Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

“ΠΓΔΜ• Ποια είναι και τι επιδιώκει; Κεφάλαιο Β΄- Μακεδονικό Πρόβλημα”

Μακεδονικό πρόβλημα: Ο ρόλος του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στη δημιουργία της FYROM ήταν καθοριστικός. Η δημιουργία από τον Τίτο, στις 2 Αυγούστου 1944 της "Λαϊκής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Μακεδονίας¨" αποτελούσε μέρος των επιδιώξεων του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, για την σύσταση της “Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας”, στην οποία θα περιλαμβάνονταν, εκτός της Γιουγκοσλαβίας, τμήματα της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας.
Ταυτόχρονα, ενεργοποιείτο το παλιό σχέδιο της Κομιντέρν για την ίδρυση της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας”. Απλά ο φορέας θα ήταν η Γιουγκοσλαβία και όχι η Βουλγαρία όπως είχε προταθεί το 1923. Εκείνη την εποχή, που εξυφαίνονταν το σχέδιο αυτό, ο Τίτο ήταν ακόμη το αγαπημένο παιδί του Ιωσήφ Στάλιν. Η ρήξη ανάμεσα στους δύο ηγέτες δεν είχε έλθει ακόμη.
Στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας η σύνθεση του πληθυσμού ήταν εξαιρετικά ανομοιογενής τόσο από εθνολογική, όσο και από θρησκευτική άποψη. Κατοικούσαν Μουσουλμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι, Έλληνες, Βούλγαροι κλπ. Ταυτόχρονα η δύναμη της Περιφερειακής Επιτροπής Σκοπίων του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας ήταν εξαιρετικά ισχνή. Ο Τίτο, σ’ ένα γράμμα που στέλνει από το Παρίσι στον Δημητρόφ το 1938, του αναφέρει ότι, αντίθετα με ότι συνέβαινε στις άλλες οργανώσεις του Κ.Κ.Γ., στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία οι τοπικές οργανώσεις είναι ασύνδετες μεταξύ τους, ενώ δεν υπάρχουν καθοδηγητικά στελέχη. Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που υπήρχαν στη δράση του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας στην περιοχή των Σκοπίων, το κόμμα προσανατολιζόταν στη δημιουργία Κ.Κ. Μακεδονίας, που θα προσπαθούσε να συσπειρώσει κυρίως το σλαβικό στοιχείο της περιοχής. Έτσι η 4η Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, που συνήλθε το Δεκέμβριο του 1934 στη Λιουμπλιάνα, αποφάσισε στο πλαίσιο του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, να δημιουργηθούν Κ.Κ.Κροατίας και Κ.Κ.Σλοβενίας και αργότερα Κ.Κ.Μακεδονίας.
Η ίδρυση του αυτόνομου Κ.Κ.Μακεδονίας, έγινε τελικά 9 χρόνια αργότερα από τον Τέμπο, το Μάρτιο του 1943 για να προσελκυσθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού από την επιρροή της Βουλγαρίας, που με την Γερμανική κάλυψη είχε καταλάβει τα εδάφη της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όσο και για να δημιουργηθεί Γιουγκοσλαβικός φορέας αντίστασης στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία.
Οι Βουλγαρικές αρχές κατοχής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, εφάρμοζαν εκτεταμένο σχέδιο εκβουλγαρισμού, ανάλογο με αυτό που είχε επιβληθεί και στην Ελληνική ανατολική Μακεδονία. Οι Βουλγαρικές αρχές Κατοχής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, δεν συνάντησαν αντίσταση. Σε αυτό, συνέβαλαν τόσο η γλώσσα, όσο και η σλαβική συνείδηση του πληθυσμού που κατοικούσε στην περιοχή (ο οποίος αργότερα βαφτίστηκε “Μακεδονικός"). Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την εισβολή των βουλγαρικών στρατευμάτων στην περιοχή των Σκοπίων, ολόκληρη η Περιφερειακή Επιτροπή “Μακεδονίας" του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, με επικεφαλής τον γραμματέα της Μεθόδιο Σάρλο-Σάτοροφ, δήλωσε ότι εγκαταλείπει το Κ.Κ.Γ. και ότι στο εξής ανήκει στο Κ.Κ.Βουλγαρίας.
Ο Τίτο, το Σεπτέμβριο του 1941, αναγκάσθηκε να αποκηρύξει δημόσια τον Σάλο, ο οποίος ήταν από τα πλέον γνωστά στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς και είχε μεταβεί στην περιοχή των Σκοπίων, για να αναλάβει την καθοδήγηση της Περιφερειακής Επιτροπής “Μακεδονίας" του Κ.Κ.Γ., με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Για να αναπληρωθεί το κενό το Κ.Κ.Γ. ίδρυσε, τον Αύγουστο του 1941, στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, νέα Περιφερειακή Επιτροπή του Κ.Κ.Γ. με γραμματέα της τον Λαζάρ Κολισέφσκι. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι κομμουνιστές της περιοχής, στελέχη και μέλη, εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν μόνο την παλιά Περιφερειακή Επιτροπή και να θεωρούν ότι ανήκουν στο Βουλγαρικό και όχι στο Γιουγκοσλαβικό Κ.Κ. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι η πλειοψηφία του σλαβικού πληθυσμού στην περιοχή είχε Βουλγαρική Εθνική συνείδηση.
Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1943, όταν άρχισε να φαίνεται η πιθανότητα Γερμανικής ήττας και στάλθηκε από τον Τίτο στα Σκόπια ο Τέμπο. Παράλληλα από τις αρχές εκείνου του χρόνου το Κ.Κ.Γ. άρχισε να προπαγανδίζει τη νέα θέση που θεωρούσε τους κατοίκους της νότιας Γιουγκοσλαβίας σαν “Μακεδόνες”, σαν μια νέα ισότιμη εθνότητα, μεταξύ όλων των άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στη Γιουγκοσλαβία. Οι κάτοικοι της περιοχής το εξέλαβαν σαν αναγνώριση της Βουλγαρικής τους καταγωγής. Εκείνο το καλοκαίρι του 1943, όταν ο Σοβιετικός στρατός άρχισε να προελαύνει στο Ανατολικό μέτωπο και οι σύμμαχοι στην Βόρεια Αφρική άρχισαν να οργανώνονται και τα πρώτα ανταρτικά τμήματα στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και με πολύ μικρό αριθμό παρτιζάνων (σε μια εποχή που στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία χιλιάδες αντάρτες στελέχωναν ήδη τις αντιστασιακές οργανώσεις δεξιές και αριστερές), δημιουργήθηκε ο “Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός Μακεδονίας” (ΛΑΣΜ).
Τον Οκτώβριο του 1943, το γενικό στρατηγείο του ΛΑΣΜ, που διέθετε λίγες εκατοντάδες αντάρτες, με μανιφέστο του προς τον “μακεδονικό λαό”, διακήρυξε τα ακόλουθα ως σκοπό του απελευθερωτικού αγώνα: “Θα εργαστούμε ώστε μαζί με όλους τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας να δημιουργήσουμε την αδελφική Ένωση των νοτιοσλαβικών λαών, παίρνοντας υπό την αδελφική προστασία μας και τον αδελφικό βουλγαρικό λαό... Ποτέ ως τώρα, μακεδονικέ λαέ, δεν βρισκόσουν σε καλύτερη κατάσταση και δεν είχες τόσο πολλούς συμμάχους για την πραγματοποίηση του μακροχρόνιου ιδεώδους σου, την ένωση της Μακεδονίας”.
Ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβριο του 1943, με αφορμή την 26η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η ΚΕ του Κ.Κ.Γ., απηύθυνε προκήρυξη, στην οποία μεταξύ άλλων τόνιζε: “Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μαυροβουνιώτες, Μακεδόνες! ...Ενώστε ακόμα πιο πολύ τις δυνάμεις σας στις τελευταίες μάχες. Κρατάτε σφιχτά τα όπλα, πραγματοποιείστε μ’ αυτά όλα τα εθνικά και δημοκρατικά δικαιώματά σας. Σφυρηλατείτε αποφασιστικά, με τα πυρά των όπλων σας, τη νέα δημοκρατική Γιουγκοσλαβία των ισότιμων λαών, λίκνο της αδελφικής ομόσπονδης κοινότητας των νοτίων Σλάβων”.
Ήδη το Νοέμβριο του 1942, είχε τεθεί σε ισχύ το σχέδιο του Τίτο για το Βαλκανικό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών και τη Βαλκανική Ομοσπονδία, στην οποία θα μετείχε και η Μακεδονία, “ενωμένη” και φυσικά υπό σλαβική κυριαρχία. Αξίζει εδώ να αναφερθούν οι κατηγορίες του γνωστού Βενιζελικού πολιτικού Γ. Μόδη ο οποίος κατηγορούσε συγκεκριμένους καπετάνιους του ΕΛΑΣ για συνεργασία με τους Σλαβομακεδόνες και αθρόες εκτελέσεις γνωστών Ελλήνων μακεδονομάχων. Σε άλλες, όμως, περιπτώσεις μονάδες του ΕΛΑΣ συγκρούσθηκαν με μονάδες του ΛΑΣΜ στην περιοχή της Φλώρινας. Γενικά το Κ.Κ.Ε. δεν είχε ενιαία πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα και παρέπαιε ανάμεσα στην διάθεση της ηγεσίας να υποστηρίξει τις εντολές της Μόσχας και την αντίδραση των νεοφώτιστων οπαδών/ανταρτών του ΕΛΑΣ οι οποίοι αντιδρούσαν στα σλαβικά σχέδια.
Τελικά, το σχέδιο αυτό αποσύρθηκε το Σεπτέμβριο του 1943, κυρίως λόγω της αντίδρασης της Βρετανίας αλλά και των άλλων, πλην του γιουγκοσλαβικού, κομμουνιστικών κομμάτων της βαλκανικής. Και τότε άρχισε να ισχύει το σχέδιο για τη νοτιοσλαβική ομοσπονδία, η οποία βέβαια θα περιλάμβανε και ολόκληρη τη Μακεδονία.
Ο Πέτρος Ρούσος, (στέλεχος του Κ.Κ.Ε.) αναφερόμενος στους λόγους που σωστά η ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος δεν αποδέχθηκε την πρόταση του Τίτο για τη δημιουργία κοινού “Βαλκανικού Στρατηγείου Ανταρτών”, σημείωνε ότι παρά το γεγονός πως στο μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβίας, το καλοκαίρι του 1943, είχε αναπτυχθεί το αντάρτικο κίνημα, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εντούτοις στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, μόλις είχε αρχίσει να συστηματοποιείται το αντάρτικο το οποίο αριθμούσε λίγες εκατοντάδες παρτιζάνους, ενώ ο ΕΛΑΣ ήταν ήδη πολύ ισχυρός.

Στις 29 Νοεμβρίου 1943, συνήλθε στο Γιάιτσε, η 2η σύνοδος της Αντιφασιστικής Συνέλευσης Λαϊκής Απελευθέρωσης Γιουγκοσλαβίας (ΑΣΛΑΓ), η οποία αποφάσισε ότι η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία θα ήταν ομοσπονδιακό κράτος, συστατική ισότιμη μονάδα της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας με κύριο όργανο λαϊκής εξουσίας την “Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την σύγκληση Αντιφασιστικού Συμβουλίου Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας”. Η Επιτροπή αυτή εμφανίζεται την άνοιξη του 1944, με πρόεδρό της τον Μετόντι Αντόνοφ-Τσέντο και γραμματέα της τον Κίρο Γκλιγκόροφ, όταν στέλνει αντιπροσωπεία στο στρατηγείο του Τίτο, στο Βις, για να του εκθέσει την κατάσταση και να συμφωνήσει στη λύση του “μακεδονικού” ζητήματος. Η αντιπροσωπεία είχε την οδηγία να εξετασθεί σε συμφωνία με τα ανώτατα σώματα της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας και σε αρμονία με τη διεθνή κατάσταση, το κύριο πρόβλημα του μακεδονικού αγώνα - το ζήτημα της πλήρως ενωμένης Μακεδονίας. Η αντιπροσωπεία ζητούσε να απευθυνθεί προς το μακεδονικό λαό στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία και να τον καλέσει να προχωρήσει στον αγώνα εναντίον των κατακτητών και εάν το επιτρέπει η διεθνής κατάσταση να εκδοθεί προκήρυξη προς το μακεδονικό λαό στη Βουλγαρία και Ελλάδα με την οποία να προσκαλείται να προσχωρήσει στον αγώνα που διεξάγει ο μακεδονικός λαός στην Γιουγκοσλαβία. Προσκαλούσαν δηλαδή τους Έλληνες και τους Βούλγαρους να αγωνισθούν για ένωση της Μακεδονίας υπό Γιουγκοσλαβική κυριαρχία.

Στην συνάντηση που έγινε στο Βις, υπό την προεδρία του Τίτο, εγκρίθηκαν αυτά που ο Τίτο είχε ζητήσει εκ των προτέρων να του υποβληθούν, δηλαδή η κατασκευή "Μακεδονικής" εθνότητας, με τα παρακάτω άρθρα.

"Ο μακεδονικός λαός εκφράζει τον ιστορικό πόθο του για την ένωση όλων των τμημάτων του. Αυτό αποτελεί δικό του εθνικό δίκαιο γι’ αυτό αυτός ο πόθος παραμένει πάγιο αίτημά του. Παίρνοντας υπόψη τη σημερινή διεθνή κατάσταση, την εσωτερική κατάσταση στον μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες και το επίπεδο ανάπτυξης του ένοπλου αγώνα του μακεδονικού λαού, θα ήταν, ωστόσο, πρόωρο να τεθεί ο εθνικός πόθος του μακεδονικού λαού με τη μορφή επίκαιρου αιτήματος είτε από την πλευρά των ανωτάτων εκπροσώπων της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, είτε από την πλευρά των καθοδηγητικών οργάνων του μακεδονικού λαό. Τέτοια θέση σήμερα θα φρέναρε την ενότητα του αντιχιτλερικού μετώπου των ηνωμένων λαών, πράγμα που θα οδηγούσε σε δυσμενή διεθνή θέση και τη Γιουγκοσλαβία συνολικά και τον μακεδονικό λαό τελικά.

Ο δρόμος για την απελευθέρωση και αυτοδιάθεση όλων των τμημάτων του μακεδονικού λαού σήμερα προχωρεί με την ανάπτυξη ευρέως απελευθερωτικού λαϊκού κινήματος εναντίον των φασιστών κατακτητών με την οργάνωση αποφασιστικού ένοπλου αγώνα εναντίον αυτού του κύριου εχθρού του μακεδονικού λαού. Στο πλαίσιο αυτού του κινήματος και αγώνα, μπορεί και ο μακεδονικός λαός εκτός των συνόρων της παλιάς Γιουγκοσλαβίας, να θέσει το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση και δημοκρατικά δικαιώματα. Ο μακεδονικός λαός στη Γιουγκοσλαβία επιθυμεί την ανάπτυξη του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα του μακεδονικού λαού εναντίον των φασιστών κατακτητών σε όλα τα τμήματά του, έχοντας επίγνωση ότι ακριβώς με αυτόν τον αγώνα αποκτά το δικαίωμα της απελευθέρωσης και αυτοδιάθεσης σε ολόκληρη τη χώρα του. Σύμφωνα μ’ αυτή την επιθυμία, αυτός θα βοηθήσει όλα τα παρόμοια απελευθερωτικά κινήματα, οπουδήποτε και αν παρουσιαστούν αυτά."

Τέλος στις 2 Αυγούστου 1944, στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι, συνήλθε η ιδρυτική σύνοδος του "Αντιφασιστικού Συμβουλίου Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας” (ASNOM). Στο "μανιφέστο προς το μακεδονικό λαό” που εξέδωσε το ASNOM, μεταξύ άλλων τονίζονταν πως: "...Ως τμήμα της νέας δημοκρατικής και ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, ο μακεδονικός λαός αποβαίνει σύμμαχος των νικητριών μεγάλων δυνάμεων. Εκκινώντας από τα αιώνια ιδεώδη του μακεδονικού λαού, η πρώτη μακεδονική λαϊκή εθνοσυνέλευση διακηρύττει μπροστά σε όλο τον κόσμο τη δίκαιη και ακλόνητη θέλησή της "ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ” σύμφωνα με τις αρχές του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Με αυτό θα τεθεί τέρμα στη δουλεία του μακεδονικού λαού σε όλα τα τμήματά του και θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ειλικρινή αλληλεγγύη και ειρήνη μεταξύ των βαλκανικών λαών. Μακεδόνες υπό την κυριαρχία Βουλγαρίας και Ελλάδας. Η ένωση ολοκλήρου του μακεδονικού λαού εξαρτάται από τη δική σας συμμετοχή στο γιγαντιαίο αντιφασιστικό μέτωπο. Μονάχα με τον αγώνα θα αποκτήσετε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ένωσης ολοκλήρου του μακεδονικού λαού υπό τη στέγη της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, η οποία απέβη ελεύθερη κοινότητα ελευθέρων και ισότιμων λαών”.

Ο Tίτο, στην προσπάθειά του να καλλιεργήσει στους κατοίκους του Γιουγκοσλαβικού ομόσπονδου κράτους της Μακεδονίας εθνική ταυτότητα, τους χαρακτήρισε όλους ως "Mακεδόνες", αν και αυτοί ήταν Σλάβοι, Bούλγαροι, Έλληνες, Aλβανοί, Eβραίοι, Τσιγγάνοι κ.ά. Ταυτόχρονα προσπάθησε με πιέσεις και πλαστές απογραφές να εξαφανίσει τις εθνοτικές ομάδες που δεν ήθελε να εμφανίζονται. Το απολυταρχικό καθεστώς του έδινε τα μέσα για κάτι τέτοιο. Οι Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή δεν μπορούσαν να δηλώσουν στις απογραφές την εθνικότητα τους, αλλά η επιλογή ήταν μόνο "Μακεδόνες". Ταυτόχρονα, η προπαγάνδα του προσπαθούσε να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας, δεν είναι Έλληνες την καταγωγή, όπως επί αιώνες υπερηφανεύονται οι ίδιοι, αλλά ανήκουν στη "μακεδονική" εθνότητα και ότι αποτελούν μειονότητα που καταδυναστεύεται από το ελληνικό κράτος και, συνεπώς, πρέπει να "λυτρωθούν", με απώτερο σκοπό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες για την προσάρτηση του εντός της Ελλάδας τμήματος της Μακεδονίας στην ευρύτερη γιουγκοσλαβική κομμουνιστική ομοσπονδία.

Οι μεταπολεμικές Ελληνικές κυβερνήσεις λίγο αντέδρασαν εκείνη την εποχή λόγω του ότι το κλείσιμο των Γιουγκοσλαβικών συνόρων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων στον Εμφύλιο. Η ηγεσία της αριστεράς πάλι είχε απόλυτη ανάγκη τόσο τα εφόδια και τις βάσεις ανεφοδιασμού που τους παρείχε ο Τίτο, όσο και τους μαχητές του SNOF, οι οποίοι, με το πρόσχημα της συμμαχίας με τον Δημοκρατικό Στρατό, τρομοκρατούσαν τα χωριά της Ελληνικής Μακεδονίας, εξοντώνοντας όσους αντιστεκόταν. Έτσι ο Τίτο μπορούσε να ασκεί πίεση και στις δύο παρατάξεις την εποχή του Εμφυλίου. Η Σοβιετική ένωση πάλι προωθούσε το συγκεκριμένο σχέδιο από το 1923, ενώ οι δυτικές δυνάμεις δεν ήθελαν να στενοχωρήσουν τον Τίτο, ο οποίος, μετά την ρήξη του με τον Στάλιν, έγινε το χαϊδεμένο παιδί της Δύσης. Έτσι το πρόβλημα διαιωνίσθηκε και διογκώθηκε.

“ΠΓΔΜ• Ποια είναι και τι επιδιώκει; Κεφάλαιο Β΄- Μακεδονικό Πρόβλημα”

Μακεδονικό πρόβλημα: Ο ρόλος του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στη δημιουργία της FYROM ήταν καθοριστικός. Η δημιουργία από τον Τίτο, στις 2 Αυγούστου 1944 της "Λαϊκής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Μακεδονίας¨" αποτελούσε μέρος των επιδιώξεων του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, για την σύσταση της “Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας”, στην οποία θα περιλαμβάνονταν, εκτός της Γιουγκοσλαβίας, τμήματα της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας.
Ταυτόχρονα, ενεργοποιείτο το παλιό σχέδιο της Κομιντέρν για την ίδρυση της “Βαλκανικής Ομοσπονδίας”. Απλά ο φορέας θα ήταν η Γιουγκοσλαβία και όχι η Βουλγαρία όπως είχε προταθεί το 1923. Εκείνη την εποχή, που εξυφαίνονταν το σχέδιο αυτό, ο Τίτο ήταν ακόμη το αγαπημένο παιδί του Ιωσήφ Στάλιν. Η ρήξη ανάμεσα στους δύο ηγέτες δεν είχε έλθει ακόμη.
Στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας η σύνθεση του πληθυσμού ήταν εξαιρετικά ανομοιογενής τόσο από εθνολογική, όσο και από θρησκευτική άποψη. Κατοικούσαν Μουσουλμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι, Έλληνες, Βούλγαροι κλπ. Ταυτόχρονα η δύναμη της Περιφερειακής Επιτροπής Σκοπίων του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας ήταν εξαιρετικά ισχνή. Ο Τίτο, σ’ ένα γράμμα που στέλνει από το Παρίσι στον Δημητρόφ το 1938, του αναφέρει ότι, αντίθετα με ότι συνέβαινε στις άλλες οργανώσεις του Κ.Κ.Γ., στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία οι τοπικές οργανώσεις είναι ασύνδετες μεταξύ τους, ενώ δεν υπάρχουν καθοδηγητικά στελέχη. Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που υπήρχαν στη δράση του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας στην περιοχή των Σκοπίων, το κόμμα προσανατολιζόταν στη δημιουργία Κ.Κ. Μακεδονίας, που θα προσπαθούσε να συσπειρώσει κυρίως το σλαβικό στοιχείο της περιοχής. Έτσι η 4η Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, που συνήλθε το Δεκέμβριο του 1934 στη Λιουμπλιάνα, αποφάσισε στο πλαίσιο του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, να δημιουργηθούν Κ.Κ.Κροατίας και Κ.Κ.Σλοβενίας και αργότερα Κ.Κ.Μακεδονίας.
Η ίδρυση του αυτόνομου Κ.Κ.Μακεδονίας, έγινε τελικά 9 χρόνια αργότερα από τον Τέμπο, το Μάρτιο του 1943 για να προσελκυσθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού από την επιρροή της Βουλγαρίας, που με την Γερμανική κάλυψη είχε καταλάβει τα εδάφη της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όσο και για να δημιουργηθεί Γιουγκοσλαβικός φορέας αντίστασης στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία.
Οι Βουλγαρικές αρχές κατοχής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, εφάρμοζαν εκτεταμένο σχέδιο εκβουλγαρισμού, ανάλογο με αυτό που είχε επιβληθεί και στην Ελληνική ανατολική Μακεδονία. Οι Βουλγαρικές αρχές Κατοχής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, δεν συνάντησαν αντίσταση. Σε αυτό, συνέβαλαν τόσο η γλώσσα, όσο και η σλαβική συνείδηση του πληθυσμού που κατοικούσε στην περιοχή (ο οποίος αργότερα βαφτίστηκε “Μακεδονικός"). Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την εισβολή των βουλγαρικών στρατευμάτων στην περιοχή των Σκοπίων, ολόκληρη η Περιφερειακή Επιτροπή “Μακεδονίας" του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας, με επικεφαλής τον γραμματέα της Μεθόδιο Σάρλο-Σάτοροφ, δήλωσε ότι εγκαταλείπει το Κ.Κ.Γ. και ότι στο εξής ανήκει στο Κ.Κ.Βουλγαρίας.
Ο Τίτο, το Σεπτέμβριο του 1941, αναγκάσθηκε να αποκηρύξει δημόσια τον Σάλο, ο οποίος ήταν από τα πλέον γνωστά στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς και είχε μεταβεί στην περιοχή των Σκοπίων, για να αναλάβει την καθοδήγηση της Περιφερειακής Επιτροπής “Μακεδονίας" του Κ.Κ.Γ., με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν. Για να αναπληρωθεί το κενό το Κ.Κ.Γ. ίδρυσε, τον Αύγουστο του 1941, στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, νέα Περιφερειακή Επιτροπή του Κ.Κ.Γ. με γραμματέα της τον Λαζάρ Κολισέφσκι. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι κομμουνιστές της περιοχής, στελέχη και μέλη, εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν μόνο την παλιά Περιφερειακή Επιτροπή και να θεωρούν ότι ανήκουν στο Βουλγαρικό και όχι στο Γιουγκοσλαβικό Κ.Κ. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι η πλειοψηφία του σλαβικού πληθυσμού στην περιοχή είχε Βουλγαρική Εθνική συνείδηση.
Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1943, όταν άρχισε να φαίνεται η πιθανότητα Γερμανικής ήττας και στάλθηκε από τον Τίτο στα Σκόπια ο Τέμπο. Παράλληλα από τις αρχές εκείνου του χρόνου το Κ.Κ.Γ. άρχισε να προπαγανδίζει τη νέα θέση που θεωρούσε τους κατοίκους της νότιας Γιουγκοσλαβίας σαν “Μακεδόνες”, σαν μια νέα ισότιμη εθνότητα, μεταξύ όλων των άλλων εθνοτήτων που κατοικούσαν στη Γιουγκοσλαβία. Οι κάτοικοι της περιοχής το εξέλαβαν σαν αναγνώριση της Βουλγαρικής τους καταγωγής. Εκείνο το καλοκαίρι του 1943, όταν ο Σοβιετικός στρατός άρχισε να προελαύνει στο Ανατολικό μέτωπο και οι σύμμαχοι στην Βόρεια Αφρική άρχισαν να οργανώνονται και τα πρώτα ανταρτικά τμήματα στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και με πολύ μικρό αριθμό παρτιζάνων (σε μια εποχή που στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία χιλιάδες αντάρτες στελέχωναν ήδη τις αντιστασιακές οργανώσεις δεξιές και αριστερές), δημιουργήθηκε ο “Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός Μακεδονίας” (ΛΑΣΜ).
Τον Οκτώβριο του 1943, το γενικό στρατηγείο του ΛΑΣΜ, που διέθετε λίγες εκατοντάδες αντάρτες, με μανιφέστο του προς τον “μακεδονικό λαό”, διακήρυξε τα ακόλουθα ως σκοπό του απελευθερωτικού αγώνα: “Θα εργαστούμε ώστε μαζί με όλους τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας να δημιουργήσουμε την αδελφική Ένωση των νοτιοσλαβικών λαών, παίρνοντας υπό την αδελφική προστασία μας και τον αδελφικό βουλγαρικό λαό... Ποτέ ως τώρα, μακεδονικέ λαέ, δεν βρισκόσουν σε καλύτερη κατάσταση και δεν είχες τόσο πολλούς συμμάχους για την πραγματοποίηση του μακροχρόνιου ιδεώδους σου, την ένωση της Μακεδονίας”.
Ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβριο του 1943, με αφορμή την 26η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η ΚΕ του Κ.Κ.Γ., απηύθυνε προκήρυξη, στην οποία μεταξύ άλλων τόνιζε: “Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μαυροβουνιώτες, Μακεδόνες! ...Ενώστε ακόμα πιο πολύ τις δυνάμεις σας στις τελευταίες μάχες. Κρατάτε σφιχτά τα όπλα, πραγματοποιείστε μ’ αυτά όλα τα εθνικά και δημοκρατικά δικαιώματά σας. Σφυρηλατείτε αποφασιστικά, με τα πυρά των όπλων σας, τη νέα δημοκρατική Γιουγκοσλαβία των ισότιμων λαών, λίκνο της αδελφικής ομόσπονδης κοινότητας των νοτίων Σλάβων”.
Ήδη το Νοέμβριο του 1942, είχε τεθεί σε ισχύ το σχέδιο του Τίτο για το Βαλκανικό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών και τη Βαλκανική Ομοσπονδία, στην οποία θα μετείχε και η Μακεδονία, “ενωμένη” και φυσικά υπό σλαβική κυριαρχία. Αξίζει εδώ να αναφερθούν οι κατηγορίες του γνωστού Βενιζελικού πολιτικού Γ. Μόδη ο οποίος κατηγορούσε συγκεκριμένους καπετάνιους του ΕΛΑΣ για συνεργασία με τους Σλαβομακεδόνες και αθρόες εκτελέσεις γνωστών Ελλήνων μακεδονομάχων. Σε άλλες, όμως, περιπτώσεις μονάδες του ΕΛΑΣ συγκρούσθηκαν με μονάδες του ΛΑΣΜ στην περιοχή της Φλώρινας. Γενικά το Κ.Κ.Ε. δεν είχε ενιαία πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα και παρέπαιε ανάμεσα στην διάθεση της ηγεσίας να υποστηρίξει τις εντολές της Μόσχας και την αντίδραση των νεοφώτιστων οπαδών/ανταρτών του ΕΛΑΣ οι οποίοι αντιδρούσαν στα σλαβικά σχέδια.
Τελικά, το σχέδιο αυτό αποσύρθηκε το Σεπτέμβριο του 1943, κυρίως λόγω της αντίδρασης της Βρετανίας αλλά και των άλλων, πλην του γιουγκοσλαβικού, κομμουνιστικών κομμάτων της βαλκανικής. Και τότε άρχισε να ισχύει το σχέδιο για τη νοτιοσλαβική ομοσπονδία, η οποία βέβαια θα περιλάμβανε και ολόκληρη τη Μακεδονία.

Ο Πέτρος Ρούσος, (στέλεχος του Κ.Κ.Ε.) αναφερόμενος στους λόγους που σωστά η ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος δεν αποδέχθηκε την πρόταση του Τίτο για τη δημιουργία κοινού “Βαλκανικού Στρατηγείου Ανταρτών”, σημείωνε ότι παρά το γεγονός πως στο μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβίας, το καλοκαίρι του 1943, είχε αναπτυχθεί το αντάρτικο κίνημα, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εντούτοις στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, μόλις είχε αρχίσει να συστηματοποιείται το αντάρτικο το οποίο αριθμούσε λίγες εκατοντάδες παρτιζάνους, ενώ ο ΕΛΑΣ ήταν ήδη πολύ ισχυρός.

Στις 29 Νοεμβρίου 1943, συνήλθε στο Γιάιτσε, η 2η σύνοδος της Αντιφασιστικής Συνέλευσης Λαϊκής Απελευθέρωσης Γιουγκοσλαβίας (ΑΣΛΑΓ), η οποία αποφάσισε ότι η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία θα ήταν ομοσπονδιακό κράτος, συστατική ισότιμη μονάδα της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας με κύριο όργανο λαϊκής εξουσίας την “Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την σύγκληση Αντιφασιστικού Συμβουλίου Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας”. Η Επιτροπή αυτή εμφανίζεται την άνοιξη του 1944, με πρόεδρό της τον Μετόντι Αντόνοφ-Τσέντο και γραμματέα της τον Κίρο Γκλιγκόροφ, όταν στέλνει αντιπροσωπεία στο στρατηγείο του Τίτο, στο Βις, για να του εκθέσει την κατάσταση και να συμφωνήσει στη λύση του “μακεδονικού” ζητήματος. Η αντιπροσωπεία είχε την οδηγία να εξετασθεί σε συμφωνία με τα ανώτατα σώματα της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας και σε αρμονία με τη διεθνή κατάσταση, το κύριο πρόβλημα του μακεδονικού αγώνα - το ζήτημα της πλήρως ενωμένης Μακεδονίας. Η αντιπροσωπεία ζητούσε να απευθυνθεί προς το μακεδονικό λαό στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία και να τον καλέσει να προχωρήσει στον αγώνα εναντίον των κατακτητών και εάν το επιτρέπει η διεθνής κατάσταση να εκδοθεί προκήρυξη προς το μακεδονικό λαό στη Βουλγαρία και Ελλάδα με την οποία να προσκαλείται να προσχωρήσει στον αγώνα που διεξάγει ο μακεδονικός λαός στην Γιουγκοσλαβία. Προσκαλούσαν δηλαδή τους Έλληνες και τους Βούλγαρους να αγωνισθούν για ένωση της Μακεδονίας υπό Γιουγκοσλαβική κυριαρχία.

Στην συνάντηση που έγινε στο Βις, υπό την προεδρία του Τίτο, εγκρίθηκαν αυτά που ο Τίτο είχε ζητήσει εκ των προτέρων να του υποβληθούν, δηλαδή η κατασκευή "Μακεδονικής" εθνότητας, με τα παρακάτω άρθρα.

"Ο μακεδονικός λαός εκφράζει τον ιστορικό πόθο του για την ένωση όλων των τμημάτων του. Αυτό αποτελεί δικό του εθνικό δίκαιο γι’ αυτό αυτός ο πόθος παραμένει πάγιο αίτημά του. Παίρνοντας υπόψη τη σημερινή διεθνή κατάσταση, την εσωτερική κατάσταση στον μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες και το επίπεδο ανάπτυξης του ένοπλου αγώνα του μακεδονικού λαού, θα ήταν, ωστόσο, πρόωρο να τεθεί ο εθνικός πόθος του μακεδονικού λαού με τη μορφή επίκαιρου αιτήματος είτε από την πλευρά των ανωτάτων εκπροσώπων της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, είτε από την πλευρά των καθοδηγητικών οργάνων του μακεδονικού λαό. Τέτοια θέση σήμερα θα φρέναρε την ενότητα του αντιχιτλερικού μετώπου των ηνωμένων λαών, πράγμα που θα οδηγούσε σε δυσμενή διεθνή θέση και τη Γιουγκοσλαβία συνολικά και τον μακεδονικό λαό τελικά.

Ο δρόμος για την απελευθέρωση και αυτοδιάθεση όλων των τμημάτων του μακεδονικού λαού σήμερα προχωρεί με την ανάπτυξη ευρέως απελευθερωτικού λαϊκού κινήματος εναντίον των φασιστών κατακτητών με την οργάνωση αποφασιστικού ένοπλου αγώνα εναντίον αυτού του κύριου εχθρού του μακεδονικού λαού. Στο πλαίσιο αυτού του κινήματος και αγώνα, μπορεί και ο μακεδονικός λαός εκτός των συνόρων της παλιάς Γιουγκοσλαβίας, να θέσει το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση και δημοκρατικά δικαιώματα. Ο μακεδονικός λαός στη Γιουγκοσλαβία επιθυμεί την ανάπτυξη του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα του μακεδονικού λαού εναντίον των φασιστών κατακτητών σε όλα τα τμήματά του, έχοντας επίγνωση ότι ακριβώς με αυτόν τον αγώνα αποκτά το δικαίωμα της απελευθέρωσης και αυτοδιάθεσης σε ολόκληρη τη χώρα του. Σύμφωνα μ’ αυτή την επιθυμία, αυτός θα βοηθήσει όλα τα παρόμοια απελευθερωτικά κινήματα, οπουδήποτε και αν παρουσιαστούν αυτά."

Τέλος στις 2 Αυγούστου 1944, στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι, συνήλθε η ιδρυτική σύνοδος του "Αντιφασιστικού Συμβουλίου Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας” (ASNOM). Στο "μανιφέστο προς το μακεδονικό λαό” που εξέδωσε το ASNOM, μεταξύ άλλων τονίζονταν πως: "...Ως τμήμα της νέας δημοκρατικής και ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, ο μακεδονικός λαός αποβαίνει σύμμαχος των νικητριών μεγάλων δυνάμεων. Εκκινώντας από τα αιώνια ιδεώδη του μακεδονικού λαού, η πρώτη μακεδονική λαϊκή εθνοσυνέλευση διακηρύττει μπροστά σε όλο τον κόσμο τη δίκαιη και ακλόνητη θέλησή της "ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ” σύμφωνα με τις αρχές του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Με αυτό θα τεθεί τέρμα στη δουλεία του μακεδονικού λαού σε όλα τα τμήματά του και θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ειλικρινή αλληλεγγύη και ειρήνη μεταξύ των βαλκανικών λαών. Μακεδόνες υπό την κυριαρχία Βουλγαρίας και Ελλάδας. Η ένωση ολοκλήρου του μακεδονικού λαού εξαρτάται από τη δική σας συμμετοχή στο γιγαντιαίο αντιφασιστικό μέτωπο. Μονάχα με τον αγώνα θα αποκτήσετε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ένωσης ολοκλήρου του μακεδονικού λαού υπό τη στέγη της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, η οποία απέβη ελεύθερη κοινότητα ελευθέρων και ισότιμων λαών”.

Ο Tίτο, στην προσπάθειά του να καλλιεργήσει στους κατοίκους του Γιουγκοσλαβικού ομόσπονδου κράτους της Μακεδονίας εθνική ταυτότητα, τους χαρακτήρισε όλους ως "Mακεδόνες", αν και αυτοί ήταν Σλάβοι, Bούλγαροι, Έλληνες, Aλβανοί, Eβραίοι, Τσιγγάνοι κ.ά. Ταυτόχρονα προσπάθησε με πιέσεις και πλαστές απογραφές να εξαφανίσει τις εθνοτικές ομάδες που δεν ήθελε να εμφανίζονται. Το απολυταρχικό καθεστώς του έδινε τα μέσα για κάτι τέτοιο. Οι Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή δεν μπορούσαν να δηλώσουν στις απογραφές την εθνικότητα τους, αλλά η επιλογή ήταν μόνο "Μακεδόνες". Ταυτόχρονα, η προπαγάνδα του προσπαθούσε να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας, δεν είναι Έλληνες την καταγωγή, όπως επί αιώνες υπερηφανεύονται οι ίδιοι, αλλά ανήκουν στη "μακεδονική" εθνότητα και ότι αποτελούν μειονότητα που καταδυναστεύεται από το ελληνικό κράτος και, συνεπώς, πρέπει να "λυτρωθούν", με απώτερο σκοπό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες για την προσάρτηση του εντός της Ελλάδας τμήματος της Μακεδονίας στην ευρύτερη γιουγκοσλαβική κομμουνιστική ομοσπονδία.

Οι μεταπολεμικές Ελληνικές κυβερνήσεις λίγο αντέδρασαν εκείνη την εποχή λόγω του ότι το κλείσιμο των Γιουγκοσλαβικών συνόρων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων στον Εμφύλιο. Η ηγεσία της αριστεράς πάλι είχε απόλυτη ανάγκη τόσο τα εφόδια και τις βάσεις ανεφοδιασμού που τους παρείχε ο Τίτο, όσο και τους μαχητές του SNOF, οι οποίοι, με το πρόσχημα της συμμαχίας με τον Δημοκρατικό Στρατό, τρομοκρατούσαν τα χωριά της Ελληνικής Μακεδονίας, εξοντώνοντας όσους αντιστεκόταν. Έτσι ο Τίτο μπορούσε να ασκεί πίεση και στις δύο παρατάξεις την εποχή του Εμφυλίου. Η Σοβιετική ένωση πάλι προωθούσε το συγκεκριμένο σχέδιο από το 1923, ενώ οι δυτικές δυνάμεις δεν ήθελαν να στενοχωρήσουν τον Τίτο, ο οποίος, μετά την ρήξη του με τον Στάλιν, έγινε το χαϊδεμένο παιδί της Δύσης. Έτσι το πρόβλημα διαιωνίσθηκε και διογκώθηκε.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Ευχετήριο Μήνυμα

Εύχομαι ολόψυχα σε όλες και όλους σας Καλό Πάσχα.
Η Ανάσταση του Θεανθρώπου ας γεμίσει τις καρδιές μας με Αγάπη, Ελπίδα, Ειρήνη και Αισιοδοξία για το μέλλον και το μήνυμα που φέρνει ας αποτελέσει το εφαλτήριο για πρόοδο ατομική, αλλά και στο τόπο μας.

Με εκτίμηση

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

“Νομιμοποίηση κατ’επίφασιν και δημοψήφισμα”


Στις 28 Ιουλίου 2007, σε προγενέστερο άρθρο του γράφοντος, με τίτλο «H Δημοκρατία μας σε αδιέξοδο», είχε αναφερθεί, αναφορικά με το ζήτημα ποια είναι η ποιότητα της δημοκρατίας που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας, ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό μοντέλο μας έχει να κάνει με τον μερικό -ή και ολικό πολλές φορές- αποκλεισμό των πολιτών από τις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων, το οποίο όχι μόνον απαξίωσε την πολιτική, μετατρέποντας τα άτομα-πολίτες σε άτομα-ιδιώτες, αλλά – το κυριότερο – έφεραν τη δημοκρατία μας σε πραγματικό αδιέξοδο, αφού της προσέδωσε τα χαρακτηριστικά μιας παθητικής δημοκρατίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ενισχύονται τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων έναντι των αντίστοιχων πολιτικών, διογκώνοντας το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος.
Ότι σήμερα που ο λαός μας έχει ένα άλλο, πολύ ανώτερο βιοτικό και διανοητικό – παρόλες τις προσπάθειες για τον υποβιβασμό του- επίπεδο, ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν να διευθετηθούν με αποτελεσματικότητα και προοπτική να αντέξουν στο χρόνο, αν δεν αποφασιστούν με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού. Η συγκατάθεση, η συναίνεση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη, αλλά και για τη διατήρηση και ευόδωση των θεμελιωδών τουλάχιστον αποφάσεων, όπως απαραίτητη είναι ασφαλώς η ουσιαστική και διαρκής ενημέρωση του ελληνικού λαού, ώστε να αποφασίσει υπεύθυνα ασκώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα.
Ως απάντηση, μάλιστα, σε όλα αυτά καταδείχθηκε η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Δημοκρατίας, το θεμέλιο της οποίας είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, οι θεσμοί της οποίας είναι τρεις: το δημοψήφισμα, η ανάκληση και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Οι θεσμοί αυτοί και κυρίως το δημοψήφισμα – ένας κατεξοχήν θεμελιώδης, δημοκρατικός, ελληνικός θεσμός - αποτελούν την μόνη απάντηση στην γενικότερη κρίση που μας περιβάλλει, η οποία είναι μεταξύ άλλων κρίση πολιτική, είναι κρίση θεσμών, κρίση αξιών. Και το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μεγαλώνει τόσο, όσο πιο κοντά είναι η δημοκρατία των πολιτών.
Είχε, τέλος, επισημανθεί ότι η συμμετοχική δημοκρατία είναι αυτή που μπορεί να ξανακάνει τη δημοκρατία μας ενεργητική, ότι είναι η απάντηση της σύγχρονης αριστεράς στον νεοδεξιό λαϊκισμό και ότι αποτελεί τον ριζοσπαστισμό που απαιτείται για να στρέψουν και πάλι το βλέμμα οι πολίτες στην πολιτική με πίστη και αισιοδοξία, προειδοποιώντας, παράλληλα, ότι αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, αύριο ο πολίτης θα γίνει περισσότερο κυνικός, την επόμενη ημέρα θα είναι θυμωμένος και την μεθεπόμενη θα χάσει κάθε ελπίδα ή θα βρει ελπίδα στον εξτρεμισμό, τον φονταμενταλισμό και τη βία…
Οι ανωτέρω επισημάνσεις βρίσκουν την απόλυτη επιβεβαίωση στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για να την διενέργεια δημοψηφίσματος επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, πρόταση την οποία, σιωπηρώς, φαίνεται ότι απορρίπτει η κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας ακριβώς διότι δεν επιθυμεί την πραγματική συμμετοχή των πολιτών σε ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα, όπως είναι το ασφαλιστικό, το οποίο δεν μπορεί να διευθετηθεί με αποτελεσματικότητα και προοπτική για να αντέξει στο χρόνο, αν δεν αποφασιστεί με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού και ασφαλώς δεν πρόκειται να έχει προοπτική στο χρόνο, αφού ακόμη και οι συνδικαλιστές της Ν.Δημοκρατίας τάχθηκαν κατά του νομοσχεδίου αυτού.
Εν δικαίω, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ είπε ότι μόλις γίνει κυβέρνηση θα καταργήσει το νομοσχέδιο της Ν.Δ., εάν και εφόσον ψηφιστεί από την ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία και καταστεί νόμος του Κράτους. Πέραν του ότι η έλλειψη συναίνεσης του λαϊκού παράγοντα σ’ αυτό το άκρως σοβαρό ζήτημα, που αγγίζει όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, θέτει ευθέως ζήτημα νομιμοποίησης για την κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας, αναγκαία είναι, επιπροσθέτως, η επισήμανση ότι η εποχή του «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» παρήλθε ανεπιστρεπτί και αλίμονο σε όποιον δεν διαβάζει τα σημεία των καιρών…

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

“Το 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ∙ μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί”

Ξεκίνησαν οι εργασίες του 8ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ με τις ελπίδες όλων μας, στελεχών, μελών, αλλά και απλών φίλων του Κινήματος και όχι μόνον, ότι κάτι καινούργιο πρόκειται να προκύψει από τις εργασίες του∙ ότι θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει τις πολιτικές του θέσεις για τα κρίσιμα κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και πολιτικά ζητήματα, που απασχολούν τον τόπο μας και αναζητούν επιτακτικά λύση, ανακτώντας, εκ παραλλήλου, τη δυναμική εκείνη που θα δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως Κίνημα, προκειμένου να ανακοπεί ο κατήφορος, στον οποίο έχει εισέλθει το πολιτικό σύστημα, αλλά και το αδιέξοδο, στο οποίο έχουν υπεισέλθει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες από την αδιέξοδη πολιτική της Ν.Δημοκρατίας.
Από τις πρώτες ομιλίες φαίνεται ότι, πράγματι, κάτι αλλάζει. Είναι ευδιάκριτη η αριστερή ιδεολογική κατεύθυνση, χαρακτηριστικό που δεικνύει την πορεία πλεύσης που έχει χαράξει το ΠΑΣΟΚ και το οποίο θα περιμένουμε να γίνει πιο έντονο στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα, έγινε και συνεχίζει να γίνεται εκτενής αναφορά για την ανάδειξη μιας κοινωνίας αξιών, η οποία θα διασφαλίζει την αξιοπρέπεια όλων, ενώ, παράλληλα, καθορίστηκαν οι άξονες της νέας πολιτικής του Κινήματος, οι οποίοι επιγραμματικά είναι: 1) ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα παράγει προϊόντα και υπηρεσίες αξίας, ανταγωνιστικά, με ταυτότητα ελληνική, 2) η επένδυση στη γνώση, στην καινοτομία, η επένδυση στην παιδεία, στο ανθρώπινο δυναμικό, η συνεχής αναβάθμιση της γνώσης και των δεξιοτήτων όλων των πολιτών και παντού, 3) η συμμαχία του σοσιαλισμού και της οικολογίας, 4) η επένδυση στον πολιτισμό, στη σύνδεσή του με τις παραγωγικές μας διαδικασίες, στη σύνδεση του πολιτισμού με τα προϊόντα μας, για να είναι προϊόντα με ταυτότητα, με ελληνική ταυτότητα, 5) η στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, 6) η στήριξη ενός κοινωνικού κράτους, που θα παρέχει, επιτέλους, υπηρεσίες ποιότητας, 7) η δημιουργία ενός κράτους δικαίου, που θα ικανοποιεί βασικές ανάγκες των πολιτών, 8) η προώθηση της αναδιανομής του εισοδήματος, μέσω της φορολόγησης του πλούτου, της μειώσεως των έμμεσων φόρων που πληρώνουμε ως καταναλωτές, της αναμόρφωσης του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, της φορολογίας των μερισμάτων των εταιρειών με την ίδια κλίμακα με εκείνη των μισθών, της φορολόγησης με χαμηλό συντελεστή των αδιανέμητων κερδών που ξαναπηγαίνουν στην επένδυση, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαμόρφωση νέων θέσεων εργασίας, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στις αγορές και των κανόνων στις αγορές, μέσω της εφαρμογής πολιτικών, που θα χτυπούν τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια, 9) η στήριξη των δημόσιων αγαθών, της παιδείας, της υγείας, της πρόνοιας, αγαθά που δυστυχώς μόνο κατ' όνομα σήμερα είναι δωρεάν, 10) η ανάδειξη της αξίας στον πολίτη, μέσω της ανάδειξης μιας δίκαιης κοινωνία, 11) η υιοθέτηση τετραετούς συμβολαίου εισόδου στην αγορά εργασίας για τον νέο, όπου το κράτος θα αναλαμβάνει τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις, 12) η δημιουργία και στήριξη νέων βρεφονηπιακών σταθμών, που θα αποδεσμεύουν την εργαζόμενη μητέρα, 13) η ενίσχυση του θεσμού της κοινωνικής εργασίας, που θα δίνει αξία στο εισόδημα στους άνω των 50, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να προσφέρουν κοινωνική εργασία, όταν χάσουν τη δουλειά τους και 14) η προώθηση και ενίσχυση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας των δημιουργικών, των δυνάμεων της εργασίας, της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, μαζί με τους αδύνατους, τους μη προνομιούχους και τους περιθωριοποιημένους, η οποία θα προωθήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Εν τέλει, παρότι δεν έλειψαν και πάλι φαινόμενα παθογένειας του παρελθόντος, ιδίως αναφορικά με την διαδικασία ανάδειξης των νέων μελών του Εθνικού Συμβουλίου, εντούτοις η δημοκρατία εξακολουθεί να παραμένει η μοναδική διαδικασία, αλλά και ευκαιρία, μέσω της κορυφαίας αυτής πολιτικής εκδήλωσης που αποτελεί ένα συνέδριο, για να βρει το ΠΑΣΟΚ το στίγμα του στο νέο πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά και για να βγει η ίδια η κοινωνία από τα αδιέξοδά της, σε πείσμα των καιροσκόπων, που προσπαθούν να δρέψουν οφέλη πανταχόθεν μόνον για τους εαυτούς τους…