Το γνωρίζουμε διαισθητικά, εξηγείται θεωρητικά, αλλά ο πολιτικός μας χάρτης δεν το αποτυπώνει. Αν ο άξονας “δεξιά-αριστερά” τέμνει κάθετα το πολιτικό μας σύστημα, υπάρχει κι ένας άλλος που τέμνει οριζόντια το κομματικό σύστημα και βρίσκεται στον ενδιάμεσο χώρο. Ο άξονας “κεντροδεξιά – κεντροαριστερά”, ο οποίος παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι όροι αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να απεικονισθεί ένα ιδεολογικό φάσμα, το οποίο βγήκε μεν μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά με έντονη την αδυναμία να καθορισθεί ένα συγκεκριμένο σύστημα ιδεών και εκπροσωπήσεων μέσα στο Kοινοβούλιο.
Σ’αυτό το νεοϊδεολογικό πλαίσιο εντάσσεται και το εγχείρημα των “εκσυγχρονιστών”, που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, με κύριο εκφραστή τον Κ.Σημίτη. Επειδή από τους “εκσυγχρονιστές” εφαρμόστηκε μια οικονομική πολιτική, που φόρτωσε το κόστος του «εκσυγχρονισμού» στις πλάτες των εργαζομένων και γενικότερα των ασθενέστερων, σ' αυτούς που πάντα πληρώνουν σ' αυτόν τον τόπο, για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη μερίδα των πολιτικών αναλυτών ότι μετεξελίχθηκαν από κεντροαριστεροί-σοσιαλιστές σε κεντροδεξιοί ή σοσιαλφιλελεύθεροι.
H Kεντροαριστερά, η οποία εκφράζεται από το “Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ” είναι μια Aριστερά, η οποία θέλει ρήξεις και ένα Κέντρο, το οποίο θέλει να αυτοτοποθετείται μέσα σε μια παραδοσιακή διάταξη δυνάμεων, από τη Δεξιά ως την Aριστερά.
Η σημερινή εικόνα που δίνει το ΠΑΣΟΚ είναι ενός "κινήματος λαού" μεταλλαγμένου σε ένα νοσηρό κόμμα εξουσίας για την εξουσία. Και μόνο για αυτό το λόγο, το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα της κεντροαριστεράς δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση πολιτικής ταυτότητας, σε έλλειψη σαφούς πολιτικού στίγματος, όπως επισημάνθηκε και τις τελευταίες ημέρες.
“Κεντροδεξιά” και “κεντροαριστερά” διαφοροποιούνται, επίσης, στα στρώματα που εκπροσωπούν. Απευθύνονται σε συγκλίνουσες, αλλά όχι ταυτόσημες κοινωνικές ομάδες. Η απόστασή τους διευρύνεται όσο μεγαλώνει η ανισότητα στην κοινωνία. Πόση ανισότητα είσαι διατεθειμένος να ανεχθείς στο όνομα της οικονομικής ελευθερίας και πόση ελευθερία να θυσιάσεις για να επιτύχεις μεγαλύτερη συνοχή; Πόσο να φορολογήσεις τον πλούτο, και πώς ακριβώς να τον αναδιανείμεις; Δεν συμπίπτουν οι πολιτικοί της μιας ή της άλλης πλευράς στην επίλυση των παραπάνω διλημμάτων. Γι’ αυτό και έχει ακόμα νόημα να τους χωρίζουμε στα δεξιά και αριστερά μιας νοητής γραμμής που τοποθετούμε στο κέντρο.
Αυτές οι ιδεολογικές τάσεις (παράλληλα και με κάποιες άλλες μικρότερες, πλην, όμως, ήσσονος σημασίας), που συστεγάζονται στο ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίστηκαν ως πολυσυλλεκτικότητα, πλην, όμως, τουλάχιστον από το 2004 άρχισε να γίνεται αξεπέραστο εμπόδιο. Εκεί θα πρέπει να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης του ΠΑΣΟΚ. Η συστέγαση των “εκσυγχρονιστών” με τους “κεντροαριστερούς” ευθύνεται για την αφόρητη βραδύτητα και ατολμία στην μεταρρύθμιση του κινήματος και τούτο διότι οι διαφορές των τάσεων δεν αφορούν απλά επιμέρους συμμαχίες και συμφέροντα, αλλά το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης, συνυπάρχουν δε με σχέσεις συντροφικής αγάπης, αλλά και μίσους εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Προς τα έξω εκδηλωνόταν ως καθολική συμφωνία επί των γενικών ζητημάτων, ενώ στο εσωτερικό αφενός μεν κατηγορούνταν οι διαφωνούντες - εκφραστές της εκάστοτε μειοψηφικής τάσης ως υπονομευτές του αρχηγού, αφετέρου δε οι τελευταίοι οργάνωναν, με τη σειρά τους, την δική τους εσωκομματική αντιπολίτευση, ως εκδήλωση ρεβανσισμού των ηττημένων, με δημόσιες διαφοροποιήσεις από τις επίσημες θέσεις του κινήματος, δίνοντας έτσι εύλογα την εικόνα όχι ενός σοβαρού κόμματος, με ξεκάθαρες και κατασταλαγμένες πολιτικές θέσεις, αλλά ως ενός ξέφραγου αμπελιού που ο καθένας λέει ό,τι θέλει, φεύγει όποτε θέλει και έχει τη δική του στρατηγική και πολιτική.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ανέφερε στις 18/3/1999, σε συνέντευξή του στην «Ε», το μέλος της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός, Αντώνης Κοτσακάς: «Το ΠΑΣΟΚ πορεύτηκε 25 χρόνια ως πολυσυλλεκτικό κόμμα, αλλά με μία ηγεσία, του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε τη δυνατότητα να συνθέτει, να μετασχηματίζει σε πολιτική και να εκφράζει συνθετικά αυτήν την πολυσυλλεκτικότητα. Τον τελευταίο καιρό δεν υπάρχει η ίδια δυνατότητα για σύνθεση και έκφραση της πολιτικής. Θέλω να πιστεύω ότι στο συνέδριο ο Κ. Σημίτης θα έχει και τη δύναμη και τη βούληση να εκφράσει αυτήν την επιβαλλόμενη πολιτική σύνθεση…Υπήρξαν και επώνυμα στελέχη τού λεγόμενου εκσυγχρονιστικού χώρου που είπαν ότι όποιος διαφωνεί να φύγει. Θέλω λοιπόν να θυμίσω σε όλους εκείνους με ποιον τρόπο, με ποια ένταση διαφωνούσαν έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου και κανένας από εμάς δεν τους έδειξε την έξοδο. Θεωρώ ότι είναι τουλάχιστον αντιδημοκρατικό και δεν προσφέρει στην παράταξη μια τέτοια στάση».
Αυτού του είδους η πολυσυλλεκτικότητα, παράγει, κατά τη Μ.Δαμανάκη, «συχνά μια νερόβραστη σούπα, η οποία δυσκολεύει τις αποφάσεις και οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής» και ευθύνεται, κατά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, για την «έλλειψη σταθερότητας στην πολιτική μας γραμμή και στις θέσεις μας», έλλειψη η οποία προκαλεί σύγχυση στους πολίτες ως προς την «...σαφήνεια και …καθαρότητα της πολιτικής μας ταυτότητας».
Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν είναι απλά υποψήφιοι πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ, αλλά εκφράζει ο μεν Παπανδρέου την κεντροαριστερή τάση του ΠΑΣΟΚ, ο δε Βενιζέλος την εκσυγχρονιστική τάση - αφού τον στηρίζουν φανερά και κρυφά οι «εκσυγχρονιστές» παλαιάς και νέας κοπής -, οι οποίες (τάσεις) έχουν διαρρήξει την δυνατότητα συνοχής τους.
