Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

“Κρίσιμα διλήμματα για την αριστερά του 21ου αιώνα”*

Τον τελευταίο καιρό είναι συχνές οι συζητήσεις για το μέλλον της αριστεράς, όχι μόνον στον Ελληνικό, αλλά και στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το συμπέρασμα, στο οποίο συνήθως καταλήγουν παρόμοιες συζητήσεις, είναι ότι η αριστερά – και για τους στενόμυαλους μόνον το ΠΑΣΟΚ- βρίσκεται σε αδιέξοδο, χωρίς καμιά στρατηγική, ενώ μερικοί μιλούν ακόμα και για το τέλος του σοσιαλισμού. Στα πλαίσια της εύλογης στενότητας της στήλης, θα προσπαθήσω να καταδείξω ότι ένα τμήμα της αριστεράς — αυτό που γαλουχήθηκε στους κόλπους της βιομηχανικής κοινωνίας — είναι αυτό που βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι αυτή που πραγματικά έχει χρεοκοπήσει είναι η μόνον η παραδοσιακή έννοια του σοσιαλισμού.
Τα τελευταία χρόνια, το κενό στο χώρο της Ευρωπαϊκής αριστεράς, που δημιουργεί η μετακίνηση οπαδών της παραδοσιακής αριστεράς προς τον συντηρητισμό, αναπληρώνουν με ταχύ ρυθμό κοινωνικές ομάδες που οι αγώνες τους δεν είναι συνδεδεμένοι με τη παραγωγή ή προσδιορίζονται έστω "σε τελική ανάλυση" από την οικονομική σφαίρα, π.χ. το κίνημα των Πράσινων, το αντι-πυρηνικό κίνημα, το κίνημα των γυναικών, το αυτο-διαχειριστικό κίνημα, το αντι-εξουσιαστικό κίνημα κ.λ.π.
Ποιοτικά, επίσης, τα νέα κινήματα παίζουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, τόσο με την έννοια ότι το δυναμικό στοιχείο στην Ευρωπαϊκή αριστερά σήμερα δεν είναι πια η παθητικοποιημένη εργατική τάξη, όσο και με την έννοια ότι η σύνθεση των κινημάτων αυτών εκφράζει σήμερα το γενικό συμφέρον, σε αντίθεση με το εργατικό κίνημα και την παραδοσιακή αριστερά που εκφράζουν το μερικό συμφέρον, το οποίο προσδιορίζεται τελικά από τις σχέσεις παραγωγής.
Δεν είναι, επομένως, η έλλειψη στρατηγικής και προγράμματος που μερικοποιεί το χαρακτήρα του αγώνα της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά η εξάντληση, στη σημερινή ιστορική φάση, του σοσιαλιστικού "προτάγματος" που την χαρακτηρίζει. Στα πλαίσια ιδιαίτερα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, κοινωνικής, διαφθοράς και τρόπου ζωής) πλατιά κοινωνικά στρώματα καθημερινά συνειδητοποιούν τα όρια του παραδοσιακού προτάγματος και κυρίως ότι η οικονομική εκμετάλλευση και κυριαρχία αποτελεί μόνο μια μορφή κυριαρχίας που δεν εξαντλεί, ούτε μπορεί να εξηγήσει πάντα, ακόμα και "σε τελική ανάλυση" τις άλλες μορφές κυριαρχίας: τη πατριαρχική κυριαρχία, την οικο-καταστροφική κυριαρχία πάνω στη φύση, την ιδεολογική κυριαρχία κ.λ.π.
Έτσι, οι αγώνες των νέων κινημάτων της αριστεράς, εκφράζοντας αυτό το συνειδησιακό επίπεδο, όχι μόνο συνιστούν αγώνες εναντίον της αλλοτρίωσης, όπως αυτή εμφανίζεται σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής (και όχι μόνο στη παραγωγή), αλλά και τοποθετούν την έξοδο από την κρίση, ρητά ή σιωπηρά, έξω από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, σε μια κοινωνία αυτο-καθορισμού.
Γενικά, οι λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν τη φθίνουσα επιρροή της παραδοσιακής αριστεράς ανάγονται σε "αντικειμενικούς" και "υποκειμενικούς" παράγοντες. Οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν σχέση με δομικές μεταβολές στο καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια που οδήγησαν :
α) στην εξάντληση του προγράμματος της παραδοσιακής αριστεράς, εξάντληση που ήταν αναπόφευκτη αφότου η βιομηχανική κοινωνία, στη μεταπολεμική φάση της ωριμότητας της, κατόρθωσε να ικανοποιήσει τα κυριότερα αιτήματα της παραδοσιακής αριστεράς που ανάγονταν στην οικονομική σφαίρα (κράτος-πρόνοιας, βελτίωση συνθηκών εργασίας, σημαντική άνοδος της υλικής ευημερίας των εργαζομένων κ.λπ.) και
β) στην αριθμητική συρρίκνωση της εργατικής τάξης, που φέρνει η άνοδος της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας.
Οι υποκειμενικοί παράγοντες αναφέρονται όχι μόνο στη συνειδητοποίηση των ορίων της παραδοσιακής αριστεράς που αναφέρθηκαν, αλλά και στην αποτυχία των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων να θέσουν τις βάσεις για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η κυρίαρχη ορθολογική αντίληψη, από τον 18ο αιώνα και μετά, που εξέφραζαν τα κινήματα αυτά ήταν ότι αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η αλλαγή της οικονομικής δομής για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάληψη όμως της εξουσίας από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Δύση και από κομμουνιστικά κόμματα στην Ανατολή δεν οδήγησε πουθενά στη θεμελίωση των βάσεων για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, όσον αφορά τα δυτικά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα, ήδη βλέπουν να κατεδαφίζονται ακόμη και τα μεταπολεμικά δημιουργήματά τους που έδιναν την εικόνα κάποιας αλλαγής. Μια κατεδάφιση, στην οποία τα ίδια τα κινήματα αυτά παίζουν βασικό ρόλο.
Η "κρίση του μαρξισμού" αναπόφευκτα πήρε και θεωρητικές διαστάσεις. Αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής κριτικής, από τα αριστερά πάντα, η ουσιαστική έλλειψη θεωρητικών εργαλείων στον μαρξισμό για την ανάλυση των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών διαδικασιών που γεννούν σχέσεις εξουσίας και υποταγής, για την ανάλυση των οικολογικών επιπτώσεων της παραγωγής, για την ανάλυση των συγκεκριμένων δομών και μηχανισμών ιδεολογικής κυριαρχίας κ.α..
Το κυριότερο όμως στοιχείο της ιδεολογίας της παραδοσιακής αριστεράς που αποτέλεσε στόχο κριτικής από σημαντικά τμήματα των νέων κινημάτων ήταν η αντίληψη της “Προόδου”, πάνω στην οποία στηρίζει την προβληματική της. Η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι απλώς θέμα αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Είναι πρωταρχικά θέμα τρόπου παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία δεν είναι κάτι το "ουδέτερο", όπως συνήθως υποθέτει η παραδοσιακή αριστερά. Αντίθετα, η τεχνολογία είναι μια σχέση δύναμης που εκφράζει πάντα συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και σχέσεις. Αυτό δηλαδή που αποτελεί οικονομικό ορθολογισμό στο σημερινό καπιταλισμό αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων επιλογών από τις κοινωνικές ομάδες που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και τους μηχανισμούς επιλογής ανάμεσα στις διαθέσιμες ή δυνητικές τεχνικές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και αποτελεί βασικό αίτημα των νέων κινημάτων σήμερα η μεταβολή της τεχνολογικής βάσης για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου και η επιλογή νέων τεχνικών που θα αποκεντρώνουν τον καταμερισμό εργασίας, χωρίς να καταστρέφουν το περιβάλλον και να καταδικάζουν τμήμα του ενεργού πληθυσμού σε μόνιμη ανεργία ή υπο-απασχόληση. Ένα θεσμικό πλαίσιο που θα στηρίζονταν στην εναλλακτική έννοια της Προόδου που προαναφέρθηκε θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία και εφαρμογή παρόμοιων τεχνικών.
Η στρατηγική, λοιπόν, της αριστεράς θα πρέπει να αναγνωρίζει τη νέα κοινωνική πραγματικότητα που γεννιέται σήμερα και να βασισθεί σε μια πλατιά συμμαχία των ανέργων και των εργαζομένων (που απειλούνται με ανεργία, σαν συνέπεια του "οικονομικού ορθολογισμού"), των γυναικείων κινημάτων, των οικολόγων, των αντι-πυρηνικών, των αυτο-διαχειριστικών κινημάτων κ.λ.π.
Μια παρόμοια συμμαχία θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας των κινημάτων που συμμετέχουν, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμιά "ιεραρχία των αντιφάσεων" (μια και η οικολογική κρίση, για παράδειγμα, δεν είναι λιγότερο σημαντική ή επείγουσα από την οικονομική), αλλά και γιατί τα σύγχρονα κινήματα στη σύνθεση τους εκφράζουν τον πλουραλισμό στη σκέψη και τη πράξη που ακριβώς τα διαφοροποιεί από τη παραδοσιακή αριστερά, της μονής σχέσης αιτίου και αιτιατού.
Η συνειδητοποίηση από τα κινήματα αυτά του γεγονότος ότι κανένα από μόνο του δεν εκφράζει τον καθολικό χαρακτήρα της σημερινής κρίσης θα μπορούσε να τα ενώσει σε ένα συναινετικό πρόγραμμα του οποίου η συνισταμένη, από τη μια μεριά θα φανέρωνε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της κρίσης και από την άλλη θα διατύπωνε μια έννοια της Προόδου που θα εξέφραζε τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Τέλος, η συμμαχία αυτή θα πρέπει να υλοποιεί μορφές οργάνωσης που ξεπερνούν τις ιεραρχικές δομές των εργατικών συνδικάτων και των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς. Μόνο η ρεαλιστική προβολή ενός διαφορετικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσε, ίσως, να συγκρατήσει την κατολίσθηση στον συντηρητισμό και την απάθεια στην οποία σπρώχνει η μεταβιομηχανική κοινωνία.
Εν κατακλείδι, το δίλημμα για τη γενιά του 21ου αιώνα είναι: ή να πάρει τη σκυτάλη από τις παραδοσιακές δυνάμεις της αριστεράς και να προχωρήσει στη θεμελίωση ενός νέου βαθύτερου σοσιαλισμού, μιας νέας οικονομικής, οικολογικής και δημοκρατικής τάξης, που αποκλείει κάθε μορφή κυριαρχίας και εξάρτησης ή να βυθιστεί στον Μεσαίωνα του καπιταλισμού, στον οποίο οδηγεί σήμερα η "φιλελεύθερη" Νέα Δεξιά. Στο πεδίο αυτό η από κοινού συντονισμένη δράση του ΠΑΣΟΚ με τα άλλα κόμματα της ευρύτερης αριστεράς είναι άκρως κρίσιμη και επιτακτική, προκειμένου να συγκροτήσουν το μέτωπο μιας Κυβερνώσας Αριστεράς, διαφορετικά θα τεθούν στο περιθώριο της πολιτικής ιστορίας του τόπου, δίνοντας έδαφος σε μια νέα μορφής ολιγαρχία, μέχρις ότου τα νέα Κινήματα αποκτήσουν πολιτικό μόρφωμα…
*βλ.Τάκη Φωτόπουλο,Ελευθεροτυπία, २४/२/1987

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

“Δημοσκοπήσεις· σφυγμομέτρηση ή ποδηγέτηση της κοινής γνώμης;”


«“Η λαϊκή γνώμη εξαρτάται από την πολιτική καλλιέργεια των μαζών” Τόμας Χάξλεϊ»

Από την πρώτη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα στις 31 Μαρτίου 1946 από Αμερικάνους ερευνητές για να ελέγξει το ποσοστό της αποχής των πρώτων μεταπολεμικών βουλευτικών εκλογών μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 62 χρόνια. Στην εποχή μας, όπου το 60% του εκλογικού σώματος παρακολουθεί συστηματικά τις δημοσκοπήσεις, αλλά και η χρήση τους από τα ΜΜΕ αποτελεί πλέον στοιχείο της πολιτικής καθημερινότητας, αφού δεν αφορά πλέον μόνον την προεκλογική περίοδο, αλλά έχει γενικευτεί, ένα ενδιαφέρον ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον οι δημοσκοπήσεις απηχούν ή δημιουργούν την κοινή γνώμη.
