*(αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε η πρόσφατη συμπλήρωση 33 χρόνων
από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας)
“...η ίδια είσαι εσύ, Δημοκρατία, αφρόντιστη και κακογερασμένη, βρώμικη και ντυμένη με κουρέλια που δεν σου πρέπουν...” (παράφραση του Ομήρου, “Οδύσσεια” Ω 249-250)
Η περίοδος της μεταπολίτευσης και ειδικότερα η τελευταία 20ετία αποτελούν περίοδο τάχιστων αλλαγών και γενικότερα μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτείας. Χωρίς υπερβολή, η Ελλάδα του 2007 είναι σε πολλαπλά επίπεδα μια χώρα ποιοτικά διαφορετική από την Ελλάδα του 1970. Οι δε αλλαγές που έχουν επέλθει κατά την περίοδο αυτή είναι εν πολλοίς παγιωμένες και, με την εξαίρεση δυνητικών ρήξεων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ένας μείζων πόλεμος ή μια οικονομική κατάρρευση, μη αναστρέψιμες.
Πιο συγκεκριμένα, στο οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, που ανήκει στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντάσσεται στις 30 ευπορότερες οικονομίες στον κόσμο, δεν έχει καμιά σχέση με την υπανάπτυκτη ή αναπτυσσόμενη Ελλάδα των δεκαετιών του 1950 και 1960. Στο πολιτικό επίπεδο, η παγίωση της δημοκρατίας που επιτεύχθηκε μεταξύ 1974 και 1981, διαμόρφωσε για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της χώρας μας ένα πολιτικό καθεστώς, στο πλαίσιο του οποίου οι έλληνες πολίτες μπορούν να απολαμβάνουν, κατά τρόπο προϊόντος πληρέστερο, τα δικαιώματά τους και τις ελευθερίες τους. Στο διεθνές επίπεδο, η προϊούσα ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς και τη δυναμική της ενωμένης Ευρώπης οδήγησε την Ελλάδα στον εσωτερικό πυρήνα του διεθνούς συστήματος.
Στο επίπεδο γενεών, η γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκε το 1974 αποτελεί την πρώτη γενεά στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας που ενηλικιώθηκε και εξακολουθεί να ζει απαλλαγμένη από συλλογικές μνήμες ταυτισμένες με τραυματικές εμπειρίες, άρρηκτα συνδεδεμένες με παγκόσμιους ή εμφύλιους πολέμους, εμφύλιες διαιρέσεις, πραξικοπήματα, δικτατορίες ή μείζονες οικονομικές κρίσεις.
Η ποιοτική αυτή αλλαγή, η οποία, ίσως, είναι και η σημαντικότερη, γίνεται ακόμη πιο εμφανής από το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα εξαγωγής και έγινε χώρα εισαγωγής ανθρώπινου δυναμικού.
Μολαταύτα, ποια είναι η ποιότητα της δημοκρατίας που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας; Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό μοντέλο μας έχουν να κάνουν με την διαπιστούμενη μείωση της συμμετοχής και της κινητοποίησης των πολιτών και τον μερικό -ή και ολικό πολλές φορές- αποκλεισμό τους από τις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων, τα οποία όχι μόνον απαξίωσαν την πολιτική, μετατρέποντας τα άτομα-πολίτες σε άτομα-ιδιώτες, αλλά – το κυριότερο – έφεραν τη δημοκρατία μας σε πραγματικό αδιέξοδο, αφού της προσέδωσαν τα χαρακτηριστικά μιας παθητικής δημοκρατίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ενισχύονται τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων έναντι των αντίστοιχων πολιτικών, διογκώνοντας το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος, όπως αυτό εκδηλώνεται με διάφορες μορφές: απολιτική συμπεριφορά -κυρίως των νέων-, αυξανόμενη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες - τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο-, αίσθημα απόρριψης του πολίτη από το κράτος. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης η πολιτική παύει να είναι για πολλούς το πεδίο όπου παίζεται η ευτυχία ή η δυστυχία μας και στο οποίο αξίζει να αφιερώσει κανείς την ενέργεια και τον χρόνο του.
Από την άλλη, η δυνατότητα της πολιτικής σκέψης να εμπνέει, ανοίγοντας νέους δρόμους και προοπτικές, αντί να αντιδρά απλώς στα ερεθίσματα και να περιορίζεται στα συνηθισμένα, έχει καταστεί από δεδομένο, απλά επιτακτική ανάγκη. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκίντενς, η πολιτική ζωή χωρίς ιδανικά δεν έχει αξία, αλλά και τα ιδανικά είναι κούφια αν δεν συνδέονται με τις πραγματικές δυνατότητες. Χρειάζονται, επομένως, προσανατολισμοί και στόχοι τόσο για την κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε, όσο και για τους τρόπους και τα μέσα που θα μας οδηγήσουν σ’ αυτήν.
Διακόσια χρόνια μετά από την υιοθέτηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αυτό το οποίο με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι το σύστημα αυτό έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του κύκλο. Είναι σήμερα ένα σύστημα το οποίο τελειώνει, ένα σύστημα το οποίο υποχωρεί καθημερινά και δίνει πλέον την θέση του σε ένα νέο πολίτευμα, το οποίο ιστορικά δημιουργείται και θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δημοκρατία των πολιτών». Μα θα μου πείτε, υπάρχει άλλη δημοκρατία, εκτός από την δημοκρατία των πολιτών; Δεν ταυτίζεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα με την Δημοκρατία; Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης, Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο «δήμος εστί ο κρατών», είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν, μέσα από μια δημοψηφισματική διαδικασία, διότι, όπως είπε, «Ευδιαφθορότεροι γαρ εισίν οι ολίγοι των πολλών», δηλ. τους λίγους μπορείς να τους διαφθείρεις με χάρες, ρουσφέτια και με χρήματα, δεν μπορείς, όμως, να διαφθείρεις τους πολλούς και αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όταν άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις «αντί του λαού», αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι αντιπροσωπευτικό σύστημα. Κατά κυριολεξία, δεν υπάρχει δημοκρατία αντιπροσώπων, υπάρχει μόνο δημοκρατία των πολιτών.
Σήμερα που ο λαός μας έχει ένα άλλο, πολύ ανώτερο βιοτικό και διανοητικό – παρόλες τις προσπάθειες για τον υποβιβασμό του- επίπεδο, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αντιπροσώπους ποιότητας, όπως στο παρελθόν, αλλά για λαό ποιότητας, ο οποίος θα διεκδικεί συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν σήμερα να διευθετηθούν με αποτελεσματικότητα και προοπτική να αντέξουν στο χρόνο, αν δεν αποφασιστούν με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού. Η συγκατάθεση, η συναίνεση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη, αλλά και για τη διατήρηση και ευόδωση των θεμελιωδών τουλάχιστον αποφάσεων, όπως απαραίτητη είναι ασφαλώς η ουσιαστική και διαρκής ενημέρωση του ελληνικού λαού, ώστε να αποφασίσει υπεύθυνα ασκώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Δημοκρατίας, το θεμέλιο της οποίας είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μια έννοια, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην άμεση δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας. Συμμετοχική Δημοκρατία σημαίνει ενίσχυση του ρόλου της διαβούλευσης σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να ξαναδημιουργηθεί ένας ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του κόσμου της εργασίας, με το κράτος ρυθμιστή και όχι θεατή της αγοράς και εγγυητή της κοινωνικής πολιτικής. Σημαίνει συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων μέσα από την αναβάθμιση της πληροφόρησης, με δικαιοδοσίες και εξουσίες στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είτε σε επίπεδο κόμματος, είτε σε επίπεδο κράτους με σημείο αναφοράς την περιφέρεια. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι εκ των προτέρων μια προοδευτική δημοκρατία, γιατί θέτει ως προτεραιότητα στο επίκεντρο της πολιτικής τον Πολίτη και προϋποθέτει τη ριζική αποκέντρωση, την προοδευτική και συμμετοχική διακυβέρνηση.
Οι θεσμοί της συμμετοχικής δημοκρατίας είναι τρεις: το δημοψήφισμα, η ανάκληση και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Οι θεσμοί αυτοί και κυρίως το δημοψήφισμα – ένας κατεξοχήν θεμελιώδης, δημοκρατικός, ελληνικός θεσμός - αποτελούν την μόνη απάντηση στην γενικότερη κρίση που μας περιβάλλει, η οποία είναι μεταξύ άλλων κρίση πολιτική, είναι κρίση θεσμών, κρίση αξιών. Και το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μεγαλώνει τόσο, όσο πιο κοντά είναι η δημοκρατία των πολιτών. Ένα από τα πλέον γνωστά ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Καλιφόρνια, όπου πλέον η διαφθορά είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της, μια ομάδα πολιτών κατόρθωσε να τοποθετήσει στην διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος μία διάταξη για το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή το δημοψήφισμα στη διεξαγωγή του οποίου είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει η κρατική εξουσία, εφόσον συγκεντρωθεί ένας αριθμός υπογραφών. Από τότε η Καλιφόρνια των ΗΠΑ αποτελεί λαμπρό παράδειγμα εφαρμογής θεσμών άμεσης δημοκρατίας παγκοσμίως. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι η Καλιφόρνια είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελβετία σε πληθυσμό και πολύ περισσότερη σε έκταση αντιλαμβάνεστε την μεγάλη σημασία αυτής της εξέλιξης.
