Κυριακή 22 Απριλίου 2012

“Ποιό είναι το διακύβευμα των προσεχών εκλογών;”

Μπήκαμε πια και επίσημα στην προεκλογική περίοδο και ήδη τα Κόμματα παρουσίασαν τις λίστες των υποψηφίων βουλευτών τους, ξεδιπλώνουν το “πρόγραμμά” τους, ενώ παράλληλα άρχισαν να προβάλλονται στα ΜΜΕ τα διαφημιστικά σποτ τους, με θεματολογία, που σαφέστατα δεν απαντά στα ακανθώδη προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες αυτής της χώρας, ούτε και στο τι πρέπει να γίνει για να επανέλθει η ανάπτυξη, αντιθέτως επικεντρώνονται σε “πιασάρικες” εκφράσεις, όλο αοριστία και με υπονοούμενα, τα οποία καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο κάθε ψηφοφόρος, όπως η καφετζού της γειτονιάς, περιστρέφοντας το φλιτζάνι με περισπούδαστη σοβαρότητα.
Κι, όμως, το ζητούμενο δεν είναι ποιο τοπικό στέλεχος κόμματος “κόπηκε” στο νήμα της ανακήρυξης των υποψηφίων ή ποιος υποψήφιος βουλευτής προβλέπεται πως θα εκλεγεί ή όχι, ούτε το πόσες έδρες θα συγκεντρώσει το α΄ ή β΄ Κόμμα, αυτά πλέον δεν έχουν καμία απολύτως σημασία και σε τελική ανάλυση η εμπειρία του τρόπου άσκησης της Δημοκρατίας στο τόπο μας τα τελευταία τριάντα (30) τουλάχιστον χρόνια έχει δείξει ότι όποιος και να εκλεγεί βουλευτής, δεν πρόκειται να του επιτραπεί να συμπράξει στη διαμόρφωση της πολιτικής του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, όσο καλή θέληση και να έχει, αντίθετα θα καλείται να υπερψηφίζει αυτά που μια κλειστή ομάδα εξουσίας θα αποφασίζει υπό την απειλή της αποπομπής του από την κοινοβουλευτική ομάδα. Είναι κι αυτό ένα από τα παθογόνα νοσήματα της Δημοκρατίας μας, που χρήζει άμεσης ίασης. 
Ούτε το ζητούμενο είναι ποιο από τα κόμματα θέλει μια μεγάλη ή μια μικρή Ελλάδα, όπως διατυμπανίζει υποκριτικά τηλεοπτικό σποτ της Ν.Δημοκρατίας, αφού η Ελλάδα κατάντησε μικρή και ανυπόληπτη, ανυπεράσπιστο θύμα στις ορέξεις των δανειστών, με ευθύνη των δύο μεγάλων κομμάτων, που κυβέρνησαν ανεύθυνα και με επιπολαιότητα τη χώρα.  
Ούτε το ζητούμενο είναι ποιο κόμμα είναι υπέρ του μνημονίου και ποιο όχι, ούτε το ποιο είναι περισσότερο ή λιγότερο υπέρ ή κατά της σωτηρίας της χώρας. Τα διλλήματα αυτής της μορφής, όπου οι υπέρ του μνημονίου προβάλλουν τους εαυτούς τους ως επίδοξους σωτήρες της χώρας και τους κατά του μνημονίου ως ανεύθυνους και επικίνδυνους για τη χώρα, δεν απηχούν τη πραγματικότητα, αφού στα δύο χρόνια εφαρμογής των συνταγών του μνημονίου η χώρα υφίσταται μια συνεχή υποτίμηση σε όλα τα επίπεδα, το βιοτικό επίπεδο έχει υποχωρήσει πολλές δεκαετίες πίσω, ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει καταρρεύσει, η ανεργία έχει ξεφύγει και όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η ύφεση ήρθε για να μείνει. Όλα τα χαρακτηριστικά που απέκτησε η οικονομία μας αποτελούν χαρακτηριστικά μιας εφαρμοζόμενης ήπιας χρεοκοπίας. Επομένως, αποτελεί δίλλημα πλέον ποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο υπέρ αυτής της μορφής χρεοκοπίας; 
Το πραγματικό ζητούμενο είναι ποιο κόμμα ή ποιος δυνατός συνδυασμός κομμάτων και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο θα σταματήσουν αυτό το κατήφορο και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο θα επιστρέψει η ανάπτυξη και το χαμόγελο σ’ αυτό το τόπο. Εδώ σηκώνει πολλή κουβέντα, γιατί στο ερώτημα αυτό γεννιούνται και άλλα παράλληλα ερωτήματα, όπως πώς θα γίνει αυτό, με την συνέχιση ή μη της παραμονής μας στην Ευρωζώνη, με το ευρώ ή την επιστροφή στη δραχμή, κ.λ.π..
Για όλα αυτά θα πρέπει να απαντήσουν άμεσα, υπεύθυνα και συγκεκριμένα τα κόμματα και μάλιστα ΤΩΡΑ, καθόσον οι εξελίξεις που έρχονται θα καθορίσουν, πέραν των άλλων, και το δικό τους μέλλον.
Παράλληλα, η κρισιμότητα των περιστάσεων δεν δικαιολογεί πλέον την αόριστη εμπιστοσύνη μας στο  πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού (λ.χ. αυτός είναι δεινός ρήτορας, εκείνος είναι καλός άνθρωπος, κ.ο.κ.), ούτε το επηρεασμό μας από τις συμπάθειες που τρέφουμε προς το πρόσωπο κάποιου υποψηφίου (λ.χ. είναι γιος ή κόρη φίλου μου, ή εκείνος κάποτε μου έκανε το τάδε καλό, κ.ο.κ.).
Από την άλλη, η επιβεβλημένη συμμετοχή μας στην εκλογική διαδικασία δεν αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης καλής θέλησης, ούτε την ευκαιρία για να τιμωρήσουμε αυτούς, για τον τρόπο που κυβέρνησαν αυτό το τόπο, αλλά την ύστατη πράξη αποκρυσταλλωμένης αξιολόγησης του πως και με ποιους θα πορευτούμε για τη διαμόρφωση του «αύριο» αυτής της δύσμοιρης χώρας, είτε μιλάμε για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας, είτε για την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών μας, είτε για την αποτίναξη του βρόχου που περισφίγγει απειλητικά την ζωτική ανάσα της οικονομίας μας.  
Ως ψηφοφόροι με τη ψήφο μας πρέπει να στείλουμε το μήνυμα ότι ούτε παραβλέπουμε το χθες, ούτε απεμπολούμε το αύριο. Κι εδώ απαιτείται υπεύθυνη κρίση για να ξεφύγουμε από τη κρίση…

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Υπάρχει (;) εναλλακτική λύση


Ζώντας τα τελευταία 2,5 χρόνια το “μαρτύριο της σταγόνας”, όπως το χαρακτήρισαν ορισμένοι, με την χρεοκοπία ή μη της χώρας και έχοντας σοβαρά υπόψη την στάση του Υπουργού Οικονομικών, αλλά και των άλλων κορυφαίων στελεχών της παρούσας κυβέρνησης, οι οποίοι πασχίζουν εναγώνια να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση για την έξοδο από την κρίση, παρεκτός από την προσυπογραφή και την πιστή εφαρμογή των όσων αναφέρονται στο Μνημόνιο 2, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση, τους μισθούς, τις συντάξεις, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, ενώ, παράλληλα, δεν διστάζουν να χαρακτηρίζουν ως τουλάχιστον αφελείς και εν δυνάμει επικίνδυνους για τη χώρα όσους υποστηρίζουν ότι υπάρχει εναλλακτική λύση, διερωτώμαι με την αφέλεια, που μπορεί να με διακατέχει και σίγουρα το δικαιολογημένο ακαταλόγιστο ως πνευματικά υστερών, τα παρακάτω:
α) με βάση ποια στοιχεία το 1981, έτος αφετηρία της εισόδου της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κοινότητα ως 10ο μέλος, ο πρόεδρος της τότε ΕΟΚ Γκάστον Τορν δήλωνε ότι: «Η Ελλάδα μπαίνει στην Ευρώπη με 3 πλεονεκτήματα: 1) την Εμπορική Ναυτιλία, 2) τον Ορυκτό της πλούτο και 3) το επιχειρηματικό δαιμόνιο των ελλήνων»;
β) είναι αλήθεια ότι αν είχαμε εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα της Ελλάδας από τη Χαλκιδική, τη Θάσο και τη Θράκη, σήμερα θα είχαμε τουλάχιστον 60 τόνους χρυσού, 300 τόνους αργυρού και πολλούς τόνους των άλλων προϊόντων, τα οποία είναι στρατηγικής σημασίας και πολλά απ’ αυτά δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως βωξίτες, λευκόλιθοι, νικέλιο, χρώμιο, στα οποία εν προστεθούν το ουράνιο και τα μεικτά θειούχα, η Ελλάδα μόνο με τον ορυκτό πλούτο της θα ήταν στην πρωτοπορία της Ευρώπης;
γ) με βάση ποια στοιχεία οι FINANCIAL TIMES ανέφεραν σε άρθρο τους το 1978 (Βιομηχανική Επιθεώρηση, Απρίλιος 1978, σελ. 257) ότι: «Όταν η Ελλάδα γίνει το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, ο εκτεταμένος ορυκτός της πλούτος θα προμηθεύσει την Κοινή Αγορά με μία μεγάλη ποικιλία πρώτων υλών, που θα συμβάλλουν στην εξασφάλιση ουσιαστικής αυτάρκειας της Κοινότητας ως προς πολλά προϊόντα»;
δ) πώς αξιολογούνται οι δηλώσεις του καθηγητή του Πολυτεχνείου Κρήτης, Αντώνη Φώσκολου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι καιρός η Ελλάδα να ξεκινήσει την εκμετάλλευση των τεράστιων φυσικών της πόρων; Ότι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου σε Αιγαίο, Νότια Κρήτη και Ιόνιο, μετά τις μελέτες Νορβηγών, Αμερικανών και Γάλλων, μπορούν να χαρακτηριστούν ως τα μεγαλύτερα στον ευρωπαϊκό χώρο; Ότι στη λεγόμενη «λεκάνη του Ηροδότου» τα κοιτάσματα πετρελαίου υπολογίζονται στα τρία τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, όγκος που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τα αντίστοιχα κοιτάσματα πετρελαίου της Αλάσκας και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου είναι τρεις φορές μεγαλύτερα από τα κοιτάσματα στη Νορβηγία, μια από τις χώρες που παράγουν τις μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου σε ολόκληρο τον κόσμο. Ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του καθηγητή κ. Φώσκολου σε επιστημονικά συνέδρια, αρκεί να δώσει η Ελλάδα της άδεια εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων για να εξοικονομήσει περί τα 279 δισεκατομμύρια δολάρια; Μονάχα από την άδεια εκμετάλλευσης, τίποτε άλλο και μόνο για την περιοχή της Κρήτης. Ότι “σε τέσσερα χρόνια από σήμερα εγγυώμαι ότι μπορεί να επιστρέψει το χαμόγελο στον Έλληνα”;
ε) πώς αξιολογείται η μελέτη της εταιρείας McKinsey «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά», που έγινε για λογαριασμό του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, σύμφωνα με την οποία προκύπτει ότι μέχρι το 2020 αναμένεται να δημιουργηθούν 450.000 με 520.000 νέες θέσεις εργασίας εάν αναπτυχθούν περαιτέρω οι 5 μεγαλύτεροι κλάδοι της χώρας (τουρισμός, λιανεμπόριο, ενέργεια, βιομηχανία και αγροτική παραγωγή), που καλύπτουν ήδη το 42% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Ότι αν προσεχθούν οι «Αναδυόμενοι Αστέρες» της οικονομίας μας, όπως τους χαρακτηρίζουν και αυτοί είναι: i) η φαρμακοβιομηχανία, ii) η ιχθυοκαλλιέργεια, iii) ο ιατρικός τουρισμός, iv) η φροντίδα των ηλικιωμένων και των χρόνια ασθενών, v) η δημιουργία περιφερειακού διαμετακομιστικού κέντρου εμπορευμάτων και vi) Η διαχείριση αποβλήτων, έχουν τη δυνατότητα να καταγράψουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον, ενώ υπάρχουν και 2 δευτερεύοντες κλάδοι, που μπορούν να αποτελέσουν το νέο εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας, όπως είναι οι εξειδικευμένες κατηγορίες τροφίμων, μιας και η χώρα μας διαθέτει περισσότερα από 50 προϊόντα, από τα οποία άλλα διαθέτουν πιστοποίηση ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προελεύσεως) και άλλα ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη) και η δημιουργία και ανάπτυξη προγραμμάτων κλασσικών σπουδών, μιας και η χώρα μας κατέχει τόσο την ιστορική κληρονομιά, όσο και την εγγύτητα σε αρχαιολογικούς χώρους και εγκαταστάσεις, ώστε να θεωρείται και «φυσικός οικοδεσπότης» για προγράμματα κλασικών σπουδών;
Είναι σαφές ότι ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδας έχει μείνει ανεκμετάλλευτος, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει αφεθεί έρμαιο των μεγάλων οικονομιών, δανειστών και αγορών. Και από την αναμενόμενη Μεταλλουργία της Ευρώπης έχει πια γίνει ο.. ζητιάνος της Ευρώπης. Τα νούμερα από την αξία του ορυκτού πλούτου της χώρας μας προκαλούν σοκ, ιδιαίτερα στους καιρούς του μνημονίου.
Μετά την κρίση, την ανεργία και την χρεοκοπία είναι καιρός να αρχίσουμε να συζητάμε για την ανάπτυξη, την εργασία και την ευημερία, απαντώντας σε ένα βασικό ερώτημα. Πού θα πρέπει, άραγε, να «ποντάρει» η ελληνική οικονομία μέσα στα επόμενα χρόνια για να μπορέσουν να επανέλθουν οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;
Αν και θα περίμενε κανείς η απάντηση να δοθεί από την κυβέρνηση, εντούτοις αποστρέφει επιδεικτικά το βλέμμα της σε όσα προαναφέρθηκαν και δεν διστάζει να χαρακτηρίζει αφελείς και επικίνδυνους όσους δείχνουν προσοχή και επισημαίνουν την αναγκαιότητα αξιοποίησής τους. Αν σε όλα αυτά αναζητήστε όλοι εσείς, που διακατέχεστε από την ίδια αφέλεια, απάντηση και στο άλλο αμείλικτο ερώτημα, πότε επιτέλους θα εγείρουμε τις αξιώσεις μας προς την Γερμανία, για την απόδοση των όσων μας οφείλει από τις αποζημιώσεις της Κατοχής, τότε μάλλον θα έχετε αντιληφθεί ότι είμαστε πράγματι αφελείς αν πιστεύουμε ότι αυτός ο τόπος μπορεί να έχει καλύτερη τύχη μ’ αυτούς που βρίσκονται στο τιμόνι της...

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Τέλος εποχής…

Ο τρόπος διακυβέρνησης του τόπου την τελευταία διετία υπό την ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου και τους πέριξ αυτού κατέδειξε την άμεση ανάγκη επιστροφής της πολιτικής στις ρίζες του, στην άμεση δημοκρατία. Η πολιτική των διλημμάτων της τελευταίας στιγμής, που σε ωθεί να πιστεύεις ότι όλα αποφασίζονται και εκτελούνται σε καθεστώς μόνιμου εκβιασμού και η απουσία σχεδίου και προοπτικής ανάπτυξης για τον τόπο, εις τρόπον ώστε όλα να επιτάσσονται και επιβάλλονται από εξωχωρικούς παράγοντες, με πάντα πρόθυμο το ντόπιο κυβερνητικό στελεχικό δυναμικό να αποδέχεται και υλοποιεί τις υποδείξεις, ελλείψει θέσεων και αντιπροτάσεων, κατέδειξε την ανάγκη για μια δυναμική αυτοδιάλυση του χρόνια νοσούντος εγχώριου πολιτικού συστήματος. Τα πολυσυλλεκτικά κόμματα μαμούθ, που εξελίχτηκαν σε κόμματα Βαβέλ, φαντάζει περισσότερο από ποτέ σήμερα ότι ανήκουν στο παρελθόν.
Μολαταύτα, κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να φαντάζονται ότι κάτι – γενικά και απροσδιόριστα - μπορεί να γίνει και να αναγεννηθεί. Μακάρι, αλλά φαντάζει εξαιρετικά απίθανο. Επιλέξαμε λίγες από τις πολλές δηλώσεις επιφανών στελεχών του και πεισθήκαμε ότι ο κύκλος του ΠΑΣΟΚ έκλεισε.
Χάρης Καστανίδης: «Η χώρα μπαίνει στην πιο κρίσιμη φάση κι εμείς ως ΠΑΣΟΚ χτενιζόμαστε».
Ανδρέας Λοβέρδος: «Όποιος επιχειρήσει να πειράξει τον Γιώργο Παπανδρέου θα μετατρέψει τη χώρα σε μακελειό».
Πάρης Κουκουλόπουλος: «Πέμπτη θέση στις δημοσκοπήσεις και πολύ μας είναι».
Μιχάλης Χρυσοχοίδης: «Δεν είχα διαβάσει το μνημόνιο γιατί είχα άλλες υποχρεώσεις στο υπουργείο μου...».
Κώστας Σκανδαλίδης: «Υπάρχει κενό ηγεσίας και πολιτικής διεύθυνσης στο ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να εκλέξει άμεσα νέο πρόεδρο».
Χρήστος Παπουτσής: «Δικαιούμαι να αναρωτιέμαι, τι ήταν αυτό που κρατούσε κλειστά τόσο καιρό τα στόματα και ποιες δυνάμεις τα απελευθέρωσαν; Είναι άραγε τόσο αθώοι όλοι;».
Είναι θλιβεροί, δυστυχώς. Κατώτεροι των περιστάσεων, εξουσιολάγνοι, αναξιόπιστοι, λίγοι. Κατάφεραν να παραδώσουν τη χώρα στο μνημόνιο και στο έλεος των δανειστών, να διαλύσουν το ΠΑ.ΣΟ.Κ., να αποδομήσουν τον κοινωνικό ιστό... Ο αγνός κόσμος του ΠΑΣΟΚ, όσοι τέλος πάντων πιστεύουν στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ισχυρού κεντροαριστερού κόμματος, έχει αγανακτήσει με την απουσία οποιασδήποτε προγραμματικής συζήτησης γύρω από το μέλλον του Κινήματος. Στέκεται αμήχανος παρατηρητής μιας πασαρέλας υποψήφιων προέδρων, οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα δεν έχουν διατυπώσει ούτε μια σοβαρή πρόταση για το πώς θέλουν να είναι το ΠΑΣΟΚ του μέλλοντός τους. Έτσι, μοιραία, διαπιστώνουμε ότι ο κύκλος έκλεισε με δραματικό τρόπο, όμως η ανατροπή θα έρθει μέσα από την αυτοδιάλυση και το καινούριο.
Μια αυτοδιάλυση, που θα δώσει την ευκαιρία να ξαναφτιαχτεί ο χώρος της κεντροαριστεράς σε νέες βάσεις. Θα μπορέσει ένας ολόκληρος κόσμος, αποδεσμευμένος επιτέλους, να κάνει το απαραίτητο εκείνο βήμα για το καλό της χώρας και του εργαζόμενου λαού. Παράλληλα, θα οδηγηθούν μαζικά στο περιθώριο της ιστορίας μια σειρά στελεχών, που βρήκαν την ευκαιρία, μέσω της πολιτικής, να δουλέψουν για το ατομικό τους συμφέρον – και αυτοί είναι πολλοί, από βουλευτές και υπουργούς μέχρι μεσαία στελέχη, επιτυγχάνοντας την επονομαζόμενη κάθαρση, που οι ίδιοι ευαγγελίζονταν στα λόγια μόνον, ώστε να ικανοποιηθεί το περί δικαίου αίσθημα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας.
Η σύγκρουση κεντροαριστεράς – κεντροδεξιάς, που ορισμένοι έσπευσαν να ενταφιάσουν, αναβιώνει στην Ευρώπη. Το ίδιο θα συμβεί και στην χώρα μας. Μια κυβέρνηση Σαμαρά ή μια κυβέρνηση ΝΔ - ΛΑΟΣ θα καταρρεύσει πιο γρήγορα και με μεγαλύτερο πάταγο από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο κόσμος θα αναζητήσει τότε κεντροαριστερή λύση. Η συγκρότηση του πόλου μιας πολύχρωμης κεντροαριστεράς, συσπειρωμένης γύρω από ένα πρόγραμμα με αριστερό πρόσημο προϋποθέτει την παρουσία μιας ισχυρής Δημοκρατικής Αριστεράς.
Ήδη άρχισαν να δημιουργούνται γέφυρες συνεννόησης και συνεργασίας της πλατιάς μάζας των πολιτών, που στήριζαν το ΠΑΣΟΚ επί τόσες δεκαετίες και τυγχάνουν κεντροαριστερών αντιλήψεων, με την ανερχόμενη ΔΗΜ.ΑΡ., η οποία έδειξε το τελευταίο διάστημα ότι δεν θέλει να περιχαρακωθεί μόνον στην απαραίτητη διαμαρτυρία, αλλά ενδιαφέρεται και για το πώς θα κυβερνηθεί η χώρα.
Ύστατη προειδοποίηση προς την ηγεσία της ΔΗΜ.ΑΡ. να διδαχθεί από τα λάθη της αλαζονικής ηγεσίας του ΣΥΝ. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόμματος αυτού οραματίζεται τη μεγάλη Κεντροαριστερά. Οι άλλοι μια μικρή λέσχη με καλούς συντρόφους και ένσημα από τους κομματικούς αγώνες. Θέλουν μια ιστορικοδίαιτη Ανανεωτική Αριστερά. Και κυρίως τη θεωρούν τιμάριό τους! Ωστόσο, έφτασε η ώρα να συζητήσουμε επιτέλους για πολιτικές και όχι για μωροφιλόδοξους πολιτικούς…

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

“ Υπάρχει, επιτέλους, σοβαρότητα σ’ αυτό το τόπο;”

Τον Μάρτιο του 2010 εκλιπαρούσαμε στην Ε.Ε. για την δημιουργία μηχανισμού στήριξης, προκειμένου να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, η οποία ήταν προ των πυλών. Έκτοτε, και μηχανισμός στήριξης έγινε και διαφόρου τύπου προγράμματα σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας ακολούθησαν, με αποτέλεσμα να καταστούμε, ως χώρα, ο μισθοσυντήρητος της Ευρώπης, αφού οι μισθοί και οι συντάξεις εξαρτιόταν άμεσα από τις δόσεις, που στέλνονταν μέσω Βρυξελλών, δηλαδή οι φορολογούμενοι πολίτες όλων των χωρών της Ευρωζώνης συνεισέφεραν για την κάλυψη των δανειακών μας αναγκών, ενώ η οικονομία μας εισήλθε σε ύφεση, από την οποία δεν διαφαίνεται προοπτική εξόδου.
Το στοιχειώδες θα ήταν, σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, να είναι τουλάχιστον πλήρως ενήμεροι οι κάτοικοι αυτής της χώρας για την οικτρή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία μας και ο πολιτικός κόσμος, εμπρός στην κρισιμότητα της εθνικής ανάγκης, επιτέλους να αρχίσει να συνεννοείται, έτσι ώστε να μπορέσουν από κοινού να θέσουν τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.
Μολαταύτα, η ανικανότητα σύσσωμου του πολιτικού κόσμου έγκειται ακριβώς στο ότι το μεν ΠΑΣΟΚ, ως κυβέρνηση, επιχείρησε στη πραγματικότητα να διαχειριστεί μόνο του αυτή την πρωτόγνωρη κρίση, τα δε λοιπά κόμματα και ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση, επένδυσαν στην εκλογική φθορά του “αντιπάλου”, απλά και μόνο για να αυξήσουν την δική τους εκλογική πελατεία, παραγνωρίζοντας ότι η δική τους ανεπάρκεια και ο φόβος τους για το όποιο πολιτικό κόστος δεν καλύπτεται πίσω από την ανευθυνότητα, που συστηματικά επέδειξαν.
Κι, έτσι, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, κλασικοί έμποροι της ελπίδας, σκόρπισαν, αφήνοντας τον ελληνικό λαό σε πλήρη απόγνωση και απελπισία, μη ξέροντας πια ποιόν να εμπιστευτεί και ποιόν να κατηγορήσει για τα κακά που τον βρήκαν. Είμαστε πλέον θιασώτες μιας ζώσας τραγωδίας, από την οποία δεν γνωρίζουμε ούτε πώς θα βγούμε, ούτε ποιος θα είναι ο “από μηχανής Θεός” για να μας σώσει!!
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά έπεσε ως κροτίδα η ευφυέστερη ιδέα που ακούστηκε τα τελευταία χρόνια. ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ!! Για να επιλέξουμε τι;; Εάν μας κάνει το ευρώ ή να γυρίσουμε στη δραχμή;; Εάν ο πολιτικός κόσμος υπήρξε αντάξιος των περιστάσεων ή όχι;; Πολλά θα μπορούσαν να είναι τα διλλήματα, αλλά δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για να τεθούν.
Και εν πάση περιπτώσει, παρότι δεν διαβλέπω ότι το δημοψήφισμα αυτό θα πραγματωθεί ποτέ, απλά για συζήτηση και μόνον συνεχίζω το ερώτημα. Εάν επρόκειτο, λοιπόν, να ψηφίσουμε για την παραμονή στην ευρωζώνη ή να επιστρέψουμε στη δραχμή, πώς θα κρίνει ο “κυρίαρχος” και πάντα “σοφός” λαός; Ποιος του έχει εξηγήσει ποιες είναι αντικειμενικά οι συνέπειες της παραμονής στην ευρωζώνη και ποιες αντίστοιχα οι συνέπειες της επιστροφής στη δραχμή;; Πριν καταλήξει κάποιος να πετάει, παρορμητικά, κάποιος τέτοιες λεκτικές κροτίδες, καλό θα ήταν να σταθμίσει το ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ σε τέτοια περίπτωση και όχι τώρα, που ήδη καταστήκαμε, εκτός από τον μεγαλύτερο διεθνή μπαταξή και ο διεθνής περίγελος. Δεν μας αξίζει τέτοια μεταχείριση…
Την ύστατη τούτο στιγμή ούτε εκλογές μας είναι απαραίτητες, αρκεί να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, από εξέχουσες προσωπικότητες αυτής της χώρα, γιατί – ευτυχώς – δεν είναι όλοι για τα “μπάζα”. Σε διαφορετική περίπτωση θα μπούμε σε μακρά περίοδο ακυβερνησίας και η αναρχία και η κατάλυση της δημοκρατίας είναι προ των πυλών. Απαιτείται, επιτέλους, σοβαρότης, τέτοια, που μέχρι σήμερα έδειξε ότι δεν διαθέτει ο πολιτικός κόσμος αυτής της χώρας. Εύχομαι να την επιδείξουν στην επόμενες κρίσιμες ώρες…

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

“Τι προκαλεί και πού οδηγεί (;) η αγανάκτηση;”


Την τελευταία δεκαετία, ως χώρα, δείξαμε υπέρμετρη χαλάρωση. Ξεχάσαμε την επίπονη περίοδο λιτότητας, που περάσαμε, προκειμένου να μπούμε στο σκληρό πυρήνα των χωρών της Ευρώπης και το άφθονο ζεστό χρήμα που εισέρευσε μας έκανε να ζούμε σε μια πλασματική κατάσταση ευδαιμονίας. 
Ξαφνικά, αισθανθήκαμε οικονομική υπερδύναμη και μετρούσαμε την οικονομική ανάπτυξή μας με βάση το δείκτη τιμών του καταναλωτή. Όσο πιο πολύ καταναλώναμε, τόσο πιο πολύ αισθανόμασταν ότι η οικονομία μας πάει προς το καλύτερο. Μια οικονομία, όμως, κατά βάση υπηρεσιών, με απαρχαιωμένες υποδομές και με ανατολίτικη φιλοσοφία, χωρίς ουσιαστική ανταγωνιστικότητα, την έλλειψη εσόδων της οποίας αναπληρώναμε με περισσή ευκολία με τα δανεικά που μας δίνονταν πλουσιοπάροχα από την διεθνή τραπεζική αγορά, έτσι ώστε φτάσαμε να παριστάνουμε τους καμπόσους, ιδίως στον βαλκανικό μας περίγυρο!
Όλοι χαλαρώσαμε. Πρωτίστως, οι πολιτικοί, οι οποίοι ξέχασαν την ιστορική ευθύνη που διαχρονικά υπάρχει για όποιον θέλει να αναλάβει την ευθύνη διαχείρισης των υποθέσεων μιας χώρας και με τις άμετρες σπατάλες και την αθρόα ψηφοθηρική ένταξη ενός απίστευτου αριθμού πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, γιγάντωσαν το Δημόσιο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτιναχθούν οι απαιτήσεις για μισθοδοσίες και συντάξεις στα ύψη. 
Στη επικρατήσασα λογική του ότι “ο καθένας κάνει ό,τι θέλει σ’ αυτή τη χώρα” και ο επαγγελματικός κόσμος έδειξε περισπούδαστη ικανότητα στην απόκρυψη εισοδημάτων, με αποτέλεσμα η φοροδιαφυγή να αποτελέσει εθνικό άθλημα, ολυμπιακών επιδόσεων. 
Ποιος, όμως, στον συλλογικό αυτή κατήφορο αγωνιούσε;; Ελάχιστοι και αυτοί με το ζόρι ακουγόταν η φωνή τους, αφού εύκολα χαρακτηρίζονταν κινδυνολόγοι και “Κασσάνδρες”.
Κι ύστερα ήρθε η καταγίδα και μαζί της έφερε την περικοπή της διασκέδασης, της αγοράς καταναλωτικών ειδών, ηλεκτρονικών συσκευών, των μετακινήσεων, την μείωση των δαπανών στο ρεύμα και τη τηλεφωνία, την αναζήτηση προσφορών και ευκαιριών, ακόμη και σε σουπερμάρκετ, την αναβολή πολλών επιλογών, που, με τις κρατούσες στο πρόσφατο παρελθόν συνθήκες, θα υλοποιούνταν ως πλέον ζωτικές και άμεσης προτεραιότητας, τον περιορισμό των φροντιστηρίων των παιδιών μας, κ.ο.κ. Οι λογαριασμοί πλέον παραμένουν για πολύ καιρό απλήρωτοι. Η οικονομική κρίση είναι εδώ και κάθε ελληνικό νοικοκυριό μετράει πλέον διαφορετικά τα ευρώ που ξοδεύει.
Κι ύστερα, αγανακτήσαμε και βγήκαμε στους δρόμους και στις πλατείες και φωνάξαμε και βρίσαμε και χλευάσαμε και γιαούρτια πετάξαμε. Εναντίον ποιανού, όμως; Εναντίον όλων, όσων θεωρούμε ότι φταίνε για τον κατήφορο, που πήραμε…
Η αγανάκτηση αυτή απέκτησε και πολιτική επιχειρηματολογία. Να φύγουμε, γενικά και αόριστα, από το Μνηµόνιο, να, να, …
Εννοείται ότι στη συνθηματολογία αυτή απουσιάζει οποιουδήποτε είδους διάθεση αυτοκριτικής από τον έλληνα πολίτη, ο οποίος, εννοείται πως δεν φταίει για τίποτα, απεναντίας το ανάθεµα απευθύνεται κατ’ αποκλειστικότητα στους κακούς πολιτικούς και τους Ευρωπαίους που τον έφεραν στη σημερινή, εξαιρετικά δυσµενή θέση. 
Εάν η αγανάκτηση προκλήθηκε επειδή κινδυνεύουμε να χάσουμε τα «κεκτημένα», τότε, συγνώμη, αλλά αυτή η κίνηση δεν βλέπω το πώς μπορεί να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, το πώς θα επιφέρει την αλλαγή στο δημόσιο ήθος και στα ανατολίτικα ήθη μας. Αντιθέτως, εάν αποκτήσει δυναμικότερη έκφραση, τότε το πλέον βέβαιο είναι ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε τροχιά περιδίνησης με καταστροφικά αποτελέσματα. 
Εάν, όμως, η αγανάκτηση αποτελέσει την αφορμή για βαθύτερες και ουσιαστικότερες σκέψεις και μας οδηγήσει στην διατύπωση ουσιαστικών και εφικτών προτάσεων, τότε, ναι, μπορεί η παρούσα κρίση να αποτελέσει την αφορμή, αλλά και την ευκαιρία για μια πραγματική ανέλιξη της κοινωνίας μας προς το καλύτερο, η οποία δεν μετριέται μόνον με τους δείκτες της οικονομίας, ούτε και της καταναλωτικής μας δύναμης, που έχουν πρόσκαιρη αξία, αλλά θα επηρεάσουν διαχρονικά την πορεία μας προς το μέλλον... Αλλά ποιος σκέφτεται το μέλλον, όσο υπάρχει το παρόν;;