Η ουσιαστική σύγκρουση και ρήξη που επαγγέλλονται έχει ως κυρίαρχο λόγο την ιδεολογική – πολιτική φυσιογνωμία που πρέπει να έχει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη νέα εποχή, γι’ αυτό και δεν πρέπει να κριθούν σε επίπεδο ρητορικής ευφράδειας ή εκλογικής επικράτησης έναντι του Καραμανλή, όπως εσχάτως τέθηκε ως ψευτοδίλημμα για να αποπροσανατολίσει τους ψηφοφόρους της 11ης του Νοέμβρη από την πραγματική διάσταση του προβλήματος. Το ΠΑΣΟΚ είναι Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κεντροαριστερό Κόμμα ή Κεντροδεξιό Κόμμα; Οι θέσεις και οι πρακτικές του Κινήματος πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αντίστοιχες με τις αρχές, όπως αποτυπώθηκαν στην διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη; Είναι πλέον λαϊκή η απαίτηση για ξεκαθάρισμα θέσεων και ταυτότητας. Αφού γίνει αυτό, τότε η λαϊκή βάση θα κρίνει ποιος είναι εκείνος που αξιόπιστα θα εκφράσει το αριστερό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ και θα το οδηγήσει στην ανανέωση.
Πέραν, όμως, της ιδεολογικής διάστασης, σε αυτή την ιστορική πρόκληση, έντονη είναι η παρέμβαση υπέρ της υποψηφιότητας του Βενιζέλου ισχυρών εκδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, τα οποία λειτούργησαν ως κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις με προνομιακές πολιτικές σχέσεις με το σύστημα εξουσίας Σημίτη, τις ίδιες που και ο Καραμανλής δεν δίωξε, αλλά και δεν υποστήριξε. Γύρω από αυτά τα συμφέροντα, που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν ποια είναι, συσπειρώνονται και συστοιχίζονται όλοι οι δυσαρεστημένοι από την προεδρία Παπανδρέου, μεταξύ των οποίων και βουλευτές ή στελέχη που διατηρούν στενές σχέσεις με επιχειρηματίες της πάλαι ποτέ διαπλοκής.
Από την άλλη, η πολυσυλλεκτικότητα δεν είναι ιδεολογία. Είναι μία κεντρική επιλογή ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας. Όμως, μετά την πολυσυλλεκτικότητα πρέπει να ακολουθούν η σύνθεση των απόψεων, η ιδεολογική καθαρότητα, η πολιτική ενότητα και η εσωκομματική δημοκρατία, που αποτελούν τις τρεις βασικές προϋποθέσεις για την πολιτική αυτονομία. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχει πολιτική αυτονομία του κόμματος, δεν θωρακίζεται ο πολιτικός του λόγος και η πολιτική του δράση καθίσταται ευάλωτη στις όποιες παρεμβάσεις. Άλλωστε, ακόμη και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης, αναφορικά με το ζήτημα για το πώς πρέπει να πορευτεί συνολικά η δημοκρατική παράταξη, ανέφερε ότι η πολυσυλλεκτικότητα με εκλογική στόχευση είναι ο τάφος κάθε πολιτικής πρωτοπορίας. Ότι κάποιος άλλος δρόμος είναι εφικτός, χωρίς να χρειαστεί να θυσιαστεί κάθε νέα, δημιουργική πολιτική σκέψη στο βωμό μιας άχρωμης και δειλής εκλογικής επικράτησης.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν αντέχει άλλο μια πλασματική ενότητα με το πρόσχημα ότι θα μπορεί να κερδίσει τις εκλογές. Για να πετύχει μια ουσιαστική ενότητα χρειάζεται καθαρές θέσεις για όλα. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η πολυσυλλεκτικότητα δεν σημαίνει πρόσθεση δυνάμεων, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά διαλεκτική σύνθεση ιδεών. Η ενότητα που αρκετοί θεωρούν ως προϋπόθεση για το «μεγάλο» ΠΑΣΟΚ που στηρίζεται στη σιωπή, στη λήθη, στην ελεγχόμενη ακινησία, στις συμφωνίες κορυφής, στις προσωπικές διαπραγματεύσεις, στην ιδεολογική σύγχυση, στις προσωπικές στρατηγικές, στην πολιτική επιβίωση κάποιων «κορυφαίων» στελεχών, μόνο δεινά μπορεί να φέρει για τη συνέχεια και το μέλλον του Κινήματος, αλλά και της χώρας. Όσοι επικαλούνται την επίπλαστη ενότητα επιδιώκουν να θολώσουν το τοπίο και να εμποδίσουν τη δρομολόγηση ουσιαστικών και πολυεπίπεδων αλλαγών. Μόνο η σύγκρουση και η ρήξη με τις κρατούσες αντιλήψεις και πρακτικές μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες γνήσιας πολιτικής ενότητας και να συμβάλλει καθοριστικά στην πορεία επανίδρυσης της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης, η οποία επιβάλλεται να οριοθετήσει με σαφήνεια τις στρατηγικές πολιτικές επιλογές, να διαμορφώσει νέες κοινωνικές συμμαχίες, να προσδιορίσει τα νέα μεγάλα ζητήματα και τις σύγχρονες και πραγματικές ανάγκες που απασχολούν σήμερα την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Συμπερασματικά, ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν έχει λόγο ύπαρξης χωρίς μια κοινωνική πολιτική, ικανή να περιορίσει τις κοινωνικές ανισότητες που η οικονομική ανάπτυξη παράγει. Η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού που δεν θα συνοδεύεται από κοινωνική δικαιοσύνη δεν αποτελεί πραγματικό εκσυγχρονισμό. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του ΠΑΣΟΚ, που δεν μπορούν να τον εκφράσουν, αλλά και υλοποιήσουν οι εκσυγχρονιστές, οι οποίοι έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης για την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του άλλοτε λαϊκού Κινήματος. Μπορεί να τον εκφράσει ο Γιώργος Παπανδρέου, με την προϋπόθεση ότι θα λειτουργήσει με την πολιτική θέση του πατέρα του, όπως τη διατύπωσε τον Ιούλιο του 1991, στη Μαδρίτη, στη διάλεξή του, με θέμα: «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;», όπου είχε πει: «Τα σοσιαλιστικά κόμματα σήμερα εκπροσωπούν τα συμφέροντα μιας πλατειάς συμμαχίας δημοκρατικών, προοδευτικών, κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα των δύο φύλων, προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής δικαιοσύνης...».
Μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν το στοίχημα της πραγματοποίησής του και μόνο αυτές να το χάσουν…
Σ’αυτό το νεοϊδεολογικό πλαίσιο εντάσσεται και το εγχείρημα των “εκσυγχρονιστών”, που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, με κύριο εκφραστή τον Κ.Σημίτη. Επειδή από τους “εκσυγχρονιστές” εφαρμόστηκε μια οικονομική πολιτική, που φόρτωσε το κόστος του «εκσυγχρονισμού» στις πλάτες των εργαζομένων και γενικότερα των ασθενέστερων, σ' αυτούς που πάντα πληρώνουν σ' αυτόν τον τόπο, για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη μερίδα των πολιτικών αναλυτών ότι μετεξελίχθηκαν από κεντροαριστεροί-σοσιαλιστές σε κεντροδεξιοί ή σοσιαλφιλελεύθεροι.
H Kεντροαριστερά, η οποία εκφράζεται από το “Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ” είναι μια Aριστερά, η οποία θέλει ρήξεις και ένα Κέντρο, το οποίο θέλει να αυτοτοποθετείται μέσα σε μια παραδοσιακή διάταξη δυνάμεων, από τη Δεξιά ως την Aριστερά.
Η σημερινή εικόνα που δίνει το ΠΑΣΟΚ είναι ενός "κινήματος λαού" μεταλλαγμένου σε ένα νοσηρό κόμμα εξουσίας για την εξουσία. Και μόνο για αυτό το λόγο, το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα της κεντροαριστεράς δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση πολιτικής ταυτότητας, σε έλλειψη σαφούς πολιτικού στίγματος, όπως επισημάνθηκε και τις τελευταίες ημέρες.
