολο νόμων, σχετικών με την γεωργία και την διακίνηση αγροτικών προϊόντων και όλων των παραμέτρων που απορρέουν από αυτές, όπως η σταθερότητα των τιμών, η ποιότητα των προϊόντων, η επιλογή προϊόντων, η χρήση του εδάφους και η απασχόληση στον αγροτικό κλάδο, προτάχθηκε η διάθεση τροφίμων στους Ευρωπαίους καταναλωτές σε ανεκτές τιμές αλλά και τη δίκαιη αμοιβή των παραγωγών και την, κατ’ επέκταση, εξασφάλιση λογικού βιοτικού επιπέδου για τους γεωργούς.
Στα πλαίσια αυτά η ΚΑΠ, η οποία απορροφούσε πάνω από το 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού, επιδοτούσε την παραγωγή των βασικών ειδών διατροφής. Με τη πάροδο του χρόνου, όμως, η Ευρωπαϊκή οικονομία μεταμορφώθηκε από αγροτική οικονομία, σε οικονομία παροχής πληροφοριών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ο αγροτικός πληθυσμός να μειωθεί από 20% πριν 50 χρόνια, στο 4% σήμερα. Η διεύρυνση των 10 νέων μελών το 2004, είχε άμεση επίπτωση στην ΚΑΠ, επειδή ο αγροτικός πληθυσμός της Ένωσης, αυξήθηκε σχεδόν κατά 70%. Σήμερα, η ΚΑΠ καταλαμβάνει περίπου το 40% του κοινοτικού προϋπολογισμού και περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι (οι περισσότεροι στη Πολωνία) απασχολούνται στο τομέα της γεωργίας.
Και φθάσαμε μοιραία στην νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται από το 2006, εισάγοντας μια νέα μέθοδο επιδοτήσεων, η οποία άλλαξε δραματικά το παραγωγικό, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον. Η νέα ΚΑΠ, από επιδοτήσεις στα βασικά είδη διατροφής, έδωσε έμφαση στις άμεσες πληρωμές στους γεωργούς. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση «οι επιδοτήσεις για τη παραγωγή μειώνονται δραστικά και αντικαθίστανται από τις άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς». Πάντως, «η χορήγηση των ενισχύσεων αυτών εξαρτάται από την τήρηση κανόνων για το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων, την υγεία των ζώων και των φυτών, τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων, καθώς και τη διατήρηση των γεωργικών εκτάσεων σε καλή κατάσταση, τόσο όσον αφορά τη γεωργία όσο και τη διατήρηση του φυσικού τοπίου».
Προς το καλύτερο και προς το χειρότερο – όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Η καινοτομία της νέας μεθόδου έγκειται στην αποδέσμευση της επιδότησης από το είδος και την ποσότητα της παραγωγής. Ο αγρότης επιδοτείται με καθορισμένο ποσόν ανά στρέμμα καλλιεργούμενης έκτασης, και, για την πρώτη τριετία εφαρμογής τουλάχιστον, ουσιαστικά δεν ελέγχεται καν αν έχει παράγει προϊόν. Μετά το 2009, όμως, η ΚΑΠ θα επανεκτιμηθεί και οι επιδοτήσεις θα παραμείνουν μόνον υπό προϋποθέσεις.
Το παλαιό καθεστώς επιδοτήσεων, ανά ποσότητα, προήγαγε συμπεριφορές εξαπάτησης, υποβάθμισης των προϊόντων και του περιβάλλοντος, ακόμη και εκβιασμού του κοινωνικού σώματος, όταν ο αποκλεισμός της χώρας από τα τρακτέρ έφθασε να είναι τα κύριο διαπραγματευτικό όπλο των επιδοτούμενων αγροτών.
Εξάλλου, η επιδότηση, με ευθύνη των κυβερνήσεων και των ίδιων των αγροτών, δεν χρησιμοποιήθηκε ως αναπτυξιακό εργαλείο για αναδιάρθρωση καλλιεργειών και μετασχηματισμό του παραγωγικού ιστού, αλλά χρησιμοποιήθηκε κυρίως για πρόσκαιρη ανακούφιση, για εφησυχασμό, ακόμη και για παραπλάνηση.
Τις σκληρές αλήθειες κανείς δεν τις λέει έτσι όπως πρέπει, αλλά και κανείς δεν θέλει να τις ακούσει. Μολαταύτα, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία απλά επιβεβαιώνουν τον εφιάλτη που ζουν σήμερα οι έλληνες αγρότες. Το αγροτικό εισόδημα έχει μειωθεί κατά 16% στα τελευταία πέντε χρόνια, η αξία της γεωργικής παραγωγής έχει μειωθεί κατά 24%, οι αγρότες εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες το επάγγελμα τους, σύμφωνα δε με τα επίσημα στοιχεία, το 2006 και το 2007 εγκατέλειψαν την γεωργία 40.000 αγρότες, φτάσαμε πια σε μονοψήφιο αριθμό απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα (γύρω στο 9,5% του ενεργού πληθυσμού) από 17% που ήταν το 2000.
Δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς οι δυνατότητες μετασχηματισμού των καλλιεργειών, προσαρμογής στα νέα καταναλωτικά ήθη, αλλά και στον ανταγωνισμό από τα φθηνά προϊόντα τρίτων χωρών. Όσοι φρόντισαν για την προκοπή την ατομική και του τόπου τους, προέβησαν σε αλλαγές και προσαρμογές – δυστυχώς λίγοι. Για τους πολλούς, δυστυχώς, η επιδότηση συνέβαλε στην απαξίωση της γεωργίας και την εξαχρείωση των
Kοινοτήτων.
Πολλοί ήταν μάλιστα αυτοί που είχαν θεωρήσει ότι η αποδέσμευση της επιδότησης από την παραγωγή μάλλον θα εξαφάνιζε τα τρακτέρ από τις εθνικές οδούς - εδώ έπεσαν έξω -, όπως αναμενόμενο ήταν ότι θα εξαφάνιζε την καλλιέργεια καπνού, θα μείωνε την παραγωγή ελαιολάδου και θα εξαφάνιζε ολόκληρους κλάδους της μεταποίησης. Οι μεταποιητικές βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις που συνδέονται με την κατεργασία και εμπορία αγροτικών προϊόντων, όπως καπνεργοστάσια και εκκοκκιστήρια, έχουν αρχίσει προ πολλού να μετεγκαθίστανται εκτός Ελλάδος, με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών και την απασχόληση. Ταυτόχρονα, όμως, πρόβαλε και ως υστάτη ευκαιρία – μάλλον, επείγουσα προειδοποίηση– για αναδιάρθρωση και μετασχηματισμό, η οποία, όμως, ουδέποτε έγινε.
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή Κοινή Αγροτική Πολιτική, αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων και κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, οδηγεί σε οδυνηρές και βαθιές αναδιαρθρώσεις όχι μόνο των παραγωγικών δομών αλλά και των κοινωνιών.
Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας κινδυνεύει με κατάρρευση. Όμως αυτά δεν μπορούν να κρύψουν τις βαριές ευθύνες ιδίως της κυβέρνησης της Ν.Δ., που τα τελευταία 5 χρόνια, χωρίς στρατηγική και όραμα, διαχειρίστηκε τεράστιους εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, ανακατανέμοντάς τους προς όφελος των λίγων, κατασπαταλώντας τους σε έργα βιτρίνας και όχι υποδομών και εκσυγχρονισμού της παραγωγής και τους μοίρασαν με αδιαφάνεια για να τροφοδοτήσουν τους μηχανισμούς διαιώνισης της πολιτικής τους εξουσίας. Η, συνεπεία των προσφάτων αγροτικών κινητοποιήσεων, εσπευσμένη επίσκεψη του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης στις Βρυξέλες, προκειμένου να πείσει για την εκταμίευση οικονομικής ενίσχυσης 500 εκ. ευρώ για τους Έλληνες αγρότες καταδεικνύει τον ευκαιριακό, σπασμωδικό και χωρίς όραμα τρόπο αντιμετώπισης των διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ σε ό,τι αφορά τα πρόστιμα για την κακή διαχείριση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχουμε επιβαρυνθεί, ως χώρα, με κοινοτικά πρόστιμα 1 δις ευρώ για την ιδιοτελή κακοδιαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων. Βρισκόμαστε, επίσης, πολύ κοντά στην παρακράτηση του 10% των κοινοτικών πόρων που λαμβάνουν οι Έλληνες αγρότες για τους ίδιους λόγους. Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένοι με τους καθυστερημένους και κατά κανόνα αναξιόπιστους ελέγχους που κάνουν οι αρμόδιοι στον αγροτικό τομέα της οικονομίας μας. Ο αντικοινοτικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων των Ελλήνων παραγωγών - και όχι μόνον - από την κυβέρνηση Καραμανλή ενισχύει τη διαδικασία ευρωπαϊκής περιθωριοποίησης της Ελλάδας. Δεν απέχει χρονικά η στιγμή που το κόστος στήριξης του ελληνικού αγροτικού τομέα θα αρχίσει να περνά σταδιακά από τον κοινοτικό στον κρατικό προϋπολογισμό, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στους Έλληνες φορολογούμενους, που θα πρέπει να καλύψουν και αυτόν το λογαριασμό.
Η αναζωογόνηση του αγροτικού τομέα απαιτεί ριζική αλλαγή της ΚΑΠ υπέρ των μικρομεσαίων αγροτών, επεξεργασία ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, με μείωση του κόστους παραγωγής, με καταπολέμηση των «καρτέλ» στην επεξεργασία και εμπορία αγροτικών προϊόντων και τη στήριξη των τοπικών ποιοτικών προϊόντων και των συλλογικών μορφών οργάνωσης των παραγωγών, ώστε να έχουν κυρίαρχο ρόλο στη μεταποίηση και εμπορία. Απαιτούνται άμεσα μέτρα στήριξης της ζωής στην ύπαιθρο, παροχή ειδικών κινήτρων εγκατάστασης νέων αγροτών, εξασφάλιση ισότητας δικαιωμάτων και ευκαιριών ανδρών και γυναικών καθώς και ουσιαστική βελτίωση της θέσης των «εργατο-αγροτών» και «οικονομικών μεταναστών».
Σε μια εποχή έντονων κοινωνικών αντιθέσεων και μεγάλης προβολής των ατομικών λύσεων σε βάρος κάθε τι οργανωμένου και συλλογικού, η αδρανοποίηση, ο εκφυλισμός και η χρεοκοπία των αγροτικών συνεταιρισμών, η απώλεια του αγωνιστικού προσανατολισμού των αγροτικών συλλόγων και η μετατροπή τους στον ένα ή τον άλλο βαθμό σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και προθαλάμους παραγοντισμού και εκλογικών μηχανισμών νομής της εξουσίας, καθιστά δύσκολες, αν όχι αδύνατες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, πρωτίστως, όμως, απαιτείται βούληση, Εθνική Στρατηγική και ουσιαστικός σχεδιασμός, που θα εκφράζει τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών, κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Μόνο που τίποτε από αυτά δεν είναι εφικτός στόχος την περίοδο που διανύουμε, καθώς η παρούσα Κυβέρνηση, με μόλις 5 χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας, έχει εμφανίσει έντονα σημάδια πρόωρης γήρανσης, οι εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις αποδείχθηκαν κακόγουστο ανέκδοτο και η επικληθείσα ανάγκη αντιμετώπισης των οξύτατων οικονομικών προβλημάτων, χάριν της οποίας υποτίθεται ότι προκηρύχθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2007 οι πρόωρες εκλογές, αποδείχθηκε πρόφαση για την διατήρηση της νομής της εξουσίας, προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων μιας ισχνής μειοψηφίας, αντί της κοινωνίας, ως σύνολο…
"O tempora! O mores!" και σε ελληνική απόδοση "Ω, τι καιροί, τι ήθη!..."