Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Πριν από κάμποσες δεκαετίες τα “μπουλούκια”, όπως λέγονταν τότε οι περιοδεύουσες θεατρικές ομάδες, προσπαθούσαν των μεν θεατών να διασκεδάσουν την δυστυχία, των δε ηθοποιών να κορέσουν την πείνα, με τα ψίχουλα που εισέπρατταν ως αντίτιμο του εισιτηρίου. Ακόμη και τα είδη διατροφής (κοτόπουλα, πίτες, κ.λ.π.) ήσαν ικανά να σου εξασφαλίσουν την είσοδο στην διασκέδαση.
Σήμερα, βέβαια, εξελίχθηκαν τα πάντα. Ακόμη και οι θίασοι μεγάλωσαν, έγιναν ολόκληρες επιχειρήσεις, με πλήρες στελεχικό δυναμικό και πλούσιο ρεπερτόριο. Οι ηθοποιοί απέκτησαν πλούσια κοστούμια, οι παραστάσεις λαμβάνουν χώρα σε αίθουσες πολυτελείας και όχι στην αποθήκη του μπάρμπα-Θωμά ή στην αλάνα που την έλεγαν και πλατεία και το αντίτιμο για την παράσταση είναι πλέον αντάξιο όχι μόνον του έργου, αλλά και της μορφής των κατεχόντων την τέχνη της υποκριτικής.
Παράλληλα, όμως, με τους θιάσους, άλλαξαν και οι θεατές, έγιναν πιο απαιτητικοί, δεν αρκούνται πλέον μόνον στο να πληρώνουν το αντίτιμο, αλλά έχουν την αξίωση να εισπράξουν και κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε ακολουθεί το κράξιμο και η παράσταση διακόπτεται γρήγορα “για λόγους ανωτέρας βίας”.
Κάπως έτσι διακόπηκε πρόωρα και η παράσταση με τίτλο «σεμνά και ταπεινά» του κυβερνητικού θιάσου. Στις πράξεις του έργου που εξελίχθηκε σε επεισόδια, είδαμε την προκήρυξη του διαγωνισμού για 3.000 θέσεις στην Πυροσβεστική να σταματάει στις 560, αφού ακυρώθηκε ο εν εξελίξει διαγωνισμός του 2004 προκειμένου να προσληφθούν οι «ημέτεροι». Είδαμε τις ζαρντινιέρες των πεζοδρομίων να φορούν κράνη και ασπίδες, για να ξυλοφορτώσουν φοιτητές. Είδαμε, αντί για γιατρούς και νοσηλευτές στο ΕΣΥ και πυροσβέστες, ότι ο τόπος είχε την ανάγκη από αγροφύλακες. Είδαμε ότι καταργήθηκε το 8ωρο στην εργασία και άλλα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Είδαμε την επιστροφή στη λογική του εκπαιδευτικού μεσαίωνα, όπου η γνώση και η μόρφωση αφορούν στους λίγους και εκλεκτούς. Είδαμε να περνούν από το πλατό «κουμπάροι», υποκλοπείς, μυστικοί πράκτορες που απήγαγαν Πακιστανούς, δομημένα ομόλογα, για να δώσουν με την σειρά τους την θέση τους σε 600.000 στρέμματα καμένης έκτασης έτοιμης για δόμηση!! Είδαμε τον πλούτο των πιθανών εκδοχών του “θα”.

Αξιοσημείωτο, μάλιστα, της παράστασης αυτής, που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο, είναι και το ότι σε παγκόσμια πρώτη εκείνος μεν που θα εμφανιζόταν επί σκηνής να παίζει το ρόλο του σεμνότατου πρωθυπουργού, ευρέθη κατ’ επανάληψιν μεταξύ των θεατών, έστω κι αν κάποιοι μάταια τον έψαχναν στα καμαρίνια, πολλούς κομπάρσους - υπουργούς και τον ίδιο τον πολίτη - θεατή, που χωρίς κανένας προηγουμένως να τον έχει προϊδεάσει, βρέθηκε να παίζει τον ρόλο του κύριου πρωταγωνιστή, ο οποίος, ως ήρωας αρχαίας τραγωδίας, αναζητούσε την κάθαρση.

Εν τέλει και επειδή κανένας «από μηχανής θεός» δεν είχε μέχρι πρότινος εμφανιστεί επί σκηνής για να δώσει ποιότητα στη παράσταση, που είχε αρχίσει να κουράζει, ο επικεφαλής του κυβερνητικού θιάσου έδωσε προ ημερών την εντολή να διακοπεί η παράσταση.

Τώρα θα μου πείτε γιατί την παράσταση διέκοψε ο ίδιος ο επικεφαλής του κυβερνητικού θιάσου και όχι οι ίδιοι οι πολίτες – θεατές; Είναι προφανές το γιατί. Επειδή οσμίστηκε ότι ήρθε η ώρα του κραξίματος και για να το αποφύγει, σκέφτηκε ότι καλύτερο θα ήταν να προανήγγειλε την έναρξη νέας παράστασης, με τον γνωστοποιηθέντα τίτλο «η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων», πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να κρατάει αμείωτο και το ενδιαφέρον των πολιτών – θεατών και τον θίασο σε δράση.
Έκανε, όμως, στους υπολογισμούς του ένα λάθος. Γιατί, όπως είπαμε και στην αρχή, άλλαξαν όχι μόνον οι θίασοι, αλλά και οι θεατές. Και όσο και να μην το πιστεύει, το κράξιμο έρχεται και σε λίγο θα ακουστεί με ένσταση. Μόνο να είναι εδώ για να το ακούσει και όχι να τον ψάχνουμε και πάλι…

Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

H επιτομή του “Θα” της κυβερνητικής πολιτικής


«“Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν τις εκλογές και μετά το κυνήγι” (Τσώρτσιλ)»
Απέναντι στους συντηρητικούς που πίεζαν για λιτότητα και για θυσίες των, ως συνήθως, μη εχόντων, ο Μίλτον Κέυνς, ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους και “πατέρας” του κράτους πρόνοιας και των οικονομικών της ζήτησης του 20ου αιώνα, απάντησε: “μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί…”. Αυτή η απάντηση, κατά την άποψη του γράφοντος, ταιριάζει στην παρατεταμένη λιτότητα που επιφύλαξε για τον ελληνικό λαό η κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας. Μια διακυβέρνηση, με έντονα τα χαρακτηριστικά της κλασικής δεξιάς ταξικής πολιτικής. Υιοθετήθηκε και εφαρμόζεται με έντονο μάλιστα τρόπο η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ολίγων και σε βάρος των πολλών. Εκτός από την επιβάρυνση των φορολογούμενων με 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ, χειροτερεύει η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων, μια σχέση που πλήττει ακόμη περισσότερο τους χαμηλόμισθους και οικονομικά αδύναμους, οι οποίοι, στον αντίποδα, βλέπουν να μειώνονται οι δαπάνες για τους μισθούς και τις συντάξεις, για την παιδεία και τις κοινωνικές παροχές.
Για άλλη μια φορά πάνε περίπατο οι προεκλογικές υποσχέσεις-δεσμεύσεις όπως συνήθιζε να λέει ο πρωθυπουργός, για να αποδειχθεί πόσο δίκιο είχε ο Τσώρτσιλ (βλ.προλ.). Δυστυχώς, στην πράξη η κυβέρνηση του κ.Καραμανλή αποδεικνύεται πρώτη στις υποσχέσεις και τελευταία στις επιδόσεις. Αφού επιχείρησε δια της εκ του μακρόθεν επιστασίας να πείσει την αγορά να πάρει από μόνη της το δρόμο της, ήρθε τις τελευταίες ημέρες και ενόψει των επικείμενων εκλογών να “γλυκάνει” τους πολίτες με φιλοδωρήματα, που βαπτίζει οικονομικές ενισχύσεις!!
Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Οι νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, που προσέδωσε η κυβέρνηση στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την ξέφρενη ακρίβεια, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η κυβέρνηση οδηγεί την ελληνική οικονομία σε ύφεση και φέρει τεράστια ευθύνη γι’ αυτό, καθόσον ο νυν ρυθμός ανάπτυξης οφείλεται κυρίως στις εισροές του κοινοτικού πλαισίου στήριξης.
Η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου παραμένει άγνωστη για τη νεοδεξιά διακυβέρνηση και αυτή είναι μια σαφής ιδεολογική διαφορά από τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη. Και εύκολα μπορεί να αναλογισθεί κανείς τι σημαίνουν όλα αυτά για τους πολίτες του Νομού μας. Μείωση του εισοδήματος σημαίνει ακόμα μικρότερη ζήτηση για υπηρεσίες και προϊόντα, ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στη χειμαζόμενη αγορά μας και μεγαλύτερη προσφυγή στις προσφορές των πολυκαταστημάτων – ημεδαπών και μη – που εδραιώθηκαν και στη περιοχή μας. Σημαίνει λιγότερο εσωτερικό τουρισμό και σμίκρυνση της οικονομικής δραστηριότητας στις τουριστικές περιοχές μας, αφού πλήττονται όλοι οι παρεμφερείς κλάδοι.
Χωρίς καμιά αμφιβολία στη χώρα μας χρειάζεται σήμερα μια γενναία αναδιανομή πλούτου. Η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή δημιουργεί δυο Ελλάδες, που σε λίγο η μια δεν θα αναγνωρίζει την άλλη. Στη χώρα μας απαιτείται μια αναπτυξιακή πολιτική που στο επίκεντρό της θα έχει τον οικονομικά αδύναμο, μια προοδευτική πολιτική που θα χτυπάει στη ρίζα τους παράγοντες που δημιουργούν φτώχεια. Μια πολιτική που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την αδικία της αγοράς και θα προτάσσει την κοινωνική συνοχή. Και αυτήν την πολιτική μόνον το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δείχνει ότι μπορεί – υπό το βάρος και της μεγίστης ιστορικής του ευθύνης - να την εγγυηθεί.
Εν κατακλείδι, ποια θα ήταν η επιτομή της κυβερνητικής πολιτικής; Την απάντηση δίνει ο Τζερόμ Τζερόμ: «Είναι καλύτερη πολιτική να λες την αλήθεια. Εκτός φυσικά αν είσαι εκπληκτικά καλός ψεύτης».