“Κεντροδεξιά” και “κεντροαριστερά” διαφοροποιούνται, επίσης, στα στρώματα που εκπροσωπούν. Απευθύνονται σε συγκλίνουσες, αλλά όχι ταυτόσημες κοινωνικές ομάδες. Η απόστασή τους διευρύνεται όσο μεγαλώνει η ανισότητα στην κοινωνία. Πόση ανισότητα είσαι διατεθειμένος να ανεχθείς στο όνομα της οικονομικής ελευθερίας και πόση ελευθερία να θυσιάσεις για να επιτύχεις μεγαλύτερη συνοχή; Πόσο να φορολογήσεις τον πλούτο, και πώς ακριβώς να τον αναδιανείμεις; Δεν συμπίπτουν οι πολιτικοί της μιας ή της άλλης πλευράς στην επίλυση των παραπάνω διλημμάτων. Γι’ αυτό και έχει ακόμα νόημα να τους χωρίζουμε στα δεξιά και αριστερά μιας νοητής γραμμής που τοποθετούμε στο κέντρο.
Αυτές οι ιδεολογικές τάσεις (παράλληλα και με κάποιες άλλες μικρότερες, πλην, όμως, ήσσονος σημασίας), που συστεγάζονται στο ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίστηκαν ως πολυσυλλεκτικότητα, πλην, όμως, τουλάχιστον από το 2004 άρχισε να γίνεται αξεπέραστο εμπόδιο. Εκεί θα πρέπει να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης του ΠΑΣΟΚ. Η συστέγαση των “εκσυγχρονιστών” με τους “κεντροαριστερούς” ευθύνεται για την αφόρητη βραδύτητα και ατολμία στην μεταρρύθμιση του κινήματος και τούτο διότι οι διαφορές των τάσεων δεν αφορούν απλά επιμέρους συμμαχίες και συμφέροντα, αλλά το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης, συνυπάρχουν δε με σχέσεις συντροφικής αγάπης, αλλά και μίσους εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Προς τα έξω εκδηλωνόταν ως καθολική συμφωνία επί των γενικών ζητημάτων, ενώ στο εσωτερικό αφενός μεν κατηγορούνταν οι διαφωνούντες - εκφραστές της εκάστοτε μειοψηφικής τάσης ως υπονομευτές του αρχηγού, αφετέρου δε οι τελευταίοι οργάνωναν, με τη σειρά τους, την δική τους εσωκομματική αντιπολίτευση, ως εκδήλωση ρεβανσισμού των ηττημένων, με δημόσιες διαφοροποιήσεις από τις επίσημες θέσεις του κινήματος, δίνοντας έτσι εύλογα την εικόνα όχι ενός σοβαρού κόμματος, με ξεκάθαρες και κατασταλαγμένες πολιτικές θέσεις, αλλά ως ενός ξέφραγου αμπελιού που ο καθένας λέει ό,τι θέλει, φεύγει όποτε θέλει και έχει τη δική του στρατηγική και πολιτική.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ανέφερε στις 18/3/1999, σε συνέντευξή του στην «Ε», το μέλος της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός, Αντώνης Κοτσακάς: «Το ΠΑΣΟΚ πορεύτηκε 25 χρόνια ως πολυσυλλεκτικό κόμμα, αλλά με μία ηγεσία, του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε τη δυνατότητα να συνθέτει, να μετασχηματίζει σε πολιτική και να εκφράζει συνθετικά αυτήν την πολυσυλλεκτικότητα. Τον τελευταίο καιρό δεν υπάρχει η ίδια δυνατότητα για σύνθεση και έκφραση της πολιτικής. Θέλω να πιστεύω ότι στο συνέδριο ο Κ. Σημίτης θα έχει και τη δύναμη και τη βούληση να εκφράσει αυτήν την επιβαλλόμενη πολιτική σύνθεση…Υπήρξαν και επώνυμα στελέχη τού λεγόμενου εκσυγχρονιστικού χώρου που είπαν ότι όποιος διαφωνεί να φύγει. Θέλω λοιπόν να θυμίσω σε όλους εκείνους με ποιον τρόπο, με ποια ένταση διαφωνούσαν έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου και κανένας από εμάς δεν τους έδειξε την έξοδο. Θεωρώ ότι είναι τουλάχιστον αντιδημοκρατικό και δεν προσφέρει στην παράταξη μια τέτοια στάση».
Αυτού του είδους η πολυσυλλεκτικότητα, παράγει, κατά τη Μ.Δαμανάκη, «συχνά μια νερόβραστη σούπα, η οποία δυσκολεύει τις αποφάσεις και οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής» και ευθύνεται, κατά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, για την «έλλειψη σταθερότητας στην πολιτική μας γραμμή και στις θέσεις μας», έλλειψη η οποία προκαλεί σύγχυση στους πολίτες ως προς την «...σαφήνεια και …καθαρότητα της πολιτικής μας ταυτότητας».
Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν είναι απλά υποψήφιοι πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ, αλλά εκφράζει ο μεν Παπανδρέου την κεντροαριστερή τάση του ΠΑΣΟΚ, ο δε Βενιζέλος την εκσυγχρονιστική τάση - αφού τον στηρίζουν φανερά και κρυφά οι «εκσυγχρονιστές» παλαιάς και νέας κοπής -, οι οποίες (τάσεις) έχουν διαρρήξει την δυνατότητα συνοχής τους.
Η ουσιαστική σύγκρουση και ρήξη που επαγγέλλονται έχει ως κυρίαρχο λόγο την ιδεολογική – πολιτική φυσιογνωμία που πρέπει να έχει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη νέα εποχή, γι’ αυτό και δεν πρέπει να κριθούν σε επίπεδο ρητορικής ευφράδειας ή εκλογικής επικράτησης έναντι του Καραμανλή, όπως εσχάτως τέθηκε ως ψευτοδίλημμα για να αποπροσανατολίσει τους ψηφοφόρους της 11ης του Νοέμβρη από την πραγματική διάσταση του προβλήματος. Το ΠΑΣΟΚ είναι Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κεντροαριστερό Κόμμα ή Κεντροδεξιό Κόμμα; Οι θέσεις και οι πρακτικές του Κινήματος πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αντίστοιχες με τις αρχές, όπως αποτυπώθηκαν στην διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη; Είναι πλέον λαϊκή η απαίτηση για ξεκαθάρισμα θέσεων και ταυτότητας. Αφού γίνει αυτό, τότε η λαϊκή βάση θα κρίνει ποιος είναι εκείνος που αξιόπιστα θα εκφράσει το αριστερό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ και θα το οδηγήσει στην ανανέωση.
Πέραν, όμως, της ιδεολογικής διάστασης, σε αυτή την ιστορική πρόκληση, έντονη είναι η παρέμβαση υπέρ της υποψηφιότητας του Βενιζέλου ισχυρών εκδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, τα οποία λειτούργησαν ως κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις με προνομιακές πολιτικές σχέσεις με το σύστημα εξουσίας Σημίτη, τις ίδιες που και ο Καραμανλής δεν δίωξε, αλλά και δεν υποστήριξε. Γύρω από αυτά τα συμφέροντα, που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν ποια είναι, συσπειρώνονται και συστοιχίζονται όλοι οι δυσαρεστημένοι από την προεδρία Παπανδρέου, μεταξύ των οποίων και βουλευτές ή στελέχη που διατηρούν στενές σχέσεις με επιχειρηματίες της πάλαι ποτέ διαπλοκής.
Από την άλλη, η πολυσυλλεκτικότητα δεν είναι ιδεολογία. Είναι μία κεντρική επιλογή ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας. Όμως, μετά την πολυσυλλεκτικότητα πρέπει να ακολουθούν η σύνθεση των απόψεων, η ιδεολογική καθαρότητα, η πολιτική ενότητα και η εσωκομματική δημοκρατία, που αποτελούν τις τρεις βασικές προϋποθέσεις για την πολιτική αυτονομία. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχει πολιτική αυτονομία του κόμματος, δεν θωρακίζεται ο πολιτικός του λόγος και η πολιτική του δράση καθίσταται ευάλωτη στις όποιες παρεμβάσεις. Άλλωστε, ακόμη και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης, αναφορικά με το ζήτημα για το πώς πρέπει να πορευτεί συνολικά η δημοκρατική παράταξη, ανέφερε ότι η πολυσυλλεκτικότητα με εκλογική στόχευση είναι ο τάφος κάθε πολιτικής πρωτοπορίας. Ότι κάποιος άλλος δρόμος είναι εφικτός, χωρίς να χρειαστεί να θυσιαστεί κάθε νέα, δημιουργική πολιτική σκέψη στο βωμό μιας άχρωμης και δειλής εκλογικής επικράτησης.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα δεν αντέχει άλλο μια πλασματική ενότητα με το πρόσχημα ότι θα μπορεί να κερδίσει τις εκλογές. Για να πετύχει μια ουσιαστική ενότητα χρειάζεται καθαρές θέσεις για όλα. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η πολυσυλλεκτικότητα δεν σημαίνει πρόσθεση δυνάμεων, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά διαλεκτική σύνθεση ιδεών. Η ενότητα που αρκετοί θεωρούν ως προϋπόθεση για το «μεγάλο» ΠΑΣΟΚ που στηρίζεται στη σιωπή, στη λήθη, στην ελεγχόμενη ακινησία, στις συμφωνίες κορυφής, στις προσωπικές διαπραγματεύσεις, στην ιδεολογική σύγχυση, στις προσωπικές στρατηγικές, στην πολιτική επιβίωση κάποιων «κορυφαίων» στελεχών, μόνο δεινά μπορεί να φέρει για τη συνέχεια και το μέλλον του Κινήματος, αλλά και της χώρας. Όσοι επικαλούνται την επίπλαστη ενότητα επιδιώκουν να θολώσουν το τοπίο και να εμποδίσουν τη δρομολόγηση ουσιαστικών και πολυεπίπεδων αλλαγών. Μόνο η σύγκρουση και η ρήξη με τις κρατούσες αντιλήψεις και πρακτικές μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες γνήσιας πολιτικής ενότητας και να συμβάλλει καθοριστικά στην πορεία επανίδρυσης της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης, η οποία επιβάλλεται να οριοθετήσει με σαφήνεια τις στρατηγικές πολιτικές επιλογές, να διαμορφώσει νέες κοινωνικές συμμαχίες, να προσδιορίσει τα νέα μεγάλα ζητήματα και τις σύγχρονες και πραγματικές ανάγκες που απασχολούν σήμερα την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Συμπερασματικά, ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν έχει λόγο ύπαρξης χωρίς μια κοινωνική πολιτική, ικανή να περιορίσει τις κοινωνικές ανισότητες που η οικονομική ανάπτυξη παράγει. Η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού που δεν θα συνοδεύεται από κοινωνική δικαιοσύνη δεν αποτελεί πραγματικό εκσυγχρονισμό. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του ΠΑΣΟΚ, που δεν μπορούν να τον εκφράσουν, αλλά και υλοποιήσουν οι εκσυγχρονιστές, οι οποίοι έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης για την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του άλλοτε λαϊκού Κινήματος. Μπορεί να τον εκφράσει ο Γιώργος Παπανδρέου, με την προϋπόθεση ότι θα λειτουργήσει με την πολιτική θέση του πατέρα του, όπως τη διατύπωσε τον Ιούλιο του 1991, στη Μαδρίτη, στη διάλεξή του, με θέμα: «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;», όπου είχε πει: «Τα σοσιαλιστικά κόμματα σήμερα εκπροσωπούν τα συμφέροντα μιας πλατειάς συμμαχίας δημοκρατικών, προοδευτικών, κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα των δύο φύλων, προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής δικαιοσύνης...».
Μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν το στοίχημα της πραγματοποίησής του και μόνο αυτές να το χάσουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου