Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2006

Δημοκρατία και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Η πόλη, εξαιτίας της στενής επαφής της με τους πολίτες, παραμένει αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ο ουσιωδέστερος πυρήνας της δημοκρατίας και ο χώρος όπου μπορούν να γίνουν όλες οι αλλαγές, που απαιτούνται από τους πολίτες. Η πόλη είναι μια ζωτικής σημασίας δύναμη για τις συλλογικές προσπάθειες, που παρέχει στους πολίτες τον πολιτικό προσανατολισμό για να επιτύχουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την πλήρη συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία.
Από την άλλη, η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες της δημοκρατίας. Η αυξανόμενη συμμετοχή των πολιτών σε όλα τα επίπεδα παραμένει το πρότυπο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και μαζί με τη διοικητική αποκέντρωση της εξουσίας της Κεντρικής Κυβέρνησης, αποτελούν τις δύο γνήσιες αρχές της κοινωνικής δημοκρατίας παγκοσμίως.
Όμως, η συμμετοχή στη δημοκρατία δεν πρέπει να περιορίζεται στην ψηφοφορία στις εκλογές. Είναι περισσότερο από αυτό. Είναι μια διαδικασία αφομοίωσης της δημοκρατικής ζωής, ιδιαίτερα για τους νέους και για το λόγο αυτό αναγκαία είναι μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία πληροφόρησης ως προς την αναγκαιότητα συμμετοχής των πολιτών στην διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Η πληροφόρηση αυτή οφείλει να προσδιορίσει τις γνήσιες ευκαιρίες για δράση και να προκαλέσει τον δημόσιο διάλογο με τους πολίτες. Να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία θα εγγυάται σε όλους τους πολίτες, την ισότιμη μεταξύ των ανδρών και των γυναικών συμμετοχική άσκηση της εξουσίας. Εν γένει σημαίνει το άνοιγμα και τη διαφάνεια της λειτουργίας των Τοπικών Αυτοδιοικήσεων και τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
Εν τω μεταξύ, η διαδικασία της λήψης των αποφάσεων αλλάζει μόνιμα ολοένα και περισσότερο παγκοσμίως. Η εμφάνιση και η αμοιβαία διασύνδεση μεταξύ του τοπικού, περιφερειακού, εθνικού και ακόμα και διεθνούς επιπέδου σε πολλές σφαίρες της ζωής μας θέτουν τις δυσκολίες σε εκείνους τους πολίτες που επιθυμούν να έχουν μια ισχυρότερη φωνή στις πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον τους.
Μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα μπορεί να είναι η ενίσχυση της παλαιάς αρχής «σκέψου συνολικά και δράσε τοπικά» και της σχετικά νέας αρχής της “επικουρικότητας”. Η αποδοτική εφαρμογή αυτών των αρχών μπορεί στην πράξη να εξασφαλίσει ότι οι αποφάσεις για τους πολίτες λαμβάνονται στο επαρκέστερο αντίστοιχο επίπεδο. Η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας υποχρεώνει την Κεντρική Κυβέρνηση να αφουγκράζεται και συνεργάζεται με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και περιλαμβάνει την αυξανόμενη ενδοσυνεννόηση μεταξύ των Αυτοδιοικήσεων σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Βοηθά να διαιρέσει, να διευκρινίσει και να εγγυηθεί τα δικαιώματα και τις ευθύνες μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων λήψεως των αποφάσεων και δείχνει την καλύτερη οδό, μέσω της οποίας και με ποιο τρόπο η αλληλεγγύη μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Η αποδοτική πρακτική της επικουρικότητας παρέχει επίσης τη δυνατότητα να καταπολεμηθούν όλες οι μορφές συγκέντρωσης και γραφειοκρατικοποίησης, οι οποίες οδηγούν στην πολιτική απάθεια μεταξύ των πολιτών.
Οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά, εάν οι πολίτες είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματά τους και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Θέτει το ζήτημα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να λάβει υπόψη τις νέες απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, το ζήτημα της δυνατότητας πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας καθώς επίσης και την αυξανόμενη σημασία της ροής των πληροφοριών σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Το διευρυνόμενο χάσμα σε αυτούς τους τομείς μεταξύ των διαφορετικών περιοχών του κόσμου είναι ένας από τους κύριους λόγους διάκρισης της ανθρωπότητας σε πλούσιο και φτωχό, αναπτυγμένο και υπανάπτυκτο, τους νικητές και τους ηττημένους της παγκοσμιοποίησης.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να κάνει πολλά για να σμικρύνει αυτό το χάσμα με την προετοιμασία των πολιτών της, έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της νέας εποχής, αλλά και να βρεθούν νέες μέθοδοι αποδοτικής λειτουργίας της τοπικής δημοκρατίας. Οι νέες προκλήσεις του κόσμου μας απαιτούν απαντήσεις με νέους τρόπους δράσης.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχάσουμε ότι για τη βελτίωση της τοπικής δημοκρατίας θα πρέπει να υπάρξει αφενός μεν μια ισορροπία μεταξύ των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών και αφετέρου δε η μόνιμη πάλη με τα αίτια που προκαλούν την κοινωνική αναστάτωση και δυναμιτίζουν την κοινωνική συνοχή. Και τα δύο στοχεύουν στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά με μια ισχυρότερη έμφαση στην καταπολέμηση της ανεργίας, της οικονομικής κρίσης, της δωροδοκίας, της βίας, των ναρκωτικών, ή των διαφορετικών μορφών διάκρισης. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναλύουμε συνεχώς τα αποτελέσματα των νέων φαινομένων, όπως οι αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, στο ρόλο του κράτους στην κοινωνία, την τεχνολογία της επικοινωνίας και των πληροφοριών ή τον μετασχηματισμό των πολιτιστικών και ανθρώπινων αξιών.
Είμαι πεπεισμένος ότι οι απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις – στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η ενίσχυση της τοπικής δημοκρατίας, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, η διοικητική αποκέντρωση της Κεντρικής Εξουσίας και η έμπρακτη επίδειξη αλληλεγγύης στα αδύναμα μέλη της κοινωνίας – θα δώσουν ένα αποδοτικό πλαίσιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον κύριο στόχο της, ο οποίος είναι να εξυπηρετηθούν οι άνθρωποι.
Η ανάπτυξη ενός πολιτισμένου διαλόγου μεταξύ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αφενός και των πολιτών, των κοινωνικών ομάδων, των Ενώσεων και των αντιπροσώπων του οικονομικού κόσμου καθώς επίσης και άλλων φορέων, που συνθέτουν την κοινωνία των πολιτών αφετέρου, όχι μόνον είναι άκρως επιβεβλημένη, αλλά θα πρέπει να είναι και ουσιαστική.
Η προώθηση της οικοδόμησης μιας ευρείας και ισχυρής κοινωνίας πολιτών είναι βασική προϋπόθεση για την αποδοτική συμμετοχή των πολιτών στη ζωή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και θα δώσει περισσότερες ευκαιρίες να αντιπροσωπευθούν και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους οι άνθρωποι εκείνοι που βρίσκονται ή βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα Όργανα της αυταρχικής άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Μπορεί να γίνει, επίσης, ένα εργαλείο για μια νέα εναλλακτική λύση στην αντίφαση μεταξύ του Κράτους και της αγοράς, ένας ενεργός μεσολαβητής στην εύρεση της συναίνεσης σε κοινά θέματα, ένας υποστηρικτής της ουκ ολίγες φορές ξεχασμένης κοινωνικής συνοχής.
Στα πλαίσια αυτά, οι τοπικές Οργανώσεις οφείλουν και μπορούν να αποτελέσουν την γέφυρα επικοινωνίας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε δημοτική είναι αυτή, είτε νομαρχιακή και να σμικρύνουν το χάσμα μεταξύ της πολιτικής και της κοινωνίας.
Η κοινωνία των πολιτών μπορεί και επιβάλλεται να ελέγξει τον δημόσιο τομέα, διασφαλίζοντας κατά συνέπεια τη διαφάνεια και το άνοιγμα των τοπικών αρχών. Από την άλλη, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να ωφεληθεί τα μέγιστα από αυτήν την ποικιλομορφία, χρειάζεται τον έλεγχο της κοινωνίας των πολιτών και χρειάζεται τη σημαντική συμβολή της στη βελτίωση της τοπικής ζωής.
Γι’ αυτό η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να τονώσει την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών με την κατάρτιση και αξιοποίηση των υπαρχόντων φορέων για τους πολίτες και παρέχοντας την πολιτική και οικονομική ενίσχυση για ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών. Πρέπει να προσφέρει την υποστήριξή της, προκειμένου να δημιουργηθεί το δημοκρατικό, νομικό και οικονομικό υπόβαθρο για το ρόλο αυτών των οργανώσεων. Πρέπει να αντιδράσει θετικά και ελαστικά στις θετικές και νέες ενέργειες, είτε αφορούν τον τομέα των περιβαλλοντικών ζητημάτων, είτε της υγείας, κατοικίας, παροχής βοήθειας στους άστεγους, στα άτομα με ειδικές ανάγκες, στα ορφανά, να υποστηρίξει και αναλάβει δραστηριότητες για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, την αντιμετώπιση των προβλημάτων των γυναικών, των μεταναστών και άλλων.
Ισχυρή κοινωνία πολιτών σημαίνει ισχυρή δημοκρατία και ισχυρή δημοκρατία σημαίνει δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι είναι αναγκαίο και επιβεβλημένο από τα πράγματα να αλλάξει ο τρόπος της οικονομικής σχέσης μεταξύ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Κεντρικής Κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να έχει το δικαίωμα, μέσα στα πλαίσια της εθνικής οικονομικής πολιτικής, να έχει πρόσβαση σε επαρκείς οικονομικούς πόρους, αντίστοιχους με τις ευθύνες που παρέχονται από το Σύνταγμα και τους Νόμους. Οι μηχανισμοί για την οικονομική ανακατανομή πρέπει να λειτουργήσουν στα πλαίσια των αρχών της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης μεταξύ των πλούσιων και φτωχών τοπικών αυτοδιοικήσεων.
Μολαταύτα, στη χώρα μας έχει καταστεί καθεστώς η πολιτική διάκριση στη χρηματοδότηση των τοπικών αυτοδιοικήσεων, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αυταρχική έκφανση άσκησης της πολιτικής δύναμης της Κεντρικής Εξουσίας, η οποία είναι αντιφατική σε αυτήν την αρχή.
Συγκεκριμένα, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες η Τοπική Αυτοδιοίκηση ή η Νομαρχία ή η Περιφέρεια έχουν πόρους που αγγίζουν το 30%, το 40%, το 50% ή και πολλές φορές και το 80% των φόρων των εισοδημάτων των κατοίκων τους, στην Ελλάδα ουσιαστικά εξαρτάται όλη η Αυτοδιοίκηση από την καλή διάθεση του εκάστοτε υπουργού για το κατά πόσο η κυβέρνηση προτίθεται να δώσει κάτι για τη λειτουργία της Αυτοδιοίκησης. Οι μισοί Δήμοι της χώρας δεν είναι βιώσιμοι. Αδυνατούν να αξιοποιήσουν τα χρήματα που προορίζονται για έργα υποδομής. Το ιδιαίτερα μικρό ποσοστό 3%, του κρατικού προϋπολογισμού που δίνεται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, δεν της επιτρέπει να εκπληρώσει με αποτελεσματικότητα την αποστολή της, σε μια χρονική στιγμή που όλοι συμφωνούν ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Οι νέοι Δήμοι δεν μπορούν ακόμη, ούτε στοιχειώδεις υπηρεσίες να προσφέρουν στους δημότες, αφού καμιά από τις υπεσχημένες ενισχύσεις, για ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των παραγομένων υπηρεσιών, δεν έχει υλοποιηθεί. Στους Δήμους σήμερα υπηρετεί προσωπικό απαίδευτο στις νέες αρμοδιότητες, ενώ οι εργαζόμενοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δεν υπερβαίνουν το 10%, ίσως είναι και λιγότερο. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός έχει διατεθεί με αδιαφάνεια και δεν εξυπηρετεί ουσιαστικές ανάγκες των Δήμων, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις αγνοήθηκαν προκλητικά τα αιτήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντί να λύνονται προβλήματα στη λειτουργία τους.
Τα προβλήματα της διοικητικής και οικονομικής λειτουργίας των νέων Δήμων δεν έχουν αντιμετωπιστεί με άμεσες και αποτελεσματικές ρυθμίσεις, με συνέπεια σήμερα να υφίσταται αδυναμία ουσιαστικής λειτουργίας τους. Η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων, για κάθε μια δραστηριότητα θα οδηγήσει – αν δεν έχει ήδη γίνει - στην υπερχρέωση αυτών των επιχειρήσεων.
Επιτέλους, θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην άνιση διανομή των πηγών χρηματοδότησης, με την ενίσχυση των διαδικασιών και των μέτρων που εγγυώνται την οικονομική αυτονομία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και της βασικής ελευθερίας τους να ασκήσουν την πολιτική διακριτικότητα μέσα στην αρμοδιότητά τους, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας την δική τους προοπτική στην ανάπτυξη και χωρίς να εξαρτώνται από την εκάστοτε ευαρέσκεια οιουδήποτε πολιτικού μεσσία.
Η διαφάνεια αφενός και ο αποτελεσματικός δημόσιος έλεγχος στους τοπικούς πόρους χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την οικονομική αυτονομία των Τοπικών Αυτοδιοικήσεων είναι άκρως αναγκαίοι και θα πρέπει να είναι και ουσιαστικοί. Χωρίς την εφαρμογή αυτών των αρχών η δημοκρατική λειτουργία των Τοπικών Αυτοδιοικήσεων θα παραμένει ένας αιώνιος στόχος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: