Για όσους έχουν εμπλακεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την πολιτική ή με οποιαδήποτε θέση ευθύνης, που ενέχει ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον, θα έχουν διαπιστώσει από την πρώτη στιγμή ότι η επαφή με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό και κρίσιμο ζήτημα, που χρήζει γνώσεων χειρισμού, επειδή, πέραν της διαχείρισης και του τρόπου προβολής της πληροφορίας, υπεισέρχεται και ο προσωπικός παράγων, τόσο του προβαλλόμενου, όσο και του δημοσιογράφου.
Η περαιτέρω διαρκής εμπλοκή με τις δημόσιες υποθέσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καλλιέργεια διαρκών σχέσεων με τους δημοσιογράφους, αφού το “πρόσωπο ευθύνης” αποτελεί κίνητρο για τους τελευταίους, προκειμένου να δημιουργήσουν και διατηρήσουν προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης μαζί του, που σπανίως είναι ειλικρινείς και ανυστερόβουλες, αφού σε πλείστες περιπτώσεις πρώτιστο κίνητρο είναι η εξασφάλιση της αποκλειστικότητας στην πληροφορία.
Κι αν μεν όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν ουσιαστικό πρόβλημα για το κοινωνικό σύνολο, ούτε και για τους πολιτικούς σχηματισμούς, αφού λίγο ως πολύ όλοι τα γνωρίζουν και τα αποδέχονται ως μέρος του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, εντούτοις πρόβλημα και μάλιστα ιδιαίτερα σοβαρό ανακύπτει στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος, παρασυρόμενος από το ωμό κίνητρο για την αύξηση της κυκλοφορίας του εντύπου ή της ακροαματικότητας του μέσου, που εργάζεται, παραβιάσει την σχέση εμπιστοσύνης και το επαγγελματικό απόρρητο, δημοσιοποιώντας οποιαδήποτε πληροφορία, που του εμπιστεύθηκε (off the record) το “πρόσωπο ευθύνης”, στα πλαίσια της δέσμευσης που ανέλαβε για τήρηση της εχεμύθειας.
Και το μεν “πρόσωπο ευθύνης” καθίσταται δακτυλοδεικτούμενο από τη μια στιγμή στην άλλη και ως “βαθύ λαρύγγι” ωθείται σε παραίτηση, ο δε δημοσιογράφος παραμένει στο απυρόβλητο, χωρίς τύψεις συνειδήσεως, καίτοι στη πραγματικότητα παραβίασε όχι μόνον άγραφους ηθικούς κανόνες, όπως ίσως νομίζουν μερικοί, αλλά πρωτίστως εκείνον του άρθρου 2 περ. ι του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, ο μη σεβασμός του οποίου επισύρει σοβαρές κυρώσεις, πλην, όμως, την σχετική πειθαρχική διαδικασία, πλην του θιγόμενου, θα μπορούσε να κινήσει αυτεπαγγέλτως και το συνδικαλιστικό όργανο, στο οποίο ανήκει ο δημοσιογράφος, εάν βεβαίως διαθέτει ευαίσθητα ώτα.
Το παρόν άρθρο γράφτηκε με αφορμή το ιστορικό της παραίτησης του Αντιδημάρχου Βόλου Ηλία Ξηρακιά και τη δήλωση παραίτησής του, στην οποία, μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι «Στη μακρόχρονη ενασχόληση μου με τα κοινά ποτέ δεν κάλεσα κανέναν λειτουργό του τύπου για να του «σφυρίξω» κάτι στο αυτί» ή να του ζητήσω να γράψει κάτι σκόπιμα. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης μαζί τους δοκιμάζονται καθημερινά στην πράξη» και αποσκοπεί στην επισήμανση των κινδύνων που ελλοχεύουν και σε όλους εκείνους που θεωρούν ότι τους αφορά…
Η περαιτέρω διαρκής εμπλοκή με τις δημόσιες υποθέσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καλλιέργεια διαρκών σχέσεων με τους δημοσιογράφους, αφού το “πρόσωπο ευθύνης” αποτελεί κίνητρο για τους τελευταίους, προκειμένου να δημιουργήσουν και διατηρήσουν προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης μαζί του, που σπανίως είναι ειλικρινείς και ανυστερόβουλες, αφού σε πλείστες περιπτώσεις πρώτιστο κίνητρο είναι η εξασφάλιση της αποκλειστικότητας στην πληροφορία.
Κι αν μεν όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν ουσιαστικό πρόβλημα για το κοινωνικό σύνολο, ούτε και για τους πολιτικούς σχηματισμούς, αφού λίγο ως πολύ όλοι τα γνωρίζουν και τα αποδέχονται ως μέρος του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, εντούτοις πρόβλημα και μάλιστα ιδιαίτερα σοβαρό ανακύπτει στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος, παρασυρόμενος από το ωμό κίνητρο για την αύξηση της κυκλοφορίας του εντύπου ή της ακροαματικότητας του μέσου, που εργάζεται, παραβιάσει την σχέση εμπιστοσύνης και το επαγγελματικό απόρρητο, δημοσιοποιώντας οποιαδήποτε πληροφορία, που του εμπιστεύθηκε (off the record) το “πρόσωπο ευθύνης”, στα πλαίσια της δέσμευσης που ανέλαβε για τήρηση της εχεμύθειας.
Και το μεν “πρόσωπο ευθύνης” καθίσταται δακτυλοδεικτούμενο από τη μια στιγμή στην άλλη και ως “βαθύ λαρύγγι” ωθείται σε παραίτηση, ο δε δημοσιογράφος παραμένει στο απυρόβλητο, χωρίς τύψεις συνειδήσεως, καίτοι στη πραγματικότητα παραβίασε όχι μόνον άγραφους ηθικούς κανόνες, όπως ίσως νομίζουν μερικοί, αλλά πρωτίστως εκείνον του άρθρου 2 περ. ι του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, ο μη σεβασμός του οποίου επισύρει σοβαρές κυρώσεις, πλην, όμως, την σχετική πειθαρχική διαδικασία, πλην του θιγόμενου, θα μπορούσε να κινήσει αυτεπαγγέλτως και το συνδικαλιστικό όργανο, στο οποίο ανήκει ο δημοσιογράφος, εάν βεβαίως διαθέτει ευαίσθητα ώτα.
Το παρόν άρθρο γράφτηκε με αφορμή το ιστορικό της παραίτησης του Αντιδημάρχου Βόλου Ηλία Ξηρακιά και τη δήλωση παραίτησής του, στην οποία, μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι «Στη μακρόχρονη ενασχόληση μου με τα κοινά ποτέ δεν κάλεσα κανέναν λειτουργό του τύπου για να του «σφυρίξω» κάτι στο αυτί» ή να του ζητήσω να γράψει κάτι σκόπιμα. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης μαζί τους δοκιμάζονται καθημερινά στην πράξη» και αποσκοπεί στην επισήμανση των κινδύνων που ελλοχεύουν και σε όλους εκείνους που θεωρούν ότι τους αφορά…