H επιτομή του “Θα” της κυβερνητικής πολιτικής

«“Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν τις εκλογές και μετά το κυνήγι” (Τσώρτσιλ)»

Απέναντι στους συντηρητικούς που πίεζαν για λιτότητα και για θυσίες των, ως συνήθως, μη εχόντων, ο Μίλτον Κέυνς, ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους και “πατέρας” του κράτους πρόνοιας και των οικονομικών της ζήτησης του 20ου αιώνα, απάντησε: “μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί…”. Αυτή η απάντηση, κατά την άποψη του γράφοντος, ταιριάζει στην παρατεταμένη λιτότητα που επιφύλαξε για τον ελληνικό λαό η κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας. Μια διακυβέρνηση, με έντονα τα χαρακτηριστικά της κλασικής δεξιάς ταξικής πολιτικής. Υιοθετήθηκε και εφαρμόζεται με έντονο μάλιστα τρόπο η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ολίγων και σε βάρος των πολλών. Εκτός από την επιβάρυνση των φορολογούμενων με 3.3 δισεκατομμύρια ευρώ, χειροτερεύει η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων, μια σχέση που πλήττει ακόμη περισσότερο τους χαμηλόμισθους και οικονομικά αδύναμους, οι οποίοι, στον αντίποδα, βλέπουν να μειώνονται οι δαπάνες για τους μισθούς και τις συντάξεις, για την παιδεία και τις κοινωνικές παροχές.

Για άλλη μια φορά πάνε περίπατο οι προεκλογικές υποσχέσεις-δεσμεύσεις όπως συνήθιζε να λέει ο πρωθυπουργός, για να αποδειχθεί πόσο δίκιο είχε ο Τσώρτσιλ (βλ.προλ.). Δυστυχώς, στην πράξη η κυβέρνηση του κ.Καραμανλή αποδεικνύεται πρώτη στις υποσχέσεις και τελευταία στις επιδόσεις. Αφού επιχείρησε δια της εκ του μακρόθεν επιστασίας να πείσει την αγορά να πάρει από μόνη της το δρόμο της, ήρθε τις τελευταίες ημέρες και ενόψει των επικείμενων εκλογών να “γλυκάνει” τους πολίτες με φιλοδωρήματα, που βαπτίζει οικονομικές ενισχύσεις!!

Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Οι νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, που προσέδωσε η κυβέρνηση στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την ξέφρενη ακρίβεια, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η κυβέρνηση οδηγεί την ελληνική οικονομία σε ύφεση και φέρει τεράστια ευθύνη γι’ αυτό, καθόσον ο νυν ρυθμός ανάπτυξης οφείλεται κυρίως στις εισροές του κοινοτικού πλαισίου στήριξης.

Η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου παραμένει άγνωστη για τη νεοδεξιά διακυβέρνηση και αυτή είναι μια σαφής ιδεολογική διαφορά από τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη. Και εύκολα μπορεί να αναλογισθεί κανείς τι σημαίνουν όλα αυτά για τους πολίτες του Νομού μας. Μείωση του εισοδήματος σημαίνει ακόμα μικρότερη ζήτηση για υπηρεσίες και προϊόντα, ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στη χειμαζόμενη αγορά μας και μεγαλύτερη προσφυγή στις προσφορές των πολυκαταστημάτων – ημεδαπών και μη – που εδραιώθηκαν και στη περιοχή μας. Σημαίνει λιγότερο εσωτερικό τουρισμό και σμίκρυνση της οικονομικής δραστηριότητας στις τουριστικές περιοχές μας, αφού πλήττονται όλοι οι παρεμφερείς κλάδοι.

Χωρίς καμιά αμφιβολία στη χώρα μας χρειάζεται σήμερα μια γενναία αναδιανομή πλούτου. Η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή δημιουργεί δυο Ελλάδες, που σε λίγο η μια δεν θα αναγνωρίζει την άλλη. Στη χώρα μας απαιτείται μια αναπτυξιακή πολιτική που στο επίκεντρό της θα έχει τον οικονομικά αδύναμο, μια προοδευτική πολιτική που θα χτυπάει στη ρίζα τους παράγοντες που δημιουργούν φτώχεια. Μια πολιτική που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την αδικία της αγοράς και θα προτάσσει την κοινωνική συνοχή. Και αυτήν την πολιτική μόνον το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δείχνει ότι μπορεί – υπό το βάρος και της μεγίστης ιστορικής του ευθύνης - να την εγγυηθεί.

Εν κατακλείδι, ποια θα ήταν η επιτομή της κυβερνητικής πολιτικής; Την απάντηση δίνει ο Τζερόμ Τζερόμ: «Είναι καλύτερη πολιτική να λες την αλήθεια. Εκτός φυσικά αν είσαι εκπληκτικά καλός ψεύτης».

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

H διαχείριση των υδατικών πόρων της Θεσσαλίας στο μικροσκόπιο


Ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα – και θα αντιμετωπίσει εντονότερα στο μέλλον - η κοινωνία της Θεσσαλίας, είναι το πρόβλημα του νερού και της διαχείρισής του. Μια σειρά από ειδικές συνθήκες που σχετίζονται με το κλίμα, τη γεωμορφολογία και την αγροτική ανάπτυξη, έχουν γίνει η αιτία για σοβαρά και συχνά μη αναστρέψιμα προβλήματα εξάντλησης και υποβάθμισης των επιφανειακών και των υπόγειων υδατικών αποθεμάτων, που θα αγγίξουν τα όρια μεγάλης οικολογικής καταστροφής, ιδιαίτερα εάν δεν ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή όσων προβλέπονται στην ευρωπαϊκή Οδηγία για το νερό και αν δεν ολοκληρωθούν σύντομα τα μεγάλα έργα.
Με την ψήφιση της Οδηγίας WFD 2000/60/EC και την ενσωμάτωση της στο εσωτερικό δίκαιο με τον Ν. 3199/2003, δίνεται η ευκαιρία στη χώρα μας να οργανώσει, να εκσυγχρονίσει τα συστήματα διαχείρισης των υδατικών της πόρων και να αποκτήσει υδατική πολιτική, που θα στηρίζεται σε αρχές που έχουν υιοθετηθεί από όλες τις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Με το νέο νομικό πλαίσιο επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί σε μεγάλο βαθμό, η αποσπασματική και ευκαιριακή προσέγγιση των προβλημάτων της διαχείρισης και προστασίας των υδατικών συστημάτων που ίσχυε και να σταματήσει η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων και πόρων.
Η επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν στην διαχείριση των υδατικών πόρων των 4 νομών της Θεσσαλίας είναι δύσκολη υπόθεση, εξαιτίας και των παρακάτω λόγων:
α) υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα ως προς τη χρήση του νερού,
β) παρατηρείται μείωση του υδατικού δυναμικού τα τελευταία 20 χρόνια, λόγω μιας φθίνουσας πορείας των κατακρημνισμάτων αλλά και της αύξησης των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων,
γ) υπάρχει έλλειψη, σε πολλές περιοχές, συγχρόνων συλλογικών αρδευτικών δικτύων και μεγάλη σπατάλη νερού για αρδεύσεις μέσω ιδιωτικών γεωτρήσεων,
δ) επιτείνονται οι δυσμενείς επιπτώσεις για το περιβάλλον λόγω της συνεχούς αύξησης της ρύπανσης των επιφανειακών και υπογείων νερών από τα λύματα των οικισμών και απόβλητα των βιομηχανιών, καθώς και από τη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων στην γεωργική παραγωγή,
ε) εμφανίζεται υπερβολική μείωση της παροχής ή περιοδική στείρευση ορισμένων πηγών λόγω των εντατικών αντλήσεων, που συνεπάγονται κίνδυνο για τους βιότοπους της περιοχής και
στ) είναι ορατός ο κίνδυνος τοπικής ή γενικευμένης εξάντλησης των αποθεμάτων υπογείου νερού με ενδεχόμενο την υποβάθμιση της ποιότητα τους (διείσδυση της θάλασσας και υφαλμύρινση), λόγω των εντατικών αντλήσεων από τις γεωτρήσεις, ιδίως σε περιόδους, όπως η τρέχουσα, που επικρατούν συνθήκες παρατεταμένης ανομβρίας.
Οι μελλοντικές ανάγκες της Θεσσαλίας σε νερό για τις διάφορες χρήσεις εκτιμάται ότι δεν θα μειωθούν. Οι αρδεύσεις στην θεσσαλική πεδιάδα θα συνεχισθούν και στο μέλλον, ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές επιδοτήσεων ή αναδιαρθρώσεων επιβάλλει η Ε.Ε. (με την νέα Κ.Α.Π.). Η πρόβλεψη είναι ότι η καλλιέργεια του βάμβακος παραμένει σαν επικρατέστερη καλλιέργεια στην Θεσσαλία. Αλλά ακόμη και εάν αντικατασταθεί σε ένα βαθμό (είναι πιθανό στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ) με άλλες, όπως τα κτηνοτροφικά φυτά, τα ενεργειακά ή τα κηπευτικά, δεν θα είναι εφικτή η εξοικονόμηση σημαντικής ποσότητας νερού, αφού ορισμένες από τις καλλιέργειες αυτές, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, υδροβόρες (καλαμπόκι, μηδική, κ.α.).
Ειδικότερα, η Θεσσαλία κάνει χρήση επιφανειακών νερών (που δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς) και κυρίως υπόγειων νερών, τα οποία χρειάζονται προστασία από την υπερεκμετάλλευση που γίνεται για τις αρδεύσεις. Η χρήση νερού σε τομείς όπως η Γεωργία, πρέπει να γίνει περισσότερο ορθολογική με παρεμβάσεις και μέτρα προς την κατεύθυνση εξοικονόμησης νερού (επέκταση συστημάτων στάγδην άρδευσης, τιμολόγηση νερού, κ.α.).
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, πρόβλημα εξακολουθεί να αποτελεί και η συνύπαρξη μεγάλου αριθμού φορέων (υπουργείων, περιφερειών, τοπικής αυτοδιοίκησης, ερευνητικών ιδρυμάτων, κ.λ.π.), των οποίων οι αρμοδιότητες, οι σχετικές µε τους υδατικούς πόρους, συχνά συγκρούονται στην πράξη, κύριος απότοκος των οποίων είναι οι αποσπασματικές ενέργειες, ο στοιχειώδης ή κακός προγραμματισμός, οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, η σπατάλη πόρων κ.α.. Πραγματική δύναμη προώθησης έργων και δράσεων στον τομέα των υδατικών πόρων, συνήθως είναι η εξυπηρέτηση τοπικιστικών συμφερόντων, οι πιέσεις από χρήστες νερού (αρδευτές, ΤΟΕΒ, κ.α.) ή από τοπικούς φορείς (Δήμοι – Νομαρχίες), για την κάλυψη τοπικών αναγκών και όχι ο συνολικός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός στη βάση αρχών, όπως η ιεράρχηση αναγκών και η προστασία του περιβάλλοντος. Οι αυθαίρετες επεκτάσεις αρδεύσεων, οι αυθαίρετες κατασκευές πρόχειρων ή μόνιμων έργων (συνήθως με κρατικούς ή πόρους της αυτοδιοίκησης) σε κοίτες συλλεκτήρων ή ποταμών, οι ανορύξεις παράνομων γεωτρήσεων κ.α., είναι η αντικειμενική περιγραφή μιας κατάστασης που έχει παγιωθεί και κυριαρχεί στην Θεσσαλία, σε ότι αφορά το νερό.
Στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δημοκρατία δεν έγινε προγραμματισμός για μέτρα που αφορούν την χρήση και την προστασία των υδάτων της. Δεν έγινε καμία σύσκεψη ή ένα έγγραφο προς τις σχετικές με το αντικείμενο υπηρεσίες και φορείς. Δεν γίνεται καμία προετοιμασία για κατάρτιση προγράμματος μέτρων και παρακολούθησης της κατάστασης των υδάτων, παρότι προβλέπεται ότι στο σχέδιο διαχείρισης θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά και τα προγράμματα μέτρων και παρακολούθησης, για τα οποία έχουν λόγο και οι φορείς της Θεσσαλίας. Θα ζητηθεί η γνώμη τους και πότε; Δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό ασκούνται οι αρμοδιότητες και εάν έχουν υλοποιηθεί η σύνταξη αναλυτικής έκθεσης χαρακτηριστικών λεκάνης απορροής Πηνειού (μέχρι 22-12-2004) και η κατάρτιση εθνικού μητρώου προστατευόμενων περιοχών. Δεν έχει συσταθεί ακόμη το Περιφερειακό Συμβούλιο Υδάτων Θεσσαλίας. Δεν γίνεται ενημέρωση των χρηστών νερού (αγρότες) και του κοινού για την νέα Οδηγία και ουσιαστική συμμετοχή στις διαδικασίες προστασίας των υδάτων, αλλά ούτε κανένας συντονισμός των φορέων για θέματα που σχετίζονται με τον προγραμματισμό, την χρήση και την προστασία των υδάτων. Δεν άρχισε η προετοιμασία για κατάρτιση προγράμματος ειδικών μέτρων κατά της ρύπανσης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Δεν υπάρχει βελτίωση στις υποδομές του ελέγχου ποιότητας νερού. Δεν προστέθηκε ούτε ένας νέος σταθμός μέτρησης ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων του νερού και δεν αυξήθηκαν οι λίγες μετρήσεις - παρατηρήσεις που γινόταν από την Δ/νση Υδάτων (αντίθετα μειώθηκαν στο ελάχιστο, αφού το προσωπικό ασχολείται με την χορήγηση αδειών χρήσης κ.α.).
Παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται φαινόμενα ρύπανσης υδατικών πόρων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας, δεν γίνεται καμία συστηματική προσπάθεια για την καταπολέμηση της ρύπανσης και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Δεν συνεδρίασε η Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Η Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων δεν ασκεί τις περισσότερες από τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα του Ν. 3199/2003. Δεν είναι γνωστό εάν λειτουργεί το εθνικό δίκτυο παρακολούθησης ποιότητας και ποσότητας των υδάτων, ενώ υπάρχει προβληματισμός εάν αυτό είναι δυνατόν να γίνει σύντομα, όταν απαιτούνται εκατοντάδες σταθμοί για τις 235 υδρολογικές λεκάνες της χώρας και οι περισσότερες Περιφέρειες της χώρας διαθέτουν ελάχιστους. Δεν άρχισε καμία σοβαρή προσπάθεια για να προστατευτούν αποτελεσματικά οι υδατικοί πόροι από περαιτέρω υποβάθμιση και να εφαρμοστεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», αρχή η οποία είναι δίκαιη μεν, αλλά πολύ δύσκολα θα εφαρμοσθεί, εάν δεν αλλάξει η νοοτροπία των χρηστών και δεν οργανωθούν αποτελεσματικοί οι διοικητικοί μηχανισμοί. Δεν άρχισε καμία σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της διαχείρισης της ζήτησης, που θεωρείται σήμερα ως φθηνή εναλλακτική πηγή νερού σε συνδυασμό με νέα σύγχρονα αρδευτικά συστήματα. Το αρμόδιο για την διαχείριση του νερού Υπουργείο (ΥΠΕΧΩΔΕ), δεν σχεδίασε κάποιο πρόγραμμα ενημέρωσης των χρηστών και ιδιαίτερα των αγροτών, για την ανάγκη περιορισμού της σπατάλης και για τις δεσμεύσεις - προοπτικές της Οδηγίας. Την ενημέρωση, όμως, αυτή δεν έκαναν ούτε άλλο Υπουργείο, υπηρεσία ή επιστημονικός φορέας. Χρήματα που δαπανήθηκαν για να βοηθήσουν και στην εφαρμογή της Οδηγίας, δεν αξιοποιούνται όπως έχουν σχεδιασθεί, δηλαδή ως εργαλεία που βοηθούν στην λήψη αποφάσεων για την διαχείριση των υδατικών πόρων.
Υπάρχει σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης για την Οδηγία, τόσο στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες όσο και στους χιλιάδες χρήστες, που θα έπρεπε ήδη να καθοδηγούνται σε αλλαγή νοοτροπίας με κατάλληλα ενημερωτικά - επιμορφωτικά προγράμματα, σύμφωνα με όσα ορίζει η Οδηγία και ο Ν. 3199/2003.
Τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Θεσσαλία στη διαχείριση των υδατικών πόρων, σε θεσμικό, οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό και τεχνολογικό επίπεδο, μπορούν σήμερα να αντιμετωπισθούν στα πλαίσια μιας στρατηγικής εθνικής υδατικής πολιτικής, που θα πρέπει επιτέλους να χαράξει η Πολιτεία, με στόχο την εξοικονόμηση νερού και την Βιώσιμη Ανάπτυξη, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα αποκατάστασης του περιβάλλοντος, όπως μείωση της χρήσης υπόγειων νερών, σταδιακή αχρήστευση γεωτρήσεων (σε περιοχές που θα καθορισθούν μετά από μελέτες) και έργα τεχνητού εμπλουτισμού υπόγειων υδροφορέων (όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό), μέτρα εξοικονόμησης νερού (εκσυγχρονισμό αρδευτικών δικτύων, νέες μεθόδους άρδευσης, κ.α.) και ενδεχομένως μέτρα διαχείρισης της ζήτησης (τιμολόγηση νερού). Για την Θεσσαλία είναι αναγκαίος ο προγραμματισμός επενδύσεων σταδιακής αντικατάστασης των υδροβόρων συστημάτων άρδευσης με άλλα πιο οικονομικά, πιλοτικό πρόγραμμα «αειφόρου» διαχείρισης και εξοικονόμησης υδατικών πόρων με σύγχρονα αυτοματοποιημένα συστήματα άρδευσης (βλ. Ισραήλ, Κύπρο, Ιταλία) και συντονισμένη προσπάθεια τοποθέτησης (έστω & δοκιμαστικά) μετρητών κατανάλωσης νερού στα συλλογικά αρδευτικά δίκτυα. Η διατήρηση των υδατικών πόρων, μέσω της εξοικονόμησης νερού, πρέπει να αποτελέσει κεντρική προτεραιότητα με αλλαγές τόσο σε πολιτικές, όσο και σε καθημερινές πρακτικές και συνήθειες.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για το περιβάλλον και για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των οικονομικών πόρων που θα διατεθούν για παρόμοια έργα τα επόμενα χρόνια από την Ε.Ε. στη Θεσσαλία, είναι ο άμεσος εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης με εξειδικευμένο και έμπειρο τεχνικό προσωπικό και η στενή συνεργασία με όλους τους φορείς-χρήστες νερού (αγρότες, τοπική αυτοδιοίκηση κ.α.), διαφορετικά η ερημοποίηση της Θεσσαλίας θα καταστεί αναπόφευκτο γεγονός και γι’ αυτό δεν θα φέρουν ευθύνη οι κλιματολογικές αλλαγές, αλλά του κεφαλιού μας «ο κακός μας ο καιρός» και μόνον…

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

«H Δημοκρατία μας σε αδιέξοδο»*

*(αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε η πρόσφατη συμπλήρωση 33 χρόνων
από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας)

...η ίδια είσαι εσύ, Δημοκρατία, αφρόντιστη και κακογερασμένη, βρώμικη και ντυμένη με κουρέλια που δεν σου πρέπουν...” (παράφραση του Ομήρου, “Οδύσσεια” Ω 249-250)
Η περίοδος της μεταπολίτευσης και ειδικότερα η τελευταία 20ετία αποτελούν περίοδο τάχιστων αλλαγών και γενικότερα μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτείας. Χωρίς υπερβολή, η Ελλάδα του 2007 είναι σε πολλαπλά επίπεδα μια χώρα ποιοτικά διαφορετική από την Ελλάδα του 1970. Οι δε αλλαγές που έχουν επέλθει κατά την περίοδο αυτή είναι εν πολλοίς παγιωμένες και, με την εξαίρεση δυνητικών ρήξεων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ένας μείζων πόλεμος ή μια οικονομική κατάρρευση, μη αναστρέψιμες.
Πιο συγκεκριμένα, στο οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, που ανήκει στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντάσσεται στις 30 ευπορότερες οικονομίες στον κόσμο, δεν έχει καμιά σχέση με την υπανάπτυκτη ή αναπτυσσόμενη Ελλάδα των δεκαετιών του 1950 και 1960. Στο πολιτικό επίπεδο, η παγίωση της δημοκρατίας που επιτεύχθηκε μεταξύ 1974 και 1981, διαμόρφωσε για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της χώρας μας ένα πολιτικό καθεστώς, στο πλαίσιο του οποίου οι έλληνες πολίτες μπορούν να απολαμβάνουν, κατά τρόπο προϊόντος πληρέστερο, τα δικαιώματά τους και τις ελευθερίες τους. Στο διεθνές επίπεδο, η προϊούσα ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς και τη δυναμική της ενωμένης Ευρώπης οδήγησε την Ελλάδα στον εσωτερικό πυρήνα του διεθνούς συστήματος.
Στο επίπεδο γενεών, η γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκε το 1974 αποτελεί την πρώτη γενεά στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας που ενηλικιώθηκε και εξακολουθεί να ζει απαλλαγμένη από συλλογικές μνήμες ταυτισμένες με τραυματικές εμπειρίες, άρρηκτα συνδεδεμένες με παγκόσμιους ή εμφύλιους πολέμους, εμφύλιες διαιρέσεις, πραξικοπήματα, δικτατορίες ή μείζονες οικονομικές κρίσεις.
Η ποιοτική αυτή αλλαγή, η οποία, ίσως, είναι και η σημαντικότερη, γίνεται ακόμη πιο εμφανής από το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα εξαγωγής και έγινε χώρα εισαγωγής ανθρώπινου δυναμικού.
Μολαταύτα, ποια είναι η ποιότητα της δημοκρατίας που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας; Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό μοντέλο μας έχουν να κάνουν με την διαπιστούμενη μείωση της συμμετοχής και της κινητοποίησης των πολιτών και τον μερικό -ή και ολικό πολλές φορές- αποκλεισμό τους από τις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων, τα οποία όχι μόνον απαξίωσαν την πολιτική, μετατρέποντας τα άτομα-πολίτες σε άτομα-ιδιώτες, αλλά – το κυριότερο – έφεραν τη δημοκρατία μας σε πραγματικό αδιέξοδο, αφού της προσέδωσαν τα χαρακτηριστικά μιας παθητικής δημοκρατίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ενισχύονται τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων έναντι των αντίστοιχων πολιτικών, διογκώνοντας το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος, όπως αυτό εκδηλώνεται με διάφορες μορφές: απολιτική συμπεριφορά -κυρίως των νέων-, αυξανόμενη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες - τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο-, αίσθημα απόρριψης του πολίτη από το κράτος. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης η πολιτική παύει να είναι για πολλούς το πεδίο όπου παίζεται η ευτυχία ή η δυστυχία μας και στο οποίο αξίζει να αφιερώσει κανείς την ενέργεια και τον χρόνο του.
Από την άλλη, η δυνατότητα της πολιτικής σκέψης να εμπνέει, ανοίγοντας νέους δρόμους και προοπτικές, αντί να αντιδρά απλώς στα ερεθίσματα και να περιορίζεται στα συνηθισμένα, έχει καταστεί από δεδομένο, απλά επιτακτική ανάγκη. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκίντενς, η πολιτική ζωή χωρίς ιδανικά δεν έχει αξία, αλλά και τα ιδανικά είναι κούφια αν δεν συνδέονται με τις πραγματικές δυνατότητες. Χρειάζονται, επομένως, προσανατολισμοί και στόχοι τόσο για την κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε, όσο και για τους τρόπους και τα μέσα που θα μας οδηγήσουν σ’ αυτήν.
Διακόσια χρόνια μετά από την υιοθέτηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αυτό το οποίο με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι το σύστημα αυτό έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του κύκλο. Είναι σήμερα ένα σύστημα το οποίο τελειώνει, ένα σύστημα το οποίο υποχωρεί καθημερινά και δίνει πλέον την θέση του σε ένα νέο πολίτευμα, το οποίο ιστορικά δημιουργείται και θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δημοκρατία των πολιτών». Μα θα μου πείτε, υπάρχει άλλη δημοκρατία, εκτός από την δημοκρατία των πολιτών; Δεν ταυτίζεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα με την Δημοκρατία; Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης, Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο «δήμος εστί ο κρατών», είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν, μέσα από μια δημοψηφισματική διαδικασία, διότι, όπως είπε, «Ευδιαφθορότεροι γαρ εισίν οι ολίγοι των πολλών», δηλ. τους λίγους μπορείς να τους διαφθείρεις με χάρες, ρουσφέτια και με χρήματα, δεν μπορείς, όμως, να διαφθείρεις τους πολλούς και αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όταν άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις «αντί του λαού», αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι αντιπροσωπευτικό σύστημα. Κατά κυριολεξία, δεν υπάρχει δημοκρατία αντιπροσώπων, υπάρχει μόνο δημοκρατία των πολιτών.
Σήμερα που ο λαός μας έχει ένα άλλο, πολύ ανώτερο βιοτικό και διανοητικό – παρόλες τις προσπάθειες για τον υποβιβασμό του- επίπεδο, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αντιπροσώπους ποιότητας, όπως στο παρελθόν, αλλά για λαό ποιότητας, ο οποίος θα διεκδικεί συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν σήμερα να διευθετηθούν με αποτελεσματικότητα και προοπτική να αντέξουν στο χρόνο, αν δεν αποφασιστούν με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού. Η συγκατάθεση, η συναίνεση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη, αλλά και για τη διατήρηση και ευόδωση των θεμελιωδών τουλάχιστον αποφάσεων, όπως απαραίτητη είναι ασφαλώς η ουσιαστική και διαρκής ενημέρωση του ελληνικού λαού, ώστε να αποφασίσει υπεύθυνα ασκώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Δημοκρατίας, το θεμέλιο της οποίας είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μια έννοια, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην άμεση δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας. Συμμετοχική Δημοκρατία σημαίνει ενίσχυση του ρόλου της διαβούλευσης σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να ξαναδημιουργηθεί ένας ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του κόσμου της εργασίας, με το κράτος ρυθμιστή και όχι θεατή της αγοράς και εγγυητή της κοινωνικής πολιτικής. Σημαίνει συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων μέσα από την αναβάθμιση της πληροφόρησης, με δικαιοδοσίες και εξουσίες στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είτε σε επίπεδο κόμματος, είτε σε επίπεδο κράτους με σημείο αναφοράς την περιφέρεια. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι εκ των προτέρων μια προοδευτική δημοκρατία, γιατί θέτει ως προτεραιότητα στο επίκεντρο της πολιτικής τον Πολίτη και προϋποθέτει τη ριζική αποκέντρωση, την προοδευτική και συμμετοχική διακυβέρνηση.
Οι θεσμοί της συμμετοχικής δημοκρατίας είναι τρεις: το δημοψήφισμα, η ανάκληση και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Οι θεσμοί αυτοί και κυρίως το δημοψήφισμα – ένας κατεξοχήν θεμελιώδης, δημοκρατικός, ελληνικός θεσμός - αποτελούν την μόνη απάντηση στην γενικότερη κρίση που μας περιβάλλει, η οποία είναι μεταξύ άλλων κρίση πολιτική, είναι κρίση θεσμών, κρίση αξιών. Και το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μεγαλώνει τόσο, όσο πιο κοντά είναι η δημοκρατία των πολιτών. Ένα από τα πλέον γνωστά ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Καλιφόρνια, όπου πλέον η διαφθορά είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της, μια ομάδα πολιτών κατόρθωσε να τοποθετήσει στην διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος μία διάταξη για το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή το δημοψήφισμα στη διεξαγωγή του οποίου είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει η κρατική εξουσία, εφόσον συγκεντρωθεί ένας αριθμός υπογραφών. Από τότε η Καλιφόρνια των ΗΠΑ αποτελεί λαμπρό παράδειγμα εφαρμογής θεσμών άμεσης δημοκρατίας παγκοσμίως. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι η Καλιφόρνια είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελβετία σε πληθυσμό και πολύ περισσότερη σε έκταση αντιλαμβάνεστε την μεγάλη σημασία αυτής της εξέλιξης.
Η συμμετοχική δημοκρατία είναι αυτή που μπορεί να ξανακάνει τη δημοκρατία μας ενεργητική, είναι η απάντηση της σύγχρονης αριστεράς στον νεοδεξιό λαϊκισμό, είναι ο ριζοσπαστισμός που απαιτείται για να στρέψουν το βλέμμα οι πολίτες και πάλι στην πολιτική με πίστη και αισιοδοξία. Είναι το μεγάλο στοίχημα για τις προοδευτικές δυνάμεις στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα και ταυτόχρονα ένας δρόμος δύσκολος, προκλητικός αλλά και όμορφος. Αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, αύριο ο πολίτης θα γίνει περισσότερο κυνικός. Την επόμενη ημέρα θα είναι θυμωμένος και την μεθεπόμενη θα χάσει κάθε ελπίδα ή θα βρει ελπίδα στον εξτρεμισμό, τον φονταμενταλισμό και τη βία…