Με αφορμή την τελευταία προεκλογική περίοδο και την αυτοκριτική που ξεκίνησε ήδη στο ΠΑΣΟΚ, προκρίθηκε αναγκαία η καταγραφή του παρόντος πονήματος, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια τόσο η πολιτική, όσο και ο πολιτικός λόγος, όπως εκφέρεται από τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας.
Συγκεκριμένα, η πολιτική έχει βαθμιαία αποδεσμευτεί από το κοινωνικό της περιεχόμενο και έχει αναδειχθεί σε ένα “παιχνίδι” εξουσίας και επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας ότι το πολιτικό μας σύστημα διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία εκδηλώνεται με την διογκούμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς θεσμούς, στο διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της κυβερνώσας ελίτ και της «αναιμικής» κοινωνίας των πολιτών, στην πρόδηλη αδιαφορία των πολιτών για τις πολιτικο-εκλογικές διαδικασίες και στην αυξανόμενη ροπή προς την ψήφο διαμαρτυρίας και τον λαϊκισμό.
Ως αντιστάθμισμα προκρίνεται η επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή κάτω από το αναλυτικό πρίσμα δύο διαφορετικών προσεγγίσεων:
(α) ως διαδικασία μεταστροφής της πολιτικής από την ανούσια «επικοινωνία» και τις δηλώσεις προθέσεων, στην αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση των κρίσιμων θεσμικών, διαρθρωτικών, πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων (πολιτική πρακτική) και
(β) ως διαδικασία διεύρυνσης των δημοκρατικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη μέσω της συστηματικής ανάδειξης εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και διλημμάτων πολιτικής (πολιτικός προγραμματικός λόγος).
Η παρούσα κριτική ανάλυση εντάσσεται στο πλαίσιο της δεύτερης προσέγγισης, με κριτήριο την επισήμανση ορισμένων σημείων που καταλαμβάνουν συγκριτικά μικρότερη έκταση.
Η προσεκτική αξιολόγηση του προγραμματικού λόγου των πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν κυβερνητική πλειοψηφία αναδεικνύει ένα μείζον πολιτικό «έλλειμμα»: ο πολιτικός λόγος δεν αρθρώνεται στη βάση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και επιχειρημάτων, αντιθέτως, διακρίνεται από γενικευμένη ασάφεια και αοριστία.
Εναλλακτικά, οι προτάσεις πολιτικής δεν θεμελιώνονται σε λογικά επεξεργασμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους, ώστε να συνθέτουν ένα πλέγμα πολιτικών διλημμάτων και επιλογών, αλλά συγκροτούνται στη βάση μίας φαινομενικής καθολικότητας.
Ο πολιτικός λόγος διολισθαίνει σε ένα συνειδητό εξωραϊσμό που συρρικνώνει τις ιδεολογικο-πολιτικές και εκλογικές επιλογές του πολίτη. Συνολικά, η σχετική αποστέρηση των προγραμματικών δεσμεύσεων από ουσιαστικά πολιτικά διλήμματα αποτυπώνει τη συστηματική αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου.
Η τεκμηρίωση αυτή προκύπτει από την διερεύνηση του προγραμματικού πολιτικού λόγου των κομμάτων «εξουσίας» ως προς την πειστικότητα ή και την επαρκή αιτιολόγησή του σε σημαντικά πολιτικά ερωτήματα-διλήμματα.
Επί της ουσίας, η πολιτική ρητορική των κομμάτων σχετικά με τους κεντρικούς πολιτικούς σχεδιασμούς που επιλέγουν («μεταρρυθμίσεις», «δίκαιη κοινωνία») δεν επικεντρώνεται στα ουσιώδη ζητήματα πολιτικής. Επομένως, ούτε επαρκείς εξηγήσεις δίδει, ούτε αξιόπιστη πληροφόρηση παρέχει ως προς αυτά.
Ενδεικτικά, ορισμένα κρίσιμα θέματα πολιτικής που ελάχιστα -ή καθόλου- διατυπώθηκαν στο δημόσιο πολιτικό λόγο κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο είναι τα ακόλουθα:
• ποια είναι η λογική και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων που επιλέγονται σε κάθε τομέα πολιτικής; (ποιες είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές και όχι άλλες;),
• πώς ανατρέπει το status quo κάθε μεταρρύθμιση και ποια είναι η νέα ισορροπία που προκύπτει; (ποιος χάνει και ποιος κερδίζει κάθε φορά;),
• πώς διανέμονται τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων και πώς κατανέμεται το συνολικό κόστος;
• ποια είναι η καταλληλότερη στιγμή για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και γιατί;,
• ποιος είναι ο ακριβής προσδιορισμός της «δίκαιης κοινωνίας» και ποιοι είναι οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που πραγματώνουν τα ιδεώδη της;
• πώς επιτυγχάνεται η δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος και πώς διαμορφώνεται η σχέση ανταλλαγής μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής αποτελεσματικότητας;
Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις και οι πιθανές πολιτικές απαντήσεις που προκύπτουν ως απαντήσεις στα παραπάνω διλήμματα προσδιορίζουν τη μελλοντική κατεύθυνση του κοινωνικού και δημόσιου βίου. Συνολικά, οι διαθέσιμες πολιτικές που προκρίνει κάθε πολιτικός σχηματισμός οριοθετούν αφενός τις ιδεολογικές-προγραμματικές του προτιμήσεις και αφετέρου το πλήθος των πολιτικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη.
Ωστόσο, η συνειδητή τακτική της μη ανάδειξης των εναλλακτικών πολιτικών διλημμάτων και η εμμονή του πολιτικού λόγου σε γενικές αναφορές περί μεταρρυθμίσεων, τομών και αλλαγών, συντείνει στην ελλιπή πληροφόρηση, στον αποπροσανατολισμό και τελικώς στη συρρίκνωση των δεδομένων επιλογών του πολίτη. Ακόμη χειρότερα, η προσαρμογή του πολιτικού λόγου στο παιχνίδι του επικοινωνιακού ανταγωνισμού αναδεικνύει στρεβλά διλήμματα δημαγωγικού τύπου.
Εν κατακλείδι, η τελική δημοκρατική κρίση των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στις εκλογές με τη ψήφο τους, δεν αποτυπώνει στη πραγματικότητα τις αληθινές τους επιθυμίες-προτιμήσεις ως προς τις προοπτικές της κοινωνικής μεταβολής. Αντιθέτως, τείνει να αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας και επιλογής στρεβλών διλημμάτων, η οποία με τη σειρά της αντανακλά την κρίση που διέρχεται η πολιτική…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου