Σάββατο 8 Μαΐου 2010

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνικών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…
  

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνιλών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…
  

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

“Πώς το «αναγκαίο» και το «αναγκαστικό» συνεργούν στην χάραξη της οικονομικής πολιτικής;”

Επειδή πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για τα οικονομικά μέτρα της Κυβέρνησης και εάν αυτά συνάδουν με την πολιτική της φιλοσοφία, εις τρόπον ώστε αρκετοί μεν εντός του ΠΑΣΟΚ να έρχονται σε λεκτικές προστριβές, εξ αριστερών δε να ξιφουλκήσουν εναντίον της με λαϊκίστικους όρους του στυλ ότι η Κυβέρνηση κινείται τάχα βάσει σχεδίου για την υφαρπαγή των εισοδημάτων των πολιτών και άλλα τοιαύτα χαριτωμένα, ενώ εκ δεξιών, ελλείψει επιχειρηματολογίας, επιχειρείται η υιοθέτηση της συνθηματολογίας περί καθυστερήσεως λήψεως των αναγκαίων μέτρων, προς αντιμετώπισιν των οξύτατων προβλημάτων της οικονομίας μας, αλλά και προς ενημέρωσιν των μεγάλης μερίδας των πολιτών που δείχνουν κατανόηση για τον “Γολγοθά” που ανεβαίνει η Κυβέρνηση και όλοι εμείς μαζί της, προκειμένου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα της ολιγωρίας των τελευταίων ετών, κρίθηκε σκόπιμη η εκπόνηση του παρόντος άρθρου, προκειμένου να αναδειχθεί ο σημαίνων ρόλος κάποιων εννοιών, που βρίσκονται μεν στο περιθώριο των εξελίξεων, πλην, όμως, πρωταγωνιστούν άθελά τους στην διαμόρφωσή τους.
Στην τρέχουσα περίοδο της έντονης εθνικής ανάγκης για την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας και την διατήρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Χώρας μας, φαντάζει ως ψευτοδίλημμα το εάν τα οικονομικά μέτρα, που ανακοινώθηκαν, συνάδουν ή όχι με την πολιτική φιλοσοφία της Κυβέρνησης και τούτο διότι πρέπει πρωτίστως να απαντήσουμε στο αμείλικτο ερώτημα εάν τα μέτρα αυτά ήταν “αναγκαία” ή “αναγκαστικά”.
Και επειδή η ελληνική γλώσσα «δεν μασάει τα λόγια της» ας δούμε ποια είναι η διαφορά μεταξύ των εννοιών αυτών. Ως “αναγκαίο” ορίζεται αυτό που είναι απαραίτητο να γίνει, ενώ ως “αναγκαστικό” ορίζεται αυτό που είναι υποχρεωτικό να γίνει, ελλείψει άλλης επιλογής.
Ύστερα, από την επισήμανση αυτή είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι ήταν απαραίτητο να έχει γίνει και δεν έγινε τα τελευταία χρόνια στη Χώρα μας, ιδίως στη διάρκεια των τελευταίων 5 ½ χρόνων, προκειμένου να θωρακιστούν τα δημόσια οικονομικά απέναντι στον υπέρογκο δανεισμό, που υπέσκαπτε τα θεμέλια της ανάπτυξης και στην επερχόμενη διεθνή οικονομική κρίση από τη μια και στα μέτρα που μας επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ήμασταν αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε, προκειμένου να αποφύγουμε την επερχόμενη χρεοκοπία, μη έχοντας άλλη επιλογή, από την άλλη;
Όταν προσφάτως ο πρωθυπουργός μιλούσε για μείωση της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και ο γράφων προεκλογικά επεσήμαινε, φέρνοντας το παράδειγμα του Αλκιβιάδη, που έθετε πριν από 2.500 χρόνια στους Αθηναίους το δίλημμα «ή θα επικρατήσουμε ή θα υποταχθούμε», ακριβώς σε αυτήν την περίπτωση που κάποιος άλλος θα σου υπαγορεύει το τι θα κάνεις αναφερόμασταν.
Κι αν μεν αναγκάστηκε η Κυβέρνηση να εφαρμόσει τα μέτρα, που της ορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εντούτοις το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι απέναντι σε τoύτο το “αναγκαστικό”, αντιπρόβαλε με θάρρος και έγινε στην διεθνή κοινότητα αντιληπτό, αλλά και αποδεκτό, αυτό που ήταν άκρως “αναγκαίο”, δηλαδή να δανειζόμαστε με τους όρους που ισχύουν και για τις άλλες χώρες, δηλαδή με χαμηλά επιτόκια, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα ποσά, που θα εξοικονομούνται από την δυσάρεστη αυτή πολιτική, δεν θα καταλήξουν στην μείωση του εξωτερικού χρέους και εν τέλει στην έξοδό μας από την οικονομική κρίση, αλλά στην αποπληρωμή των υπέρογκων τόκων, με αποτέλεσμα να μπούμε σε μια διαδικασία, που θυμίζει κυλιόμενη άμμο, όπου αργά, αλλά σταθερά βυθίζεται αυτός που παγιδεύεται, μέχρι να έρθει το τέλος του…
Η ελληνική αυτή αντίληψη ήταν εν μέρει αιρετική, αφού είναι παράδοξο ο αφερέγγυος να υπαγορεύει και τους όρους του δανεισμού του στους δανειστές, παραδοξότητα, όμως, που με την συνέργεια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών ήδη κατέστη ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Αυτό που απομένει να δούμε είναι εάν πράγματι οι αποφάσεις που λήφθηκαν στις 25 Μαρτίου στην Ευρώπη θα φέρουν τα αναμενόμενα απτά αποτελέσματα για την αποφυγή της οικονομικής ασφυξίας μας, έτσι ώστε να ακολουθήσει και η χάραξη της αναπτυξιακής πολιτικής, που ενώ δεν θίγεται άμεσα με τα μέτρα που μέχρι σήμερα έχουν ληφθεί, εντούτοις είναι άκρως αναγκαία για να τονωθεί η αγορά, μέσω της μεταφοράς της ρευστότητας και με όρους ευνοϊκούς στην μαστιζόμενη μεσαία τάξη, που αποτελεί τον πραγματικό αιμοδότη μιας οικονομίας, που στερείται ακόμη αναπτυξιακών υποδομών, χαρακτήρα και προοπτικής...

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

“Αγροτικές κινητοποιήσεις και ο ρόλος του ΚΚΕ”*

Το ΚΚΕ (πρώην ΣΕΚΕ), από τη στιγμή που ιδρύθηκε, έδειξε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ενδιαφέρον για το αγροτικό ζήτημα, αλλά ούτε έτοιμες μελέτες υπήρχαν για την όλη αγροτική οικονομία της χώρας, ούτε, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, ήταν δυνατόν να κατατοπιστεί θεωρητικά και να έχει ξεκάθαρη γνώμη για τη λύση του αγροτικού ζητήματος. Για αυτό και δεν είχε ένα συγκεκριμένο αγροτικό πρόγραμμα δράσης άμεσων απαιτήσεων.  
Στο Β’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Απρίλιο του 1920 ορίστηκε, από την τότε Κεντρική Επιτροπή, εισηγητής του αγροτικού ο Γιάννης Κορδάτος, από τους θεμελιωτές του μαρξισμού στην Ελλάδα, η εισήγηση του οποίου καταπολεμήθηκε από τον Κεντρικό Επίτροπο Π. Δημητράτο. 
Στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» της εποχής εκείνης, ο Κορδάτος τόνιζε ότι: «Η πρότασις εκείνη περί «Εθνικοποιήσεως», εξακολουθεί να είναι αόριστη και να μη δίνη μια προγραμματική κατεύθυνσι στην αγροτική μας πολιτική ούτε στο Θεσσαλικό αγροτικό ζήτημα. Αναγνωρίζω πως η «Εθνικοποίησι» είναι μια θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού αλλά … θα γίνει πραγματικότης ίσως για το πολύ απώτερον μέλλον της Ελλάδας….Η εθνικοποίησις της γης ούτε στην Σοβιετική Ρωσία δεν είναι ακόμα ένα θετικό γεγονός. Ακόμα και κάτι άλλο… μέχρις ότου φθάσουμε στην εθνικοποίησι της γης θ’ αντικρύσουμε τους σημερινούς και αυριανούς πόθους και ανάγκας των αγροτών και κάτι παραπάνω ακόμα ένα σχεδόν τετελεσμένο γεγονός… Δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να μιλούμε μόνο για την εθνικοποίηση της γης σαν άμεσο και προσεχές γεγονός. Η χωρίς αποζημίωσι απαλλοτρίωσι δεν είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός αλλά μια επαναστατική προπαγάνδα».
Σαφώς το απώτατο σχέδιο του Κομμουνισμού, μετά την επικράτησή του, είναι να εθνικοποιήσει τη γη και συνεπώς να καταργήσει τις παντός είδους ιδιοκτησίες της γης κ.τ.λ., όμως, η εθνικοποίηση της γης και κυρίως της μικροϊδιοκτησίας είναι έργο πολύ μελλοντικό, επιδίωξη πολύ απώτερη. «Όταν θα καταλάβουμε την πολιτική εξουσίαν», λέει ο Ένγκελς στο βιβλίο του «Το αγροτικό ζήτημα στη Δύση», «ούτε να σκεφθούμε καν θα είναι δυνατόν για την απαλλοτρίωση των μικροϊδιοκτησιών των χωρικών (κατόπιν αποζημιώσεως ή άνευ) όπως θα είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε για τους μεγάλους γαιοκτήμονας (τσιφλικούχους)».  
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, από τους ιδρυτές του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), διατύπωσε μια ανάλυση των αγροτών αρκετά διαφορετική από τη μέχρι τότε καθιερωμένη μεταξύ των σοσιαλιστών. Στη μελέτη του «Οι αγρότες στην Ελλάδα», τόνισε ότι οι αγρότες καπνοπαραγωγοί είναι τυπικά μόνο ανεξάρτητοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι υποδουλωμένοι στο εμποροβιομηχανικό κεφάλαιο. Δεν δίστασε να διακηρύξει ότι οι αγρότες έπρεπε να θεωρηθούν απροσχημάτιστα ως ιδιότυποι βιομηχανικοί εργάτες, ο δε Γ. Γεωργιάδης, μέλος της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1921, διαπίστωσε ότι, παρόλη την «δογματική, στείρα και αρνητική πολιτική προπαγάνδα του», το κομμουνιστικό κόμμα κατόρθωνε να βρίσκει μια σημαντική απήχηση ιδίως μεταξύ των αγροτών, κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε και στη σημερινή εποχή.  
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι η τακτική του ΚΚΕ απέναντι στους αγρότες έπαιρνε κατά κύριο λόγο καιροσκοπική μορφή, που κάτω από μια πολιτική ιδεολογία, όπου το θεωρητικό έλλειμμα και η σύγχυση συνόδευε την κοινωνική τάξη του αγρότη, εξαντλούνταν σε αφηρημένα επαναστατικά συνθήματα που συμπτωματικά εξέφραζαν πότε την «μπολσεβίκικη» και πότε την οπορτουνιστική του τάση. Το γεγονός αυτό δεν είχε μόνο επίδραση στην ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος, αλλά, το κυριότερο, είχε άμεση επίδραση στη δυναμική και στις διεκδικήσεις του αγροτικού κινήματος της εποχής.  
Στην ίδια καιροσκοπική λογική κινείται και η από 19/1/2010 Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τις αγροτικές κινητοποιήσεις: «Η ουσιαστική στήριξη του αγροτοπαραγωγού στις σημερινές συνθήκες απαιτεί φθηνά λιπάσματα, σύγχρονες υποδομές και μηχανήματα, επιστημονική γνώση, συγκέντρωση της παραγωγής και αξιοποίησή της στο πλαίσιο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας με γνώμονα τις ανάγκες του λαού. Γι' αυτό και το ΚΚΕ προβάλλει την ανάγκη να συνεταιρισθεί ο παραγωγός και να συνδεθεί με τη βιομηχανία, το εμπόριο και την τράπεζα που θα αποτελούν λαϊκή κρατική ιδιοκτησία. Προβάλλει την προοπτική της λαϊκής οικονομίας που θα διασφαλίσει την ευημερία της αγροτικής οικογένειας».  
