Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

“Η τεχνική του στρουθοκαμηλίζειν”

1.- Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας και εκείνο που διαπιστώνουμε ημέρα με την ημέρα είναι ότι το βαρέλι δεν έχει πάτο στα δημόσια οικονομικά. Απογραφές επί απογραφών και ακόμη και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ξέρουν ποιο είναι το ακριβές μέγεθος του εξωτερικού μας χρέους. Μήπως όμως ξέρουμε κι εμείς;
Τα στελέχη της Ν.Δ., ενόσω ήταν κυβέρνηση, άφησαν τα πάντα στη τύχη τους και εμπρός στη βουλιμία τους να καρπωθούν τον δημόσιο πλούτο, δεν επιδόθηκαν απλά σε ένα ανελέητο πλιάτσικο των πενιχρών αποταμιεύσεών μας, αλλά θεώρησαν καλό να αυξήσουν και τις δανειακές ανάγκες της χώρας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους για την υλοποίηση των στόχων τους, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο τη χώρα στη δίνη του ανεξέλεγκτου δανεισμού, τις συνέπειες δε αυτής της εγκληματικής για τη χώρα μας συμπεριφοράς βιώνουμε τώρα και θα βιώνουμε για πολλά, όπως φαίνεται, χρόνια ακόμη, υποθηκεύοντας το μέλλον των νέων γενεών και βυθίζοντας σε απόγνωση τις τωρινές, που έχουν ανασύρει από τις μνήμες τους βιώματα και πρακτικές εποχών, όπου ο καθένας αγωνιζόταν για την ατομική του επιβίωση!!
Κι ενώ η λαϊκή σοφία, ως κατασταλαγμένη εμπειρία χιλιάδων ετών, έχει μιλήσει για πολλά και διάφορα και μεταξύ αυτών «για το σπίτι του κρεμασμένου», εντούτοις βλέπουμε με θλίψη στους τηλεοπτικούς μας δέκτες τα ίδια αυτά τα στελέχη της Ν.Δ. να καταφέρονται κατά του μνημονίου και να μιλούν για ένα θαυματουργό πρόγραμμα, εμπνεύσεως Σαμαρά, που θα μας βγάλει τάχα από το αδιέξοδο στο άψε – σβήσε και χωρίς καμία οικονομική θυσία!! Εν πάση περιπτώσει, επειδή περισσεύει η λογική σ’ αυτό το τόπο, το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν οι φυσικοί αυτουργοί των δεινών που υφίσταται αυτή η χώρα, θα ήταν να σωπάσουν και να ζητήσουν μια ειλικρινή μεγάααλη συγνώμη και ακολούθως να αποσυρθούν στη …τρύπα τους και όχι να μας περιπαίζουν, ωσάν να είμαστε ιθαγενείς, μιας υπεράκτιας κτήσης, που χαιρόμαστε όταν μας μοιράζουν καθρεφτάκια, προκειμένου να ξεχάσουμε ότι μας έχουν στερήσει το αυτονόητο∙ την ίδια μας την ελευθερία!!
Κι αν μεν αυτοί θεωρούν ως πρέπουσα την τακτική της στρουθοκαμήλου, εμείς τι φταίμε και γιατί θα πρέπει να τους ανεχόμαστε;; Έλεος πια!
2.- Ακούω πολλούς συμπολίτες μου να διαμαρτύρονται για τα οικονομικά μέτρα∙ Συμφωνώ μαζί τους και σίγουρα πολλά από αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν σε διαφορετική βάση ή θα έπρεπε να έχουν άλλους αποδέκτες, αλλά πείτε μου, με ειλικρίνεια, υπάρχει κανείς που κατά βάθος πιστεύει ότι όταν η πληγή έχει εμφανίσει σηπτικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα να τίθεται πλέον ζήτημα επιβίωσής μας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα με ασπιρίνες ή αντιβίωση∙ και γιατί θα πρέπει να βρίζουμε τον γιατρό, που αποφάσισε να προβεί σε δραστική τομή, θυσιάζοντας τμήμα του σώματός μας, για να περισώσει το υπόλοιπο; Ο γιατρός δεν θεραπεύει τα αίτια, αλλά προσπαθεί να αντιμετωπίσει το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ποιος φταίει για τα αίτια ο καθένας μπορεί να το καταλάβει, αλλά είναι εξωφρενικό να του μεταθέτουμε και γι’ αυτά την ευθύνη. Ο έλεγχος του γιατρού εστιάζεται μόνον στη μεθοδολογία που αυτός επέλεξε για να μας θεραπεύσει και εάν αυτή ήταν μέσα στους παραδεδεγμένους κανόνες της επιστήμης.
3.- Μπήκαμε, τέλος, στην τελική ευθεία μιας ακόμη εκλογικής αναμέτρησης. Αυτή τη φορά για την τοπική αυτοδιοίκηση. Πολλοί ήδη έχουν εκφράσει την βούλησή τους να μην προσέλθουν να ψηφίσουν, αφού έχουν χάσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης σ’ αυτούς που διαχειρίστηκαν τις τύχες των πόλεών μας. Αν κρίνουμε από την εικόνα που παρουσιάζει ο τόπος μας τα τελευταία χρόνια, σίγουρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν υπάρχει λόγος να διαφωνήσουμε.
Διερωτώμαι, όμως, πώς μπορούμε να χτυπήσουμε τα φαινόμενα της σήψης και της απραξίας με άσφαιρα πυρά, όπως είναι η αποχή μας από την εκλογική αναμέτρηση; Πώς μπορούμε να στείλουμε στο σπίτι τους αυτούς που θεωρούμε ότι υπήρξαν ελάχιστοι, ανίκανοι έως και επιζήμιοι για το τόπο μας; Πώς θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε την ήρα από στάρι, όταν από τα παλαιότερα στελέχη της αυτοδιοίκησης άλλα μεν αξίζουν εκ νέου της ψήφου μας και άλλα πρέπει να πάρουν το μήνυμα της αποπομπής τους μια και καλή από το δημόσιο βίο; Πώς θα μπορέσουμε να δώσουμε την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους, που προέρχονται από μας, να αγωνιστούν για ένα καλύτερο μέλλον; Αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε πλέον τη φλόγα, τη φιλοδοξία, αλλά και την οργή, που θα μας ωθούσε να ταράξουμε τα λιμνάζοντα ύδατα της απραξίας, γιατί να αποστερήσουμε αυτή την εκδοχή από κάποιους άλλους συντοπίτες μας, που εξακολουθούν να διαπνέονται από την ίδια αγωνία, αλλά βγαίνουν μπροστά και διεκδικούν να αναλάβουν την ευθύνη αλλαγής αυτού του τόπου, απ’ αυτήν που εμείς κρυφτήκαμε, αλλά και καταγγέλλουμε γενικά και αόριστα;
Η τεχνική της στρουθοκαμήλου δεν μας ταιριάζει, ούτε και μας αξίζει. Αξιολογήστε τους υποψηφίους, αναζητήστε τα χαρακτηριστικά του καθενός από αυτούς, ποια η επαγγελματική και η κοινωνική αναφορά τους και πράξτε αυτό, που θα θεωρούσατε καλό και ωφέλιμο για όλους μας. Και εάν και πάλι κάποιος απ’ αυτούς που θα επιλέξουμε, δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας, εδώ θα είμαστε για να τον κρίνουμε και στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα πράξουμε αναλόγως…Αυτό είναι το μεγαλείο της δημοκρατίας∙ Ότι με τον ψήφο μας ανανεώνουμε την εντολή μας και μπορούμε να προβαίνουμε σε επιδιορθωτικές κινήσεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Δεν έχουμε ισόβιους εκπροσώπους, ούτε και μας τους φόρτωσε κάποιος άλλος. Εμείς τους επιλέγουμε, γι’ αυτό και έχουμε μεγάλη ευθύνη για την πορεία αυτού του τόπου!! Ρωτήστε και τον καθρέπτη σας, που ποτέ δεν λέει ψέματα…

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

“Οικονομία υπηρεσιών▪ το μέλλον της Ελλάδας;”*

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και εν μέσω της επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης, η βασική ιδέα περί ανάπτυξης, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, ήταν η ιδέα του προσανατολισμού των οικονομιών σε κλάδους με διεθνή ανταγωνιστικότητα, η απελευθέρωση των αγορών χρήματος και οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που θα επέτρεπαν την αξιοποίηση των διεθνών πλεονεκτημάτων. 
Η ελληνική οικονομία είχε ήδη δύο κλάδους με διεθνή παρουσία, τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Υπό διαμόρφωση όμως ήταν και άλλοι κλάδοι: οι τράπεζες, οι κατασκευές, οι τηλεπικοινωνίες, εν μέρει το εμπόριο. Αυτοί θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την παρουσία τους σε νέους οικονομικούς και γεωγραφικούς χώρους που δημιουργούσε η «κατάρρευση του κομμουνισμού» (Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη). Και αυτό έγινε. Οι τομείς αυτοί ιδιωτικοποιήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, ενισχύθηκαν με μεγάλα έργα και ολυμπιακούς αγώνες, ενώ οι χρηματιστηριακοί θεσμοί, προσωρινά τουλάχιστον, υποσχέθηκαν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των νέων κλάδων. 
Αυτή η νέα οικονομία που εδράζεται στη διεθνή ανταγωνιστικότητα προϋποθέτει τη νομισματική σταθερότητα, καθώς δημιουργεί και στηρίζεται στη ροή συναλλαγματικών ή άλλων πόρων. Η πολιτική της «σκληρής δραχμής» και η ένταξη στο ευρώ, αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας αυτής της οικονομίας, χωρίς ωστόσο να σταθμιστούν οι επιπτώσεις της νομισματικής ένωσης, τις οποίες, πέραν των όσων διαπιστώνουμε σήμερα με τον πλέον ωμό τρόπο όλοι εμείς, απεκάλυψε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χέρμαν βαν Ρομπέι, ο οποίος δίνοντας το στίγμα για τον χαρακτήρα της νέας Ευρώπης, κατέληξε λέγοντας ότι «Κανείς δεν εξήγησε ακριβώς στους απλούς ανθρώπους πως νομισματική ένωση δε σημαίνει μόνο να ταξιδεύουν και να ψωνίζουν πιο εύκολα, αλλά ότι αυτή θα έχει επιπτώσεις στις συντάξεις τους, στις θέσεις εργασίας, στην καθημερινότητά τους»!! 
Από την άλλη, η στρατηγική αυτή δεν ευνοούσε τους παραγωγικούς τομείς, τη βιομηχανία και τη γεωργία. Αν όχι στο σύνολό τους, τουλάχιστον σε μεγάλο τμήμα τους. Διότι και εκεί η διεθνής ανταγωνιστικότητά μας ήταν δυνατή μόνο σε επιμέρους υποτομείς, αυτούς που συνέχισαν ή κατάφεραν να έχουν εξαγωγικές επιδόσεις. Το υπόλοιπο τμήμα άρχισε να δοκιμάζεται από το σκληρό νόμισμα που ευνοεί τις φθηνότερες εισαγωγές και κάνει δύσκολες τις εξαγωγές. Η γεωργία μετά το 2000 άρχισε να έχει απόλυτη μείωση της παραγωγής της και η βιομηχανία μεταστράφηκε ραγδαία στο παραδοσιακό της πρότυπο με έμφαση στην ελαφριά βιομηχανία. 
Το 2003 το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος διαπίστωναν ότι η ελληνική οικονομία, παρότι εμφανιζόταν ως μία από τις πλέον ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενες, είχε ταυτόχρονα την παραγωγική της βάση σε τάση συρρίκνωσης, έτσι ώστε αρμόδιοι παράγοντες, όπως ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Ν.Γκαργκάνας, υποστήριζαν από τότε ότι η οικονομία της χώρας μας μετατρεπόταν ραγδαία σε μια οικονομία υπηρεσιών και οι τομείς της υλικής παραγωγής περιθωριοποιούνταν με πρώτη τη βιομηχανία, της οποίας η συμμετοχή στο ΑΕΠ περιοριζόταν στο 15%, ενώ η γεωργία κινούνταν ακόμη χαμηλότερα, μόλις στο 4% (περίπου όσο και ο κλάδος εμπορίας κινητών τηλεφώνων) και το 80% είναι υπηρεσίες και προέτρεπαν από τότε «να γίνουμε λοιπόν μια οικονομία υπηρεσιών αλλά υπό τον όρο ότι οι υπόλοιπες δραστηριότητες δεν θα φυτοζωούν και δεν θα μαραζώνουν. Γιατί στο κάτω - κάτω κάτι πρέπει να παράγει η χώρα για να διατρέφει τους κατοίκους της. Αλλά, πέραν αυτού, για να επιζήσουμε ως οικονομία υπηρεσιών πρέπει να προσφέρουμε στο εσωτερικό αλλά και στη διεθνή αγορά ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Και δεν είμαστε ανταγωνιστικοί π.χ. στον τουρισμό ή στα εμπορικά δίκτυα και στις μεταφορές…Είναι όντως αβέβαιο λοιπόν το μέλλον!». 
Το ισοζύγιο πληρωμών δείχνει αποκαλυπτικά τη δομή της νέας ελληνικής οικονομίας, που καμία σχέση δεν έχει πλέον με την οικονομία του 1980. Πρόκειται για μια εξαιρετικά «ανοικτή οικονομία», με τις εισαγωγές να είναι σχεδόν στο 40% του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές αγαθών (βιομηχανικών και αγροτικών) καλύπτουν μόλις το 10%, και μετά είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία που συνεισφέρουν άλλο 10% ο κάθε τομέας. Μένει ακόμα ένα κενό που καλύπτεται από άλλες εισροές και φυσικά από δάνεια. Αυτή η εικόνα των εξωτερικών σχέσεων υποδήλωνε ότι η οικονομία ήταν απόλυτα εξαρτώμενη από συναλλαγματικές εισροές κάθε μορφής και είδους. 
Οι ιδιαιτερότητες της σημερινής ελληνικής οικονομίας καθιστούν κάθε συζήτηση περί «εξόδου από το ευρώ» και επιστροφής στη δραχμή, συζήτηση χωρίς ιδιαίτερο νόημα, καθώς συνεπάγεται αυτόματα μια απότομη μείωση του ΑΕΠ της τάξης του 30-40%, ενώ ταυτόχρονα καθιστά άνευ νοήματος τη συζήτηση περί υποθετικής «έλλειψης ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές αγαθών είναι μικρό μέρος του ΑΕΠ. 
Η ελληνική οικονομία είναι πλέον μια οικονομία υπηρεσιών, η οποία, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, δοκιμάζεται ως μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο, όμως, ύστερα από μια χαμένη 7ετία και πλέον αδράνειας ως προς την θωράκισή και προστασία του, είναι πλέον ήδη παγιδευμένο με ένα τρόπο που καθιστά κάθε διέξοδο εξαιρετικά δύσκολη. Η αναβίωση των παραγωγικών τομέων βρίσκεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι οι αλλαγές στην οικονομία συμπαρέσυραν το σύνολο των αναπτυξιακών θεσμών που ήταν συνδεδεμένοι με τους τομείς αυτούς (συνεταιρισμοί, τράπεζες, κρατικοί φορείς κ.ο.κ.). 
Κάθε αλλαγή πορείας έχει συνεπώς άμεση ανάγκη από βιώσιμες μεσοπρόθεσμες στρατηγικές, διότι σε διαφορετική περίπτωση η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, που τώρα εστιάζεται στην υπόδειξη από την τρόικα της χάραξης των μέτρων της οικονομικής πολιτικής, αύριο – που δεν βρίσκεται μακριά -  θα σημάνει την απώλεια των εναπομεινάντων καίριων τομέων της ίδιας μας της οικονομίας, με αποτέλεσμα ακόμη και ο τουρισμός θα περάσει στα χέρια ξένων κεφαλαίων και ο έλληνας θα περιοριστεί στο ρόλο του απλού μισθωτού σερβιτόρου, σε ένα ιδιότυπο καθεστώς σύγχρονης αποικιοκρατίας, γι’ αυτό ας προσεχθούν ιδιαίτερα οι όροι που θέτουν οι νέοι όψιμοι επενδυτές στην παρούσα δυσμενή συγκυρία και το πραγματικό προσδοκώμενο όφελος για την εθνική μας οικονομία, όπως λ.χ. στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στο λιμένα του Αστακού, COSCO, κ.λ.π. !! 
Και επειδή τέτοιο ενδεχόμενο φαντάζει εξωφρενικά πραγματικό, η μόνη παρηγοριά είναι ότι το ταπεραμέντο του έλληνα δεν πρόκειται να το αποδεχθεί και θα σημάνει γενική εξέγερση. Γι’ αυτούς, λοιπόν, που απεργάζονται ή αποδέχονται απαθείς τέτοιες λύσεις καλό θα είναι να το έχουν υπόψιν τους…  

____________
*βλ. τα αναλυτικότατα άρθρα: 
α) του Γιώργου Σταθάκη "Ένα σχεδιάγραμμα της ελληνικής οικονομικής κρίσης", που δημοσιεύθηκε στις 25/5/2010 στην ιστοσελίδα "Πυξίδα της πόλης"
(http://www.pyxida.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3307:2010-05-25-22-14-41&catid=90:2010-01-18-16-30-15&Itemid=335) και 
β) Νίκου Νικολάου "Ας γίνουμε οικονομία υπηρεσιών", που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 20/10/2002 της εφημερίδας "ΒΗΜΑ"

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνικών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…
  

«Να πληρώσουν αυτοί που έφταιξαν▪ δηλαδή;»

Τελικά ποιος φταίει για το χάλι μας το μαύρο; Οι πολιτικοί, θα πουν κάποιοι, που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και κατασπατάλησαν τον δημόσιο πλούτο, προς όφελος δικό τους και των “κολλητών” τους; Οι κερδοσκόποι και γενικώς οι ξένοι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δ.Ν.Τ., οι Εβραιομασόνοι,  η λέσχη Μπιλντεμπέργκ, θα πουν κάποιοι άλλοι, που μονίμως απεργάζονται, σε συνεργασία με κάποιους δοσίλογους Έλληνες, την εκμετάλλευση της πατρίδας μας και την ταπείνωση των Ελλήνων, επειδή στη πραγματικότητα μας μισούν και μας ζηλεύουν για την πλούσια κληρονομιά μας και το αδούλωτο φρόνημά μας; 
Ποιος είναι πατριώτης και ποιος προδότης και μέχρι ποιου σημείου φτάνει ο πατριωτισμός και μέχρι που η προδοσία; Μπορεί και πώς γίνεται ο προδότης να περνάει για πατριώτης και αντίστροφα ο πατριώτης να αντιμετωπίζεται σαν προδότης; 
Αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα περιπλέκονται το τελευταίο διάστημα και οι πιθανές απαντήσεις περισσότερες από μία, χωρίς, ωστόσο, καμία να κρίνεται απολύτως πειστική, εάν δεν βρεθεί ποια η σχέση της με την απάντηση σε  ένα άλλο διαχρονικό ερώτημα· εμείς, οι διαχρονικά πολύπαθοι πολίτες αυτής της χώρας τι κάναμε ή τι κάνουμε, για να αποτρέψουμε την όποια διαμορφούμενη δυσμενή κατάσταση για μας και για τη χώρα μας;  
Εμείς δεν είμαστε αυτοί που αναδείξαμε τους πολιτικούς που σήμερα χαρακτηρίζουμε ανάξιους; Που το κάναμε κανόνα να αποκρύπτουμε σκόπιμα τα εισοδήματά μας, προκειμένου να πληρώσουμε λιγότερους ή καθόλου φόρους και το δηλούμενο εισόδημά μας να μην ξεπερνά τα *12.000* ευρώ; Που πληρώνουμε ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, απλά και μόνο για να έχουμε ιατροφαρμακευτική κάλυψη και στο τέλος διαμαρτυρόμαστε για τις συντάξεις πείνας, που θα μας δώσει το ασφαλιστικό μας Ταμείο; Που δεν αξιώνουμε να μας επικολλούν τα ένσημα ή δεν επικολλούμε τα ένσημα για την παρεχόμενη από άλλους προς εμάς εργασία; Που δεν υποβάλλουμε δήλωση ΦΠΑ; Που εκμεταλλευόμενοι το σύστημα, εξασφαλίσαμε μια σύνταξη αναπηρίας, ενώ στη πραγματικότητα δεν δικαιούμασταν; Που αποσιωπούμε ότι εισπράττουμε διπλές συντάξεις, εφόσον κανείς δεν μας ανακάλυψε; Που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση μας και την ανάγκη του πολίτη, βρίσκουμε την ευκαιρία να αυξήσουμε το εισόδημά μας με εκβιαστικά δωράκια; Που, αφού “τρουπώσαμε” σε κάποια δημόσια θέση, χάριν “καίριων” γνωριμιών, ακολούθως θεωρήσαμε ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά της θέσης, χωρίς το άγχος για το αύριο και την ανάγκη να αποδείξουμε εάν έχουμε πράγματι την δυνατότητα, αλλά και την πρόθεση να παράξουμε έργο, αφού δεν υπάρχει αυτός που θα μας ελέγχει, αλλά ακόμη κι αν τολμούσε κάποιος να το κάνει, βέβαιο είναι ότι θα άκουγε το γνωστό μότο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε; Μη σε στείλω στα σύνορα”; 
Υπό την πίεση της ανάγκης, ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον μεταξύ μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γίναμε μια κοινωνία με προσωπικούς σχεδιασμούς και άρνηση της συνευθύνης και της συλλογικότητας. Μια κοινωνία μη πολιτών, δίγλωσση, που πελαγοδρομεί ανάμεσα στις καθιερωμένες ηθικές αξίες και τις ήδη εγκαθιδρυμένες συμπεριφορές. Που αφήνει άλλους να μιλούν γι’ αυτήν, αποφεύγοντας η ίδια να εκφράζει το λόγο της και όταν το κάνει, ακούγεται σαν τραύλισμα και η πράξη της τρομαγμένη και αβέβαιη. Που αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου και το ρόλο της Χώρας μας στο παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτοπαραμυθιάζεται με κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις, κ.τ.λ.) και προφητείες, που διακινούν τηλεπαγγελματίες λαοπλάνοι, που του υπόσχονται ένδοξο μέλλον και αφόρητο παρόν. 
Ακόμη κι όταν στο παρελθόν δείξαμε ότι επιζητούσαμε την αλλαγή στη χώρα μας, αυτή η στάση και η συμπεριφορά μας ήταν ασυνεχής, περιστασιακή και περιπτωσιακή, πήρε για ένα διάστημα το χαρακτήρα του αυθόρμητου και του περαστικού, γι’ αυτό και η “αλλαγή” έγινε και έμεινε σύνθημα και η ανάγκη για αλλαγή διαχρονική επιταγή. 
Τελικά, η σημερινή κατάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα πολλών συνδυασμένων παραγόντων, ατομικών και συλλογικών, πολιτικών και κοινωνιλών. Να, λοιπόν, γιατί τα αιτήματα για Ψωμί, Παιδεία και Ελευθερία, ενισχυμένα με τη νέα, τη σημερινή δυναμική τους, βγήκαν και πάλι στο προσκήνιο. Αν δεν αλλάξουμε άμεσα νοοτροπία, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι και ότι η διάκριση μεταξύ μας σε “έξυπνους - καταφερτζήδες” και “αφελείς” δεν ωφελεί κανέναν, αν δεν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολιτική με αφορισμούς, ή με όρους παζαριού, ότι οφείλουμε να συμμετέχουμε μαζικά και δραστήρια στα κοινά με πνεύμα δικαιοσύνης και προσφοράς, ότι οφείλουμε να συμπράξουμε, πολιτεία και πολίτες, για να βγει η χώρα μας από την οικονομική δίνη, ε, τότε σίγουρα αυτός ο τόπος θα έχει καλύτερο μέλλον, όχι γιατί θα το έχει πει κάποια προφητεία, αλλά γιατί εμείς θα έχουμε φροντίσει γι’ αυτό…