Η συμμετοχική δημοκρατία είναι αυτή που μπορεί να ξανακάνει τη δημοκρατία μας ενεργητική, είναι η απάντηση της σύγχρονης αριστεράς στον νεοδεξιό λαϊκισμό, είναι ο ριζοσπαστισμός που απαιτείται για να στρέψουν το βλέμμα οι πολίτες και πάλι στην πολιτική με πίστη και αισιοδοξία. Είναι το μεγάλο στοίχημα για τις προοδευτικές δυνάμεις στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα και ταυτόχρονα ένας δρόμος δύσκολος, προκλητικός αλλά και όμορφος. Αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, αύριο ο πολίτης θα γίνει περισσότερο κυνικός. Την επόμενη ημέρα θα είναι θυμωμένος και την μεθεπόμενη θα χάσει κάθε ελπίδα ή θα βρει ελπίδα στον εξτρεμισμό, τον φονταμενταλισμό και τη βία…
από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας)
“...η ίδια είσαι εσύ, Δημοκρατία, αφρόντιστη και κακογερασμένη, βρώμικη και ντυμένη με κουρέλια που δεν σου πρέπουν...” (παράφραση του Ομήρου, “Οδύσσεια” Ω 249-250)
Η περίοδος της μεταπολίτευσης και ειδικότερα η τελευταία 20ετία αποτελούν περίοδο τάχιστων αλλαγών και γενικότερα μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτείας. Χωρίς υπερβολή, η Ελλάδα του 2007 είναι σε πολλαπλά επίπεδα μια χώρα ποιοτικά διαφορετική από την Ελλάδα του 1970. Οι δε αλλαγές που έχουν επέλθει κατά την περίοδο αυτή είναι εν πολλοίς παγιωμένες και, με την εξαίρεση δυνητικών ρήξεων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ένας μείζων πόλεμος ή μια οικονομική κατάρρευση, μη αναστρέψιμες.
Πιο συγκεκριμένα, στο οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, που ανήκει στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντάσσεται στις 30 ευπορότερες οικονομίες στον κόσμο, δεν έχει καμιά σχέση με την υπανάπτυκτη ή αναπτυσσόμενη Ελλάδα των δεκαετιών του 1950 και 1960. Στο πολιτικό επίπεδο, η παγίωση της δημοκρατίας που επιτεύχθηκε μεταξύ 1974 και 1981, διαμόρφωσε για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της χώρας μας ένα πολιτικό καθεστώς, στο πλαίσιο του οποίου οι έλληνες πολίτες μπορούν να απολαμβάνουν, κατά τρόπο προϊόντος πληρέστερο, τα δικαιώματά τους και τις ελευθερίες τους. Στο διεθνές επίπεδο, η προϊούσα ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς και τη δυναμική της ενωμένης Ευρώπης οδήγησε την Ελλάδα στον εσωτερικό πυρήνα του διεθνούς συστήματος.
Στο επίπεδο γενεών, η γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκε το 1974 αποτελεί την πρώτη γενεά στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας που ενηλικιώθηκε και εξακολουθεί να ζει απαλλαγμένη από συλλογικές μνήμες ταυτισμένες με τραυματικές εμπειρίες, άρρηκτα συνδεδεμένες με παγκόσμιους ή εμφύλιους πολέμους, εμφύλιες διαιρέσεις, πραξικοπήματα, δικτατορίες ή μείζονες οικονομικές κρίσεις.
Η ποιοτική αυτή αλλαγή, η οποία, ίσως, είναι και η σημαντικότερη, γίνεται ακόμη πιο εμφανής από το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα εξαγωγής και έγινε χώρα εισαγωγής ανθρώπινου δυναμικού.
Μολαταύτα, ποια είναι η ποιότητα της δημοκρατίας που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας; Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό μοντέλο μας έχουν να κάνουν με την διαπιστούμενη μείωση της συμμετοχής και της κινητοποίησης των πολιτών και τον μερικό -ή και ολικό πολλές φορές- αποκλεισμό τους από τις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων, τα οποία όχι μόνον απαξίωσαν την πολιτική, μετατρέποντας τα άτομα-πολίτες σε άτομα-ιδιώτες, αλλά – το κυριότερο – έφεραν τη δημοκρατία μας σε πραγματικό αδιέξοδο, αφού της προσέδωσαν τα χαρακτηριστικά μιας παθητικής δημοκρατίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ενισχύονται τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων έναντι των αντίστοιχων πολιτικών, διογκώνοντας το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος, όπως αυτό εκδηλώνεται με διάφορες μορφές: απολιτική συμπεριφορά -κυρίως των νέων-, αυξανόμενη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες - τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο-, αίσθημα απόρριψης του πολίτη από το κράτος. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης η πολιτική παύει να είναι για πολλούς το πεδίο όπου παίζεται η ευτυχία ή η δυστυχία μας και στο οποίο αξίζει να αφιερώσει κανείς την ενέργεια και τον χρόνο του.
Από την άλλη, η δυνατότητα της πολιτικής σκέψης να εμπνέει, ανοίγοντας νέους δρόμους και προοπτικές, αντί να αντιδρά απλώς στα ερεθίσματα και να περιορίζεται στα συνηθισμένα, έχει καταστεί από δεδομένο, απλά επιτακτική ανάγκη. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκίντενς, η πολιτική ζωή χωρίς ιδανικά δεν έχει αξία, αλλά και τα ιδανικά είναι κούφια αν δεν συνδέονται με τις πραγματικές δυνατότητες. Χρειάζονται, επομένως, προσανατολισμοί και στόχοι τόσο για την κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε, όσο και για τους τρόπους και τα μέσα που θα μας οδηγήσουν σ’ αυτήν.
Διακόσια χρόνια μετά από την υιοθέτηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αυτό το οποίο με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι το σύστημα αυτό έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του κύκλο. Είναι σήμερα ένα σύστημα το οποίο τελειώνει, ένα σύστημα το οποίο υποχωρεί καθημερινά και δίνει πλέον την θέση του σε ένα νέο πολίτευμα, το οποίο ιστορικά δημιουργείται και θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δημοκρατία των πολιτών». Μα θα μου πείτε, υπάρχει άλλη δημοκρατία, εκτός από την δημοκρατία των πολιτών; Δεν ταυτίζεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα με την Δημοκρατία; Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης, Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο «δήμος εστί ο κρατών», είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις για τα θέματα που τον αφορούν, μέσα από μια δημοψηφισματική διαδικασία, διότι, όπως είπε, «Ευδιαφθορότεροι γαρ εισίν οι ολίγοι των πολλών», δηλ. τους λίγους μπορείς να τους διαφθείρεις με χάρες, ρουσφέτια και με χρήματα, δεν μπορείς, όμως, να διαφθείρεις τους πολλούς και αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όταν άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις «αντί του λαού», αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι αντιπροσωπευτικό σύστημα. Κατά κυριολεξία, δεν υπάρχει δημοκρατία αντιπροσώπων, υπάρχει μόνο δημοκρατία των πολιτών.
Σήμερα που ο λαός μας έχει ένα άλλο, πολύ ανώτερο βιοτικό και διανοητικό – παρόλες τις προσπάθειες για τον υποβιβασμό του- επίπεδο, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για αντιπροσώπους ποιότητας, όπως στο παρελθόν, αλλά για λαό ποιότητας, ο οποίος θα διεκδικεί συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν σήμερα να διευθετηθούν με αποτελεσματικότητα και προοπτική να αντέξουν στο χρόνο, αν δεν αποφασιστούν με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού. Η συγκατάθεση, η συναίνεση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη, αλλά και για τη διατήρηση και ευόδωση των θεμελιωδών τουλάχιστον αποφάσεων, όπως απαραίτητη είναι ασφαλώς η ουσιαστική και διαρκής ενημέρωση του ελληνικού λαού, ώστε να αποφασίσει υπεύθυνα ασκώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Δημοκρατίας, το θεμέλιο της οποίας είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μια έννοια, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην άμεση δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας. Συμμετοχική Δημοκρατία σημαίνει ενίσχυση του ρόλου της διαβούλευσης σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να ξαναδημιουργηθεί ένας ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του κόσμου της εργασίας, με το κράτος ρυθμιστή και όχι θεατή της αγοράς και εγγυητή της κοινωνικής πολιτικής. Σημαίνει συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων μέσα από την αναβάθμιση της πληροφόρησης, με δικαιοδοσίες και εξουσίες στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, είτε σε επίπεδο κόμματος, είτε σε επίπεδο κράτους με σημείο αναφοράς την περιφέρεια. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι εκ των προτέρων μια προοδευτική δημοκρατία, γιατί θέτει ως προτεραιότητα στο επίκεντρο της πολιτικής τον Πολίτη και προϋποθέτει τη ριζική αποκέντρωση, την προοδευτική και συμμετοχική διακυβέρνηση.
Οι θεσμοί της συμμετοχικής δημοκρατίας είναι τρεις: το δημοψήφισμα, η ανάκληση και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Οι θεσμοί αυτοί και κυρίως το δημοψήφισμα – ένας κατεξοχήν θεμελιώδης, δημοκρατικός, ελληνικός θεσμός - αποτελούν την μόνη απάντηση στην γενικότερη κρίση που μας περιβάλλει, η οποία είναι μεταξύ άλλων κρίση πολιτική, είναι κρίση θεσμών, κρίση αξιών. Και το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μεγαλώνει τόσο, όσο πιο κοντά είναι η δημοκρατία των πολιτών. Ένα από τα πλέον γνωστά ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Καλιφόρνια, όπου πλέον η διαφθορά είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της, μια ομάδα πολιτών κατόρθωσε να τοποθετήσει στην διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος μία διάταξη για το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή το δημοψήφισμα στη διεξαγωγή του οποίου είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει η κρατική εξουσία, εφόσον συγκεντρωθεί ένας αριθμός υπογραφών. Από τότε η Καλιφόρνια των ΗΠΑ αποτελεί λαμπρό παράδειγμα εφαρμογής θεσμών άμεσης δημοκρατίας παγκοσμίως. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι η Καλιφόρνια είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελβετία σε πληθυσμό και πολύ περισσότερη σε έκταση αντιλαμβάνεστε την μεγάλη σημασία αυτής της εξέλιξης.
Η συμμετοχική δημοκρατία είναι αυτή που μπορεί να ξανακάνει τη δημοκρατία μας ενεργητική, είναι η απάντηση της σύγχρονης αριστεράς στον νεοδεξιό λαϊκισμό, είναι ο ριζοσπαστισμός που απαιτείται για να στρέψουν το βλέμμα οι πολίτες και πάλι στην πολιτική με πίστη και αισιοδοξία. Είναι το μεγάλο στοίχημα για τις προοδευτικές δυνάμεις στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα και ταυτόχρονα ένας δρόμος δύσκολος, προκλητικός αλλά και όμορφος. Αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, αύριο ο πολίτης θα γίνει περισσότερο κυνικός. Την επόμενη ημέρα θα είναι θυμωμένος και την μεθεπόμενη θα χάσει κάθε ελπίδα ή θα βρει ελπίδα στον εξτρεμισμό, τον φονταμενταλισμό και τη βία…
1 σχόλιο:
Θα ήθελα να σχολιάσω το άρθρο σας του οποίου η προσέγγιση δεν με άφησε αδιάφορο, παρά την απλή -μα τόσο μεστή- γραφή του. Χωρίς εντυπωσιασμούς φαίνεται ότι γιορτάζεται μια δημοκρατία η οποία όχι μόνο απέχει από το ομηρικό κείμενο, αλλά τελικά και από την κοινωνική πραγματικότητα της αδυναμίας του πολίτη να καλύψει τις βασικές επιταγές της διαβίωσης. Η ιδέα της συμμετοχικής δημοκρατίας φαντάζει τόσο κάναμε και εκλογές προ ετών για ανάδειξη αρχηγού κόμματος. Πώς όμως μπορεί να υπάρξει συμμετοχική δημοκρατία; Έχω γράψει πολλά για τη δημοκρατία (δημοκρατική
ρητορεία Ι, ΙI, III, ΙV και εργασία και κατανάλωση -ολόκληρο δοκίμιο σχεδόν). Πέρα από τις γενικόλογες διαφωνίες μου δεν κατάλαβα τον εορτασμό στη χώρα των υποκlοπών, της βίας κατά διαφωνούντων ή μεταναστών και φυσιολατρών, της βίας κατά των δασών (βλ. αναθεώρηση άρ.24 κτλ). Βεβαίως αντιλαμβάνομαι ότι απέχετe πολύ κι εσείς από αυτά, αλλά έχετε ξεχάσει φοβούμαι -ίσως αυθαίρετα- και τη μαρξιστική διάσταση της διαλεκτικής κριτικής.
Δημοσίευση σχολίου