Η γενική γραμματέας του ΚΚΕ κυρία Αλέκα Παπαρήγα, η οποία, ως γνωστόν, κατάφερε “με τις αιματηρές της οικονομίες” να σπουδάσει την κόρη της στο Αμερικανικό Κολέγιο Αθηνών και ήταν επιφανές μέλος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων του, ενώ δεν δέχεται τον κρατικό έλεγχο των οικονομικών του κόμματός της, περιόδευσε στο μπλόκο της Χαλκηδόνας στη Θεσσαλονίκη «με το μήνυμα να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις», ενώ στο μπλόκο του Κάστρου Βοιωτίας δήλωσε «Ο αγώνας είναι σε κρίσιμο σημείο. Βεβαίως η αγροτιά και η αγροτική παραγωγή ήταν και είναι εδώ και καιρό σε κρίσιμο σημείο. Αύριο το υπουργείο και η κυβέρνηση σας καλεί σε διάλογο. Μετράει την αντοχή σας, μετράει το πείσμα σας. Θέλει να σφυγμομετρήσει αν μπορεί να πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.  
Εσείς πρέπει να μετρήσετε τη δική σας δύναμη, πρέπει να δείξετε τη δύναμή σας και πιστεύω ότι αυτή είναι η διάθεσή σας και γι' αυτό άλλωστε είστε στο δρόμο. Γιατί από αυτόν τον αγώνα πρέπει να κερδίσετε για να μπορείτε να συνεχίσετε τον αγώνα. Γιατί το ζήτημα της επιβίωσης αν πρώτα ήταν ένα ζήτημα για το τι θα γίνει σε 5,6,7 χρόνια τώρα κρίνεται το 2010, το 11, το πολύ έως το 2013. Το ζήτημα λοιπόν είναι το ποιος θα δείξει τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και την μεγαλύτερη αδιαλλαξία. Αυτός που πρέπει να είναι αδιάλλακτος είναι ο αγρότης που υποφέρει χρόνια και δεν υπάρχει προοπτική χωρίς τον αποφασιστικό και μεθοδευμένο αγώνα».  
Κανένας δεν κλείνει τους δρόμους για πλάκα. Μας είπαν ότι οι κλειστοί δρόμοι κλείνουν και σπίτια. Όχι δεν ζημιώνεται ο λαός. Από τις αγροτικές κινητοποιήσεις ωφελείται και θα ωφεληθεί περισσότερο αν έχουν αποτέλεσμα. Ο αγώνας πρέπει να έχει και αλληλεγγύη, αλλιώς είναι αδύναμος. Ταλαιπωρία δεν είναι μια παράκαμψη. Ταλαιπωρία δεν είναι να είσαι άνεργος; Ταλαιπωρία δεν είναι οι ακριβές τιμές στο σουπερμάρκετ; Και στο τέλος, τέλος ας λύσουν τα προβλήματα».  
Από την στάση και τις δηλώσεις της ΓΓ του ΚΚΕ είναι προφανές ότι αυτό είναι ο ηθικός αυτουργός των μπλόκων. Πολύ πριν κατέβουν οι αγρότες στην εθνική οδό, κατέβηκαν τα στελέχη του ΚΚΕ, τα οποία είναι ή παριστάνουν τους αγρότες, με την δικαιολογία της αγροτικής "διαμαρτυρίας". Όταν όμως στέλεχος με ιδεολογική σκοπιμότητα οδηγεί τρακτέρ στην εθνική οδό, τότε το τρακτέρ παύει να είναι τέτοιο και κάπου αλλού αποσκοπεί και μάλιστα μεθοδευμένα.  
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι του ΚΚΕ - παρότι αποκρύπτουν συστηματικά ότι δεν υπολογίζουν τον μικροαγρότη και την μικροϊδιοκτησία του, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην αρχή του παρόντος - γνωρίζουν πολύ καλά ότι η χώρα δεν είναι σε θέση να διαθέσει ούτε ένα ευρώ για να ικανοποιήσει τα αιτήματα των αγροτών, όπως γνωρίζουν ότι αφενός μεν δεν επιτρέπονται οι εθνικές επιδοτήσεις, αφετέρου δε ακόμη και αν ικανοποιούσε τα αιτήματά τους το πρόβλημα των αγροτών δεν θα λυνόταν διότι δεν είναι οικονομικό, αλλά πρόβλημα γενικότερης αναδιάρθρωσης της αγροτικής οικονομίας. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι κλείνοντας τους δρόμους οι αγρότες εκβιάζουν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, ότι παραβιάζουν τον νόμο, ότι εκθέτουν τη χώρα διεθνώς, σε μια στιγμή που ήδη βρισκόμαστε στη δίνη του κυκλώνα, που δεν ξέρουμε πού θα καταλήξει. Δυστυχώς το ΚΚΕ για ακόμη μία φορά λειτουργεί διχαστικά, εκμεταλλευόμενο την ανοχή της κοινωνίας. Από τη μια προκαλεί και υποδαυλίζει τα μπλόκα και από την άλλη έρχεται προσποιητικά και τα ευλογεί πολιτικά, ονομάζοντας τα κινητοποιήσεις, πράξεις παράνομες, εκβιαστικές και επιζήμιες για το σύνολο των πολιτών.  
Μικροεπιχειρηματίες και μικροεπαγγελματίες, οι οποίοι μετά βίας επιβιώνουν σε κανονικές συνθήκες, έρχονται αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο, το οποίο μπορεί να βάλει "ταφόπλακα" στις όποιες ελπίδες διατηρούσαν για επιβίωση. Όλοι αυτοί δυσφορούν, γιατί ο δρόμος είναι γι' αυτούς ό,τι είναι το χωράφι για τον γεωργό. Είναι το μέσον με το οποίο επιβιώνουν. Δυσφορούν λοιπόν, όπως θα δυσφορούσαν και οι αγρότες, αν κάποιοι εργάτες, για να μεγιστοποιήσουν τη δύναμη της διαμαρτυρίας τους, πήγαιναν και έκλειναν τα αρδευτικά κανάλια των αγροτών μέσα στο καλοκαίρι. Πόσο θα άντεχαν οι αγρότες έναν εργατικό "αγώνα", αν αυτός τους έκλεινε τα αρδευτικά κανάλια και τους απειλούσε με απόλυτη καταστροφή;  Κατανοούν τα προβλήματα των αγροτών, γιατί βρίσκονται και οι ίδιοι σε μια ανάλογη κατάσταση.  
Ήδη κάποιοι επαγγελματίες έκαναν μήνυση στους αγρότες για τις κινητοποιήσεις που τους "πνίγουν". Αν από τη νομική σύγκρουση ξεφύγουμε και πάμε στη φυσική σύγκρουση, ποιες θα είναι οι συνέπειες;  
Κι αν μεν στο ΚΚΕ μπορούν να υπερηφανεύονται για την ιστορία του, παραβλέποντας τα όσα δήλωνε στο παρελθόν για την "ελεύθερη" Μακεδονία, που κάποτε ονειρευόταν, τον εμφύλιο, τις "μάχες" της Αθήνας και των εθνικών οδών, όπως και ότι το πραγματικό του όραμα είναι να καταλάβει την εξουσία, μέσω μιας γενικευμένης λαϊκής εξέγερσης, προκειμένου να επιφέρει την σοσιαλιστική μεταρρύθμιση, όπως μόνο αυτό την εννοεί (!), εμείς οι υπόλοιποι, αγρότες και μη, χάσαμε την στοιχειώδη λογική; Αν το πλοίο (βλ. χώρα) βουλιάξει, τότε και ο μούτσος, που ήθελε να είναι ΚΚΕ, θα έχει την ίδια τύχη με το υπόλοιπο πλήρωμα. Θα πνιγεί. Ας το καταλάβουμε επιτέλους, πριν είναι πολύ αργά!!
_______________________
*βλ. και τα αξιόλογα άρθρα:
α) "ΚΚΕ και αγρότες", που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ("http://aixmi.wordpress.com/2009/02/04/κκε-και-αγρότες-1ο-μέρος/),
β) "ΚΚΕ και αγρότες εκβιάζουν", του Γρηγ.Νικολόπουλου, που δημοσιεύθηκε στις 23/1/10 στην Ελευθεροτυπία και
γ) "Αγροτικό - Ο βρόμικος ρόλος του ΚΚΕ", του Παναγ. Τραϊανού, που δημοσιεύθηκε στις 29/1/09 στην ιστοσελία politicsgr.com/