Αρχικά, ο τρόπος που γίνονται (στην πλειοψηφία τους) οι δημοσκοπήσεις και τα ερωτήματα που θέτουν, μπορούν να κατευθύνουν τις απαντήσεις σε συγκεκριμένες επιλογές, δηλαδή, να επηρεάσουν.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτουν μια σειρά ερωτήματα όπως:
1) Ποιος είναι αυτός που καθορίζει ότι αυτό και όχι κάποιο άλλο είναι το θέμα για το οποίο πρέπει να υπάρξει σφυγμομέτρηση; (Προφανώς είναι ο πελάτης, που έχει ίδιον συμφέρον από αυτήν την καταμέτρηση).
2) Πώς διατυπώνονται τα ερωτήματα, σε ποια πράγματα δίνεται έμφαση και με ποια σειρά υποβάλλονται σε αυτούς που παίρνουν μέρος στη σφυγμομέτρηση;
3) Πόσα πρόσωπα απαρτίζουν το δείγμα και με ποια κριτήρια αυτά τα πρόσωπα επιλέγονται;
(Η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, η οικονομική επιφάνεια, η επαγγελματική κατάσταση είναι πολύ λεπτά θέματα για να αγνοηθούν).
4) Ποιος είναι ο εντολέας, ποια σχέση διέπει τον τελευταίο με την εταιρεία δημοσκοπήσεων, και ποια οικονομικά συμφέροντα σχετίζονται στενά με ορισμένες εταιρείες δημοσκοπήσεων; Ακολούθως, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με την πρόθεση ψήφου, οι δημοσκοπήσεις αναντίρρητα μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των ίδιων των ψηφοφόρων, το πολιτικό σκηνικό, ίσως ακόμα περισσότερο και από τον ίδιο τον πολιτικό λόγο και κάτω από προϋποθέσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία από κόμματα και φορείς, χωρίς όμως να υποκαθιστούν τη ζωντανή επαφή με τα λαϊκά στρώματα.
Οι ποικίλες θεωρίες που περιγράφουν τους τρόπους κατά τους οποίους τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων μπορούν να επηρεάσουν την πρόθεση ψήφου, μπορούν να συνοψισθούν σε δύο γενικές ομάδες: αφενός στην επιρροή του "άρματος της εξουσίας" (bandwagon effect), και αφετέρου στη "στρατηγική ψήφο" (tactical voting). Οι θεωρίες που αναφέρονται στην πρώτη ομάδα υποστηρίζουν πως ο ψηφοφόρος τείνει να ακολουθεί κατά τρόπο μιμητικό τη συμπεριφορά ή την προτίμηση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Αναφέρεται επίσης - με τρόπο μειωτικό - ως "αγγελικό ένστικτο", για να προσδιορίσει την τάση των ψηφοφόρων να ακολουθούν το πλήθος, χωρίς να εξετάζουν κριτικά τα μειονεκτήματα ή πλεονεκτήματα του υποψηφίου που αποφασίζουν να στηρίξουν. Η δεύτερη κατηγορία θεωριών που εξετάζουν τον τρόπο κατά τον οποίο οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν την κοινή γνώμη, βασίζεται στην ιδέα ότι οι ψηφοφόροι ερμηνεύουν την πράξη της ψήφου ως μέσο εκλογής μιας Κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει πως συχνά δε ψηφίζουν τον υποψήφιο με τον οποίο ταυτίζονται πολιτικά/ιδεολογικά, αλλά έναν άλλο, λιγότερο προτιμητέο υποψήφιο κατόπιν μιας στρατηγικής θεώρησης.
Όπως αναφέρουν έρευνες ειδικών, πολλές είναι και οι επιπτώσεις στα ίδια τα πολιτικά κόμματα, που είναι και οι συχνά παραγγέλλοντες των δημοσκοπήσεων, καθώς η "εικόνα" του κόμματος έχει αποκτήσει εξαιρετική (πραγματική) σημασία, όπως:
α) ασκούν μια σημαντική επιρροή στη διεξαγωγή της προεκλογικής εκστρατείας των πολιτικών κομμάτων,
β) η αποτελεσματικότητα της προεκλογικής εκστρατείας των κομμάτων αποτιμάται σήμερα όλο και περισσότερο από τους σχολιαστές και τους αναλυτές με βάση τις δημοσκοπήσεις,
γ) στις δημοσιογραφικές εκπομπές, τα στελέχη των κομμάτων και οι εκπρόσωποι Τύπου είναι υποχρεωμένοι να σχολιάζουν τις δημοσκοπήσεις διότι τα ΜΜΕ καλύπτουν σε μεγάλη έκταση το θέμα,
δ) οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν καθοριστικά το ηθικό και τη διάθεση των πολιτικών και των κομματικών στελεχών,
ε) οι αρνητικές δημοσκοπήσεις για ένα κόμμα έχουν παρενέργειες και οδηγούν συχνά σε εσωκομματικές κρίσεις, σε αμφισβήτηση της ηγεσίας, του αρχηγού, ή άλλων κομματικών αξιωματούχων και
στ) η γενικευμένη χρήση δημοσκοπήσεων από τα πολιτικά κόμματα και η οργανική ένταξή τους στο στρατηγικό και επικοινωνιακό σχεδιασμό τους ενισχύει αναπόφευκτα την τάση «επαγγελματοποίησης της πολιτικής» και τη μεγαλύτερη εμπλοκή των δημοσκόπων στην προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων.
Εν κατακλείδι, το εκλογικό σώμα όχι μόνο ενημερώνεται, αλλά κατευθύνεται προς τα κάπου, πολύ πιο συγκεκριμένα. Αυτό ας το έχουμε υπόψη μας, εμπιστευόμενοι προσωπικά μας κριτήρια και συμπεράσματα, εφόσον έχουμε, διαφορετικά ας μην βιαζόμαστε να υιοθετήσουμε άκριτα διαπιστώσεις που κάνουν άλλοι ερήμην μας, αλλά επ’ ονόματί μας!! Πολλές φορές το “φαίνεται” δεν ταυτίζεται με το “είναι”…

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

"Ποιος κυβερνάει αυτό το τόπο;"

Δύσοσμα, δυσάρεστα, απογοητευτικά τα όσα «επίκαιρα» αλλά και ταυτόχρονα ύποπτα ετεροχρονισμένα αποκαλύπτονται, καθώς ξετυλίγονται μέρα με τη μέρα πτυχές της πρωτοφανούς αυτής υπόθεσης… “Ζαχόπουλου”. Και το τραγικό είναι πως δεν εκπλήττουν την κοινωνία, αφού τέτοια εντύπωση και γνώμη είχε για το «σύστημα» όλων των «εξουσιών» που το απαρτίζουν, απλώς πλέον την τροφοδοτούν και με… επίσημα στοιχεία για να παγιώσει τις απόψεις και εκτιμήσεις της, πυροδοτώντας ως «μετακαυστήρας» την ανεξέλεγκτη περιδίνησή της. Αυτήν την ξέφρενη «πτήση» σε ένα περιβάλλον παρακμής, αδράνειας, δίχως σχέδιο και όραμα, χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα δυνάμεις υγιείς, αποφασισμένες και αποτελεσματικές να ξαναθέσουν το «σκάφος» σε έλεγχο. Να ανακόψουν την αποχαυνωτική βύθιση σε ένα τέλμα…
Ασαφέστατα, αδιευκρίνιστα τα όρια μεταξύ «ελεγχομένων» και «ελεγκτών», δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος, εντολέων και εντολοδόχων, υπευθυνότητας των «αρχόντων» και υποχρεώσεων μα και δικαιωμάτων των άλλων δυνάμεων της κοινωνίας… Και προκλητική η ουσιαστική απουσία ισχυρών και σεβαστών κανόνων, αφού και όταν τυπικά υπάρχουν, βολικοί και «προσβάσιμοι» έναντι ανταλλάγματος οι τρόποι να «παραγραφούν» και να παρακαμφθούν, με νεοελληνικό «πρωτότυπο» αντίθετα με όλο τον υπόλοιπο δημοκρατικά πολιτισμένο κόσμο, οι κανόνες να θεωρούνται… καταστροφή για το «παιχνίδι»!
Κοινή πλέον η πεποίθηση πως αν το «απρόβλεπτο», η κίνηση Ζαχόπουλου να θέσει τέρμα στη ζωή του, δεν είχε μεσολαβήσει, τίποτε απ’ όλα τούτα τα δύσοσμα και τα ερεβώδη που βιώνουμε δεν θα είχε αποκαλυφθεί – τα αλισβερίσια θα είχαν ολοκληρωθεί στο παρασκήνιο, οι «αμοιβαίες εξυπηρετήσεις» θα είχαν συντελεστεί μακριά από το φως της δημοσιότητας, όλες οι πλευρές «εκτεθειμένες» μόνο μεταξύ τους, άρα... λίγο το κακό, θα είχαν μείνει «ικανοποιημένες» σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, θα είχε διασφαλισθεί το... σύνηθες «σημείο συνεννόησης» και συνδιαλλαγής, και... ούτε γάτα ούτε ζημιά! Business as usual!
«Απλώς»... προέκυψε το «τυχαίο», που ως παράγων συχνά έχει επιδράσει στη διαμόρφωση της ιστορίας. Προσπάθησαν οι της κυβέρνησης να περισώσουν ό,τι είναι δυνατόν, ενώ είναι σαφές πως «παίζονται» ακόμη στο παρασκήνιο κάποιες «χρυσές εφεδρείες», από τη μια, και, από την άλλη, «επ’ ευκαιρία» ξεδιπλώνονται και κάποια άλλα σχέδια, που βρίσκουν «βολική» τη συγκυρία για να επιδιωχθούν διάφοροι «στόχοι»...
Οι όσοι αθεράπευτα αισιόδοξοι θα διακινδυνεύσουν την ελπίδα πως «τώρα, ύστερα από όλα αυτά, κάτι θα γίνει και θα το ξεπεράσουμε», πολύ φοβούμαι πως γι’ άλλη μια φορά θα διαψευσθούμε και θα βουλιάξουμε πιο βαθιά στο τέλμα της αδράνειας, της παρακμής, της έλλειψης άφθαρτων δυνάμεων με διάθεση αναγέννησης και δράσης. Μήπως, άλλωστε, είναι η πρώτη φορά που η κοινωνία «συγκλονίζεται» από κάτι «φοβερό» και τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν; Δεν υπήρξαν και πριν σκανδαλώδεις, παράνομες συμπεριφορές υπεράγαν αμφιλεγόμενες, αν μη τι άλλο, που –τουλάχιστον– καταγγέλθηκαν και δηλητηρίασαν το πολιτικό προσκήνιο και θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ευκαιρία της κάθαρσης, διά «των τοιούτων παθημάτων»;
Δεν ήταν το σημερινό κυβερνών κόμμα εκείνο που κατήγγειλε αδιαφάνεια και διαπλοκή, που κατηγορούσε για ανοίκειο, αντιδημοκρατικό «παραγοντισμό» και εκβιασμούς «εθνικούς εργολάβους» και «εθνικούς προμηθευτές», τους περιβόητους «νταβατζήδες», που θα ξερίζωνε από τους πρώτους μήνες της πρώτης της διακυβέρνησης; Που θα χρηματοδοτούσε την εθνική ανάπτυξη από το «προϊόν» της πάταξης της διαφθοράς, το οποίο μάλιστα είχε προσδιορίσει στο επίπεδο των 10 δισ. ευρώ ετησίως, που θα «επανίδρυε το κράτος» στο πλαίσιο της «νομιμότητας παντού, διαφάνειας παντού, χρηστής διοίκησης παντού!», που και πρόσφατα διακήρυξε για πολλοστή φορά ο ίδιος ο πρωθυπουργός;
Σύμφωνοι, «δεν γίνονται όλα από τη μια μέρα στην άλλη...», αλλά κάποτε, βρε αδερφέ, γίνεται το... πρώτο βήμα γι’ αυτή τη φιλόδοξη μα και τόσο εθνικά αναγκαία «πορεία ανέλιξης»! Όλοι παραδεχόμαστε πως «έχουμε πιάσει πάτο!» – και όμως δεν αναλαμβάνεται από τους υπεύθυνους πολιτικούς ταγούς η “αυτονόητη” πρωτοβουλία ζωής, για να τραβήξει την έτσι κι αλλιώς δυσκίνητη, ράθυμη, «βολεμένη» κοινωνία μας, αυτό που θα ’κανε σε κάθε περίπτωση ενστικτωδώς ο τελευταίος ζων οργανισμός: να τινάξουμε τα πόδια στον «πάτο», να ανέβουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε στην «επιφάνεια», να ανασάνουμε τον ζωογόνο αέρα, να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας, να ξανακολυμπήσουμε...
Αντ’ αυτού, «απλώς»... διαχειρίζεται η κυβέρνηση της Ν.Δ. και ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσωπικά την κατάντια του κυβερνητικού “θιάσου” του και, μάλιστα, πρόχειρα, κοντόφθαλμα, αποσπασματικά, «επικοινωνιακά», με «στόχο» το όσο το δυνατόν μικρότερο πολιτικό κόστος, «ενόψει» των αμέσως επόμενων οσονούπω εκλογών (!), χωρίς πραγματική και γενναιόφρονα διάθεση για ρήξη και τομές, για δράση και πρωτοπορία, δίχως όραμα και περίσσευμα «προσφοράς», με πρόσωπα κουρασμένα, συχνά... «ασφαλή» εξαιτίας της προβολής, αλλά και αποδοχής της θεωρίας και των δημοσκοπήσεων (;) περί ανυπαρξίας και αναποτελεσματικότητας του «αντιπάλου» ΠΑΣΟΚ και με τον νου στραμμένο στην εξασφάλιση και στη συνέχιση της... νομής της εξουσίας!
Μέρα με τη μέρα, εξέλιξη την εξέλιξη, αποκάλυψη (έστω και από σπόντα!) την αποκάλυψη, διαχείριση τη διαχείριση, αποδεικνύεται περίτρανα και εξόχως θλιβερά πως ο πυρήνας του τεράστιου νεοελληνικού προβλήματος είναι το... πελατειακό κράτος που επιτρέψαμε (και έχουμε όλοι την ευθύνη μας!) να αναπτυχθεί και να γιγαντωθεί! Από την πλέον ανώδυνη ρουσφετολογική πρόσληψη, μέχρι την «ομηρία» των εξαρτώμενων από το Δημόσιο και το τέρας της αυτοτροφοδοτούμενης διαπλοκής και αδιαφάνειας, το επαίσχυντο και αποστεωτικό αλισβερίσι πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, με την πρώτη να... δέχεται ανοήτως και δίχως περίσκεψη το «σχοινί» που της προσφέρει η δεύτερη για να τη «δέσει» και να την ποδηγετήσει, αυτό το καταστροφικό πελατειακό σύστημα μπορεί μεν να εξασφαλίζει πρόσκαιρα εξουσίες, αλλά σε βάθος χρόνου κατατρώει τον ιστό της πολιτείας, της ίδιας μας της δημοκρατίας...
Κι ενώ η κυβέρνηση της Ν.Δ., μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα κρίσης, που αποδεικνύει την ορθότητα της κριτικής που το ΠΑΣΟΚ έκανε προεκλογικά, καταρρέει, ποιος να το περίμενε, πως σαράντα τόσα χρόνια μετά, έστω και προσαρμοσμένο, θα παρέμενε επίκαιρο το αγωνιώδες ερώτημα, «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;». Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ πλάι στο ερώτημα αυτό έθεσε και ένα άλλο ερώτημα «αν κυβερνάει ο εκλεγμένος πρωθυπουργός, τα αδιαφανή συμφέροντα που τον στηρίζουν ή εκείνοι με τους οποίους αλληλοεκβιάζεται. Το βέβαιο είναι ότι δεν κυβερνάει ο ελληνικός λαός»…

"Δυστυχώς επτωχεύσαμεν…"

Θα θυμούνται οι παλαιότεροι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να «αναρωτιέται»: «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο», μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, όταν πλέον το τέρας που είχε οργανωθεί κατά την 8ετία της διακυβέρνησής του είχε μετουσιωθεί σε μια ανεξέλεγκτη παρακρατική πηγή εξουσίας, μια αντιδημοκρατική «μαύρη τρύπα», μέσα στην οποία έπεφταν πρώτα η Αