Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

“Νομιμοποίηση κατ’επίφασιν και δημοψήφισμα”


Στις 28 Ιουλίου 2007, σε προγενέστερο άρθρο του γράφοντος, με τίτλο «H Δημοκρατία μας σε αδιέξοδο», είχε αναφερθεί, αναφορικά με το ζήτημα ποια είναι η ποιότητα της δημοκρατίας που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας, ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό μοντέλο μας έχει να κάνει με τον μερικό -ή και ολικό πολλές φορές- αποκλεισμό των πολιτών από τις διαδικασίες διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων, το οποίο όχι μόνον απαξίωσε την πολιτική, μετατρέποντας τα άτομα-πολίτες σε άτομα-ιδιώτες, αλλά – το κυριότερο – έφεραν τη δημοκρατία μας σε πραγματικό αδιέξοδο, αφού της προσέδωσε τα χαρακτηριστικά μιας παθητικής δημοκρατίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ενισχύονται τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων έναντι των αντίστοιχων πολιτικών, διογκώνοντας το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος.
Ότι σήμερα που ο λαός μας έχει ένα άλλο, πολύ ανώτερο βιοτικό και διανοητικό – παρόλες τις προσπάθειες για τον υποβιβασμό του- επίπεδο, ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν να διευθετηθούν με αποτελεσματικότητα και προοπτική να αντέξουν στο χρόνο, αν δεν αποφασιστούν με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού. Η συγκατάθεση, η συναίνεση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη, αλλά και για τη διατήρηση και ευόδωση των θεμελιωδών τουλάχιστον αποφάσεων, όπως απαραίτητη είναι ασφαλώς η ουσιαστική και διαρκής ενημέρωση του ελληνικού λαού, ώστε να αποφασίσει υπεύθυνα ασκώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα.
Ως απάντηση, μάλιστα, σε όλα αυτά καταδείχθηκε η ισχυροποίηση της Κοινωνικής Δημοκρατίας, το θεμέλιο της οποίας είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, οι θεσμοί της οποίας είναι τρεις: το δημοψήφισμα, η ανάκληση και η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, δηλαδή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Οι θεσμοί αυτοί και κυρίως το δημοψήφισμα – ένας κατεξοχήν θεμελιώδης, δημοκρατικός, ελληνικός θεσμός - αποτελούν την μόνη απάντηση στην γενικότερη κρίση που μας περιβάλλει, η οποία είναι μεταξύ άλλων κρίση πολιτική, είναι κρίση θεσμών, κρίση αξιών. Και το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μεγαλώνει τόσο, όσο πιο κοντά είναι η δημοκρατία των πολιτών.
Είχε, τέλος, επισημανθεί ότι η συμμετοχική δημοκρατία είναι αυτή που μπορεί να ξανακάνει τη δημοκρατία μας ενεργητική, ότι είναι η απάντηση της σύγχρονης αριστεράς στον νεοδεξιό λαϊκισμό και ότι αποτελεί τον ριζοσπαστισμό που απαιτείται για να στρέψουν και πάλι το βλέμμα οι πολίτες στην πολιτική με πίστη και αισιοδοξία, προειδοποιώντας, παράλληλα, ότι αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, αύριο ο πολίτης θα γίνει περισσότερο κυνικός, την επόμενη ημέρα θα είναι θυμωμένος και την μεθεπόμενη θα χάσει κάθε ελπίδα ή θα βρει ελπίδα στον εξτρεμισμό, τον φονταμενταλισμό και τη βία…
Οι ανωτέρω επισημάνσεις βρίσκουν την απόλυτη επιβεβαίωση στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για να την διενέργεια δημοψηφίσματος επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, πρόταση την οποία, σιωπηρώς, φαίνεται ότι απορρίπτει η κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας ακριβώς διότι δεν επιθυμεί την πραγματική συμμετοχή των πολιτών σε ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα, όπως είναι το ασφαλιστικό, το οποίο δεν μπορεί να διευθετηθεί με αποτελεσματικότητα και προοπτική για να αντέξει στο χρόνο, αν δεν αποφασιστεί με τη συμμετοχή του ίδιου του Λαού και ασφαλώς δεν πρόκειται να έχει προοπτική στο χρόνο, αφού ακόμη και οι συνδικαλιστές της Ν.Δημοκρατίας τάχθηκαν κατά του νομοσχεδίου αυτού.
Εν δικαίω, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ είπε ότι μόλις γίνει κυβέρνηση θα καταργήσει το νομοσχέδιο της Ν.Δ., εάν και εφόσον ψηφιστεί από την ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία και καταστεί νόμος του Κράτους. Πέραν του ότι η έλλειψη συναίνεσης του λαϊκού παράγοντα σ’ αυτό το άκρως σοβαρό ζήτημα, που αγγίζει όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, θέτει ευθέως ζήτημα νομιμοποίησης για την κυβέρνηση της Ν.Δημοκρατίας, αναγκαία είναι, επιπροσθέτως, η επισήμανση ότι η εποχή του «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» παρήλθε ανεπιστρεπτί και αλίμονο σε όποιον δεν διαβάζει τα σημεία των καιρών…

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

“Το 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ∙ μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί”

Ξεκίνησαν οι εργασίες του 8ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ με τις ελπίδες όλων μας, στελεχών, μελών, αλλά και απλών φίλων του Κινήματος και όχι μόνον, ότι κάτι καινούργιο πρόκειται να προκύψει από τις εργασίες του∙ ότι θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει τις πολιτικές του θέσεις για τα κρίσιμα κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και πολιτικά ζητήματα, που απασχολούν τον τόπο μας και αναζητούν επιτακτικά λύση, ανακτώντας, εκ παραλλήλου, τη δυναμική εκείνη που θα δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως Κίνημα, προκειμένου να ανακοπεί ο κατήφορος, στον οποίο έχει εισέλθει το πολιτικό σύστημα, αλλά και το αδιέξοδο, στο οποίο έχουν υπεισέλθει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες από την αδιέξοδη πολιτική της Ν.Δημοκρατίας.
Από τις πρώτες ομιλίες φαίνεται ότι, πράγματι, κάτι αλλάζει. Είναι ευδιάκριτη η αριστερή ιδεολογική κατεύθυνση, χαρακτηριστικό που δεικνύει την πορεία πλεύσης που έχει χαράξει το ΠΑΣΟΚ και το οποίο θα περιμένουμε να γίνει πιο έντονο στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα, έγινε και συνεχίζει να γίνεται εκτενής αναφορά για την ανάδειξη μιας κοινωνίας αξιών, η οποία θα διασφαλίζει την αξιοπρέπεια όλων, ενώ, παράλληλα, καθορίστηκαν οι άξονες της νέας πολιτικής του Κινήματος, οι οποίοι επιγραμματικά είναι: 1) ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα παράγει προϊόντα και υπηρεσίες αξίας, ανταγωνιστικά, με ταυτότητα ελληνική, 2) η επένδυση στη γνώση, στην καινοτομία, η επένδυση στην παιδεία, στο ανθρώπινο δυναμικό, η συνεχής αναβάθμιση της γνώσης και των δεξιοτήτων όλων των πολιτών και παντού, 3) η συμμαχία του σοσιαλισμού και της οικολογίας, 4) η επένδυση στον πολιτισμό, στη σύνδεσή του με τις παραγωγικές μας διαδικασίες, στη σύνδεση του πολιτισμού με τα προϊόντα μας, για να είναι προϊόντα με ταυτότητα, με ελληνική ταυτότητα, 5) η στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, 6) η στήριξη ενός κοινωνικού κράτους, που θα παρέχει, επιτέλους, υπηρεσίες ποιότητας, 7) η δημιουργία ενός κράτους δικαίου, που θα ικανοποιεί βασικές ανάγκες των πολιτών, 8) η προώθηση της αναδιανομής του εισοδήματος, μέσω της φορολόγησης του πλούτου, της μειώσεως των έμμεσων φόρων που πληρώνουμε ως καταναλωτές, της αναμόρφωσης του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, της φορολογίας των μερισμάτων των εταιρειών με την ίδια κλίμακα με εκείνη των μισθών, της φορολόγησης με χαμηλό συντελεστή των αδιανέμητων κερδών που ξαναπηγαίνουν στην επένδυση, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαμόρφωση νέων θέσεων εργασίας, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στις αγορές και των κανόνων στις αγορές, μέσω της εφαρμογής πολιτικών, που θα χτυπούν τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια, 9) η στήριξη των δημόσιων αγαθών, της παιδείας, της υγείας, της πρόνοιας, αγαθά που δυστυχώς μόνο κατ' όνομα σήμερα είναι δωρεάν, 10) η ανάδειξη της αξίας στον πολίτη, μέσω της ανάδειξης μιας δίκαιης κοινωνία, 11) η υιοθέτηση τετραετούς συμβολαίου εισόδου στην αγορά εργασίας για τον νέο, όπου το κράτος θα αναλαμβάνει τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις, 12) η δημιουργία και στήριξη νέων βρεφονηπιακών σταθμών, που θα αποδεσμεύουν την εργαζόμενη μητέρα, 13) η ενίσχυση του θεσμού της κοινωνικής εργασίας, που θα δίνει αξία στο εισόδημα στους άνω των 50, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να προσφέρουν κοινωνική εργασία, όταν χάσουν τη δουλειά τους και 14) η προώθηση και ενίσχυση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας των δημιουργικών, των δυνάμεων της εργασίας, της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, μαζί με τους αδύνατους, τους μη προνομιούχους και τους περιθωριοποιημένους, η οποία θα προωθήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Εν τέλει, παρότι δεν έλειψαν και πάλι φαινόμενα παθογένειας του παρελθόντος, ιδίως αναφορικά με την διαδικασία ανάδειξης των νέων μελών του Εθνικού Συμβουλίου, εντούτοις η δημοκρατία εξακολουθεί να παραμένει η μοναδική διαδικασία, αλλά και ευκαιρία, μέσω της κορυφαίας αυτής πολιτικής εκδήλωσης που αποτελεί ένα συνέδριο, για να βρει το ΠΑΣΟΚ το στίγμα του στο νέο πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά και για να βγει η ίδια η κοινωνία από τα αδιέξοδά της, σε πείσμα των καιροσκόπων, που προσπαθούν να δρέψουν οφέλη πανταχόθεν μόνον για τους εαυτούς τους…

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

“Βάρος και …βαρίδια”

«“οι θέσεις μιας χώρας μέλους της Συμμαχίας (όπως η Ελλάδα) και οι θέσεις μιας χώρας (όπως η ΠΓΔΜ) που επιθυμεί να ενταχθεί στη Συμμαχία δεν έχουν την ίδια βαρύτητα για το ΝΑΤΟ Γιαπ Ντε Χοπ Σέφερ, Γ.Γ. του ΝΑΤΟ»

Τον τελευταίο καιρό επανήλθε στο προσκήνιο και μονοπωλεί - όχι άδικα - την καθημερινότητά μας το αποκαλούμενο “Σκοπιανό”, ζήτημα που οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου τη μια έπιαναν και την άλλη άφηναν για αργότερα, ως μια “καυτή πατάτα”, που, παρότι όλες αναγνώριζαν ότι απαιτούσε ριζική και άμεση αντιμετώπιση, εντούτοις, εμπρός στον κίνδυνο να έχει πολιτικό κόστος για τις ίδιες, επέλεγαν την λύση της μετάθεσης της επίλυσής του για το μέλλον, τότε που θα είναι “ώριμες οι συνθήκες”…
Την τάση να μεταθέτουμε τα δύσκολα για αργότερα την έχουμε στο πετσί μας, παραβλέποντας ότι η αποφασιστικότητα και η αξιοπρέπεια δεν συνάδει με σκοπιμότητες.Και στα εθνικά θέματα αντί να βγάζουμε προς τα έξω αυτά που μας διακρίνουν ως φυλή, αλλά και να αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι η ιστορία μας δεν είναι απλά κτήμα δικό μας, αλλά το μαλακό υπογάστριο όλης της δυτικής και εν μέρει και της ανατολικής κουλτούρας και πολιτισμού, παγιδευτήκαμε σε μια παιδική αψιμαχία με τους γείτονές μας Σκοπιανούς, οι οποίοι ως νεόκοποι εθνικιστές, ελλείψει ταυτότητας, έκαναν χρήση αυτού, που όλους τους Βαλκάνιους, σε γενικές γραμμές, μας διακρίνει· την αντιγραφή και οικειοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας των άλλων.
Ουδέποτε ο ελληνισμός απέκλειε την συμμετοχή των ξένων στην “ημετέρα παιδεία”, αλλά και ουδέποτε θα επέτρεπε την καπήλευση του Είναι του, αυτού που εν πάση περιπτώσει τον κάνει να λέγεται και να νοιώθει ό,τι είναι.
Η αντιμετώπιση, όμως, αυτού του είδους της καπηλείας, δεν γίνεται με εθνικιστικές εξάρσεις και γραφικές ρητορικές κορώνες, ούτε ενδυναμώνουμε την επιχειρηματολογία μας, ως Χώρα, εάν όλοι μας την επαύριο ντυθούμε και κυκλοφορούμε με αντίγραφα αρχαίων ελληνικών ενδυμασιών, έχοντας προηγουμένως καλύψει και την αγέρωχη κεφαλή μας, που, ως γνωστόν, ζυγό δεν υπομένει, με τσίγκινα αντίγραφα περικεφαλαίας!! Το μόνο που θα επιτυγχάναμε θα ήταν να προκαλέσουμε τη θυμηδία και την λύπηση της παγκόσμιας κοινότητας, η οποία θα νόμιζε ότι η Ελλάδα – μέρες που είναι – γιορτάζει κι αυτή …τον Καρνάβαλο!!
Χρειάζεται ψυχραιμία και επίγνωση ότι ως Χώρα έχουμε ειδικό βάρος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι· είμαστε από τα παλαιότερα μέλη της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και η πνευματική τροφός Δύσης και Ανατολής και γι’ αυτό τα δικαιώματά μας θα πρέπει να προβάλλουμε και υποστηρίζουμε ΟΛΟΙ σταθερά, συστηματικά και αταλάντευτα στο χρόνο, προς όλες τις κατευθύνσεις, μακριά από τσαρλατανισμούς, υπαναχωρήσεις και γραφικότητες.
Οι “Ελληνάρες” ας περιοριστούν στις εορταστικές εκδηλώσεις του τριωδίου και στην στελέχωση πειραματικών θεατρικών σκηνών, εκεί όπου θα μπορούν ανενόχλητοι να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους. Είναι άλλο πράγμα το λεγόμενο βάρος μιας Χώρας κι άλλο να λέγεσαι βαρίδι αυτής.
Οι Σκοπιανοί είναι απλά γείτονες, που θα μπορούσαν να γίνουν και συμπαθείς, εάν ζητούσαν την βοήθειά μας. Με το να εμφανίζουν για δικό τους, ό,τι ανήκει σε άλλους, συμπεριφέρονται ως κακομαθημένα παιδιά, που δεν θέλει κανένας στο παιχνίδι τους. Εμείς, όμως, όχι απλά δεν σταθήκαμε έξω από το ανόητο αυτό παιχνίδι, αλλ’ αντιθέτως μπήκαμε και δείξαμε μάλιστα, χαρακτήρα ενός δυναμικού παιδιού, που, όταν θυμώνει, και δέρνει και σπάει. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, στο ζήτημα αυτό, μάλλον εμάς δεν παίζει κανένας και όχι τα γειτονόπουλα, που εμφανίζονται ως μικρά, ανήμπορα και αδικημένα…

Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

“Τους σκίσαμε!!!”



Με το πέρας της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη αυτών που θα εκπροσωπήσουν την Δημοτική Οργάνωση Βόλου στο 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, οι εργασίες του οποίου ξεκινούν, ως γνωστόν, στις 13 του Μάρτη, μου μεταφέρθηκε ότι κάποια εκλεγείσα, η οποία πρόσκειται στο λεγόμενο “ρεύμα Βενιζέλου”, αναφώνησε με περισσή ικανοποίηση “τους σκίσαμε”, εννοώντας, προφανώς, ότι κατήγαγε νίκην μεγάλην στο αντίπαλο στρατόπεδο των “Παπανδρεϊκών”!!
Δεν ξέρω, αλήθεια, τι προσδοκεί η συγκεκριμένη “νικήτρια” από το προσεχές συνέδριο, ούτε και πόση αξία μπορεί να έχει το αίσθημα ικανοποίησης που αισθάνθηκε, εκείνο, όμως, που είναι σίγουρο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ αναλώνεται, επί του παρόντος, κατά κύριο λόγο στο πεδίο ενός ανελέητου και δίχως ορατό τέλος εμφυλίου πολέμου, όπου το δύο αυτά κυρίαρχα στρατόπεδα καταμετρούν εκατέρωθεν νίκες στις μάχες, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να διακρίνει κανείς ότι χάνεται το πραγματικό ζητούμενο, που είναι η επανάκτηση της σχέσης του Κινήματος με τα λαϊκά προβλήματα και την εμπέδωση ενός αισθήματος ασφαλείας στο Λαό, ότι το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ και μπορεί και πάλι να αναλάβει την διακυβέρνηση της Χώρας.
Έτσι αισθάνεται τουλάχιστον αφελής εκείνος που πίστεψε ότι μετά την 11η του Νοέμβρη και την λήξη του ζητήματος επιλογής Προέδρου, με την ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Γιώργου Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ θα συνέχιζε ενωμένο και δυνατό τον αντιπολιτευτικό του ρόλο.
Σήμερα το ΠΑΣΟΚ φαντάζει σαν ένα πλοίο που το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος είναι με τον καπετάνιο και το υπόλοιπο με έναν αποτυχόντα αξιωματούχο του πληρώματος, έτοιμο, όμως, να ξεσηκώσει νέα ανταρσία, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες. Όσο ο καπετάνιος και οι πέριξ αυτού αναλώνονται σε ασκήσεις ετοιμότητας για να πατάξουν την ανταρσία στη ρίζα της και οι “άλλοι” μηχανεύονται τρόπους για να αποτινάξουν τον ζυγό των “απέναντι”, η ιστορική αλήθεια διδάσκει ότι το σκάφος αυτό είτε θα χαθεί από τα πρώτα γυρίσματα του καιρού και τις κακοτοπιές του τοπίου, είτε θα κουρσευτεί από τον πρώτο μαθητευόμενο πειρατή, που από σπόντα θα καταστεί θρύλος μιας νίκης, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα έβλεπε ούτε στο όνειρό του…

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

“Κρίσιμα διλήμματα για την αριστερά του 21ου αιώνα”*

Τον τελευταίο καιρό είναι συχνές οι συζητήσεις για το μέλλον της αριστεράς, όχι μόνον στον Ελληνικό, αλλά και στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το συμπέρασμα, στο οποίο συνήθως καταλήγουν παρόμοιες συζητήσεις, είναι ότι η αριστερά – και για τους στενόμυαλους μόνον το ΠΑΣΟΚ- βρίσκεται σε αδιέξοδο, χωρίς καμιά στρατηγική, ενώ μερικοί μιλούν ακόμα και για το τέλος του σοσιαλισμού. Στα πλαίσια της εύλογης στενότητας της στήλης, θα προσπαθήσω να καταδείξω ότι ένα τμήμα της αριστεράς — αυτό που γαλουχήθηκε στους κόλπους της βιομηχανικής κοινωνίας — είναι αυτό που βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι αυτή που πραγματικά έχει χρεοκοπήσει είναι η μόνον η παραδοσιακή έννοια του σοσιαλισμού.
Τα τελευταία χρόνια, το κενό στο χώρο της Ευρωπαϊκής αριστεράς, που δημιουργεί η μετακίνηση οπαδών της παραδοσιακής αριστεράς προς τον συντηρητισμό, αναπληρώνουν με ταχύ ρυθμό κοινωνικές ομάδες που οι αγώνες τους δεν είναι συνδεδεμένοι με τη παραγωγή ή προσδιορίζονται έστω "σε τελική ανάλυση" από την οικονομική σφαίρα, π.χ. το κίνημα των Πράσινων, το αντι-πυρηνικό κίνημα, το κίνημα των γυναικών, το αυτο-διαχειριστικό κίνημα, το αντι-εξουσιαστικό κίνημα κ.λ.π.
Ποιοτικά, επίσης, τα νέα κινήματα παίζουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, τόσο με την έννοια ότι το δυναμικό στοιχείο στην Ευρωπαϊκή αριστερά σήμερα δεν είναι πια η παθητικοποιημένη εργατική τάξη, όσο και με την έννοια ότι η σύνθεση των κινημάτων αυτών εκφράζει σήμερα το γενικό συμφέρον, σε αντίθεση με το εργατικό κίνημα και την παραδοσιακή αριστερά που εκφράζουν το μερικό συμφέρον, το οποίο προσδιορίζεται τελικά από τις σχέσεις παραγωγής.
Δεν είναι, επομένως, η έλλειψη στρατηγικής και προγράμματος που μερικοποιεί το χαρακτήρα του αγώνα της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά η εξάντληση, στη σημερινή ιστορική φάση, του σοσιαλιστικού "προτάγματος" που την χαρακτηρίζει. Στα πλαίσια ιδιαίτερα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, κοινωνικής, διαφθοράς και τρόπου ζωής) πλατιά κοινωνικά στρώματα καθημερινά συνειδητοποιούν τα όρια του παραδοσιακού προτάγματος και κυρίως ότι η οικονομική εκμετάλλευση και κυριαρχία αποτελεί μόνο μια μορφή κυριαρχίας που δεν εξαντλεί, ούτε μπορεί να εξηγήσει πάντα, ακόμα και "σε τελική ανάλυση" τις άλλες μορφές κυριαρχίας: τη πατριαρχική κυριαρχία, την οικο-καταστροφική κυριαρχία πάνω στη φύση, την ιδεολογική κυριαρχία κ.λ.π.
Έτσι, οι αγώνες των νέων κινημάτων της αριστεράς, εκφράζοντας αυτό το συνειδησιακό επίπεδο, όχι μόνο συνιστούν αγώνες εναντίον της αλλοτρίωσης, όπως αυτή εμφανίζεται σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής (και όχι μόνο στη παραγωγή), αλλά και τοποθετούν την έξοδο από την κρίση, ρητά ή σιωπηρά, έξω από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, σε μια κοινωνία αυτο-καθορισμού.
Γενικά, οι λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν τη φθίνουσα επιρροή της παραδοσιακής αριστεράς ανάγονται σε "αντικειμενικούς" και "υποκειμενικούς" παράγοντες. Οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν σχέση με δομικές μεταβολές στο καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια που οδήγησαν :
α) στην εξάντληση του προγράμματος της παραδοσιακής αριστεράς, εξάντληση που ήταν αναπόφευκτη αφότου η βιομηχανική κοινωνία, στη μεταπολεμική φάση της ωριμότητας της, κατόρθωσε να ικανοποιήσει τα κυριότερα αιτήματα της παραδοσιακής αριστεράς που ανάγονταν στην οικονομική σφαίρα (κράτος-πρόνοιας, βελτίωση συνθηκών εργασίας, σημαντική άνοδος της υλικής ευημερίας των εργαζομένων κ.λπ.) και
β) στην αριθμητική συρρίκνωση της εργατικής τάξης, που φέρνει η άνοδος της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας.
Οι υποκειμενικοί παράγοντες αναφέρονται όχι μόνο στη συνειδητοποίηση των ορίων της παραδοσιακής αριστεράς που αναφέρθηκαν, αλλά και στην αποτυχία των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων να θέσουν τις βάσεις για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η κυρίαρχη ορθολογική αντίληψη, από τον 18ο αιώνα και μετά, που εξέφραζαν τα κινήματα αυτά ήταν ότι αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η αλλαγή της οικονομικής δομής για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάληψη όμως της εξουσίας από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Δύση και από κομμουνιστικά κόμματα στην Ανατολή δεν οδήγησε πουθενά στη θεμελίωση των βάσεων για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, όσον αφορά τα δυτικά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα, ήδη βλέπουν να κατεδαφίζονται ακόμη και τα μεταπολεμικά δημιουργήματά τους που έδιναν την εικόνα κάποιας αλλαγής. Μια κατεδάφιση, στην οποία τα ίδια τα κινήματα αυτά παίζουν βασικό ρόλο.
Η "κρίση του μαρξισμού" αναπόφευκτα πήρε και θεωρητικές διαστάσεις. Αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής κριτικής, από τα αριστερά πάντα, η ουσιαστική έλλειψη θεωρητικών εργαλείων στον μαρξισμό για την ανάλυση των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών διαδικασιών που γεννούν σχέσεις εξουσίας και υποταγής, για την ανάλυση των οικολογικών επιπτώσεων της παραγωγής, για την ανάλυση των συγκεκριμένων δομών και μηχανισμών ιδεολογικής κυριαρχίας κ.α..
Το κυριότερο όμως στοιχείο της ιδεολογίας της παραδοσιακής αριστεράς που αποτέλεσε στόχο κριτικής από σημαντικά τμήματα των νέων κινημάτων ήταν η αντίληψη της “Προόδου”, πάνω στην οποία στηρίζει την προβληματική της. Η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι απλώς θέμα αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Είναι πρωταρχικά θέμα τρόπου παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία δεν είναι κάτι το "ουδέτερο", όπως συνήθως υποθέτει η παραδοσιακή αριστερά. Αντίθετα, η τεχνολογία είναι μια σχέση δύναμης που εκφράζει πάντα συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και σχέσεις. Αυτό δηλαδή που αποτελεί οικονομικό ορθολογισμό στο σημερινό καπιταλισμό αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων επιλογών από τις κοινωνικές ομάδες που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και τους μηχανισμούς επιλογής ανάμεσα στις διαθέσιμες ή δυνητικές τεχνικές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και αποτελεί βασικό αίτημα των νέων κινημάτων σήμερα η μεταβολή της τεχνολογικής βάσης για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου και η επιλογή νέων τεχνικών που θα αποκεντρώνουν τον καταμερισμό εργασίας, χωρίς να καταστρέφουν το περιβάλλον και να καταδικάζουν τμήμα του ενεργού πληθυσμού σε μόνιμη ανεργία ή υπο-απασχόληση. Ένα θεσμικό πλαίσιο που θα στηρίζονταν στην εναλλακτική έννοια της Προόδου που προαναφέρθηκε θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία και εφαρμογή παρόμοιων τεχνικών.
Η στρατηγική, λοιπόν, της αριστεράς θα πρέπει να αναγνωρίζει τη νέα κοινωνική πραγματικότητα που γεννιέται σήμερα και να βασισθεί σε μια πλατιά συμμαχία των ανέργων και των εργαζομένων (που απειλούνται με ανεργία, σαν συνέπεια του "οικονομικού ορθολογισμού"), των γυναικείων κινημάτων, των οικολόγων, των αντι-πυρηνικών, των αυτο-διαχειριστικών κινημάτων κ.λ.π.
Μια παρόμοια συμμαχία θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας των κινημάτων που συμμετέχουν, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμιά "ιεραρχία των αντιφάσεων" (μια και η οικολογική κρίση, για παράδειγμα, δεν είναι λιγότερο σημαντική ή επείγουσα από την οικονομική), αλλά και γιατί τα σύγχρονα κινήματα στη σύνθεση τους εκφράζουν τον πλουραλισμό στη σκέψη και τη πράξη που ακριβώς τα διαφοροποιεί από τη παραδοσιακή αριστερά, της μονής σχέσης αιτίου και αιτιατού.
Η συνειδητοποίηση από τα κινήματα αυτά του γεγονότος ότι κανένα από μόνο του δεν εκφράζει τον καθολικό χαρακτήρα της σημερινής κρίσης θα μπορούσε να τα ενώσει σε ένα συναινετικό πρόγραμμα του οποίου η συνισταμένη, από τη μια μεριά θα φανέρωνε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της κρίσης και από την άλλη θα διατύπωνε μια έννοια της Προόδου που θα εξέφραζε τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Τέλος, η συμμαχία αυτή θα πρέπει να υλοποιεί μορφές οργάνωσης που ξεπερνούν τις ιεραρχικές δομές των εργατικών συνδικάτων και των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς. Μόνο η ρεαλιστική προβολή ενός διαφορετικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσε, ίσως, να συγκρατήσει την κατολίσθηση στον συντηρητισμό και την απάθεια στην οποία σπρώχνει η μεταβιομηχανική κοινωνία.
Εν κατακλείδι, το δίλημμα για τη γενιά του 21ου αιώνα είναι: ή να πάρει τη σκυτάλη από τις παραδοσιακές δυνάμεις της αριστεράς και να προχωρήσει στη θεμελίωση ενός νέου βαθύτερου σοσιαλισμού, μιας νέας οικονομικής, οικολογικής και δημοκρατικής τάξης, που αποκλείει κάθε μορφή κυριαρχίας και εξάρτησης ή να βυθιστεί στον Μεσαίωνα του καπιταλισμού, στον οποίο οδηγεί σήμερα η "φιλελεύθερη" Νέα Δεξιά. Στο πεδίο αυτό η από κοινού συντονισμένη δράση του ΠΑΣΟΚ με τα άλλα κόμματα της ευρύτερης αριστεράς είναι άκρως κρίσιμη και επιτακτική, προκειμένου να συγκροτήσουν το μέτωπο μιας Κυβερνώσας Αριστεράς, διαφορετικά θα τεθούν στο περιθώριο της πολιτικής ιστορίας του τόπου, δίνοντας έδαφος σε μια νέα μορφής ολιγαρχία, μέχρις ότου τα νέα Κινήματα αποκτήσουν πολιτικό μόρφωμα…
*βλ.Τάκη Φωτόπουλο,Ελευθεροτυπία, २४/२/1987