Κυριακή 22 Απριλίου 2012

“Ποιό είναι το διακύβευμα των προσεχών εκλογών;”

Μπήκαμε πια και επίσημα στην προεκλογική περίοδο και ήδη τα Κόμματα παρουσίασαν τις λίστες των υποψηφίων βουλευτών τους, ξεδιπλώνουν το “πρόγραμμά” τους, ενώ παράλληλα άρχισαν να προβάλλονται στα ΜΜΕ τα διαφημιστικά σποτ τους, με θεματολογία, που σαφέστατα δεν απαντά στα ακανθώδη προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες αυτής της χώρας, ούτε και στο τι πρέπει να γίνει για να επανέλθει η ανάπτυξη, αντιθέτως επικεντρώνονται σε “πιασάρικες” εκφράσεις, όλο αοριστία και με υπονοούμενα, τα οποία καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο κάθε ψηφοφόρος, όπως η καφετζού της γειτονιάς, περιστρέφοντας το φλιτζάνι με περισπούδαστη σοβαρότητα.
Κι, όμως, το ζητούμενο δεν είναι ποιο τοπικό στέλεχος κόμματος “κόπηκε” στο νήμα της ανακήρυξης των υποψηφίων ή ποιος υποψήφιος βουλευτής προβλέπεται πως θα εκλεγεί ή όχι, ούτε το πόσες έδρες θα συγκεντρώσει το α΄ ή β΄ Κόμμα, αυτά πλέον δεν έχουν καμία απολύτως σημασία και σε τελική ανάλυση η εμπειρία του τρόπου άσκησης της Δημοκρατίας στο τόπο μας τα τελευταία τριάντα (30) τουλάχιστον χρόνια έχει δείξει ότι όποιος και να εκλεγεί βουλευτής, δεν πρόκειται να του επιτραπεί να συμπράξει στη διαμόρφωση της πολιτικής του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, όσο καλή θέληση και να έχει, αντίθετα θα καλείται να υπερψηφίζει αυτά που μια κλειστή ομάδα εξουσίας θα αποφασίζει υπό την απειλή της αποπομπής του από την κοινοβουλευτική ομάδα. Είναι κι αυτό ένα από τα παθογόνα νοσήματα της Δημοκρατίας μας, που χρήζει άμεσης ίασης. 
Ούτε το ζητούμενο είναι ποιο από τα κόμματα θέλει μια μεγάλη ή μια μικρή Ελλάδα, όπως διατυμπανίζει υποκριτικά τηλεοπτικό σποτ της Ν.Δημοκρατίας, αφού η Ελλάδα κατάντησε μικρή και ανυπόληπτη, ανυπεράσπιστο θύμα στις ορέξεις των δανειστών, με ευθύνη των δύο μεγάλων κομμάτων, που κυβέρνησαν ανεύθυνα και με επιπολαιότητα τη χώρα.  
Ούτε το ζητούμενο είναι ποιο κόμμα είναι υπέρ του μνημονίου και ποιο όχι, ούτε το ποιο είναι περισσότερο ή λιγότερο υπέρ ή κατά της σωτηρίας της χώρας. Τα διλλήματα αυτής της μορφής, όπου οι υπέρ του μνημονίου προβάλλουν τους εαυτούς τους ως επίδοξους σωτήρες της χώρας και τους κατά του μνημονίου ως ανεύθυνους και επικίνδυνους για τη χώρα, δεν απηχούν τη πραγματικότητα, αφού στα δύο χρόνια εφαρμογής των συνταγών του μνημονίου η χώρα υφίσταται μια συνεχή υποτίμηση σε όλα τα επίπεδα, το βιοτικό επίπεδο έχει υποχωρήσει πολλές δεκαετίες πίσω, ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει καταρρεύσει, η ανεργία έχει ξεφύγει και όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η ύφεση ήρθε για να μείνει. Όλα τα χαρακτηριστικά που απέκτησε η οικονομία μας αποτελούν χαρακτηριστικά μιας εφαρμοζόμενης ήπιας χρεοκοπίας. Επομένως, αποτελεί δίλλημα πλέον ποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο υπέρ αυτής της μορφής χρεοκοπίας; 
Το πραγματικό ζητούμενο είναι ποιο κόμμα ή ποιος δυνατός συνδυασμός κομμάτων και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο θα σταματήσουν αυτό το κατήφορο και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο θα επιστρέψει η ανάπτυξη και το χαμόγελο σ’ αυτό το τόπο. Εδώ σηκώνει πολλή κουβέντα, γιατί στο ερώτημα αυτό γεννιούνται και άλλα παράλληλα ερωτήματα, όπως πώς θα γίνει αυτό, με την συνέχιση ή μη της παραμονής μας στην Ευρωζώνη, με το ευρώ ή την επιστροφή στη δραχμή, κ.λ.π..
Για όλα αυτά θα πρέπει να απαντήσουν άμεσα, υπεύθυνα και συγκεκριμένα τα κόμματα και μάλιστα ΤΩΡΑ, καθόσον οι εξελίξεις που έρχονται θα καθορίσουν, πέραν των άλλων, και το δικό τους μέλλον.
Παράλληλα, η κρισιμότητα των περιστάσεων δεν δικαιολογεί πλέον την αόριστη εμπιστοσύνη μας στο  πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού (λ.χ. αυτός είναι δεινός ρήτορας, εκείνος είναι καλός άνθρωπος, κ.ο.κ.), ούτε το επηρεασμό μας από τις συμπάθειες που τρέφουμε προς το πρόσωπο κάποιου υποψηφίου (λ.χ. είναι γιος ή κόρη φίλου μου, ή εκείνος κάποτε μου έκανε το τάδε καλό, κ.ο.κ.).
Από την άλλη, η επιβεβλημένη συμμετοχή μας στην εκλογική διαδικασία δεν αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης καλής θέλησης, ούτε την ευκαιρία για να τιμωρήσουμε αυτούς, για τον τρόπο που κυβέρνησαν αυτό το τόπο, αλλά την ύστατη πράξη αποκρυσταλλωμένης αξιολόγησης του πως και με ποιους θα πορευτούμε για τη διαμόρφωση του «αύριο» αυτής της δύσμοιρης χώρας, είτε μιλάμε για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας, είτε για την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών μας, είτε για την αποτίναξη του βρόχου που περισφίγγει απειλητικά την ζωτική ανάσα της οικονομίας μας.  
Ως ψηφοφόροι με τη ψήφο μας πρέπει να στείλουμε το μήνυμα ότι ούτε παραβλέπουμε το χθες, ούτε απεμπολούμε το αύριο. Κι εδώ απαιτείται υπεύθυνη κρίση για να ξεφύγουμε από τη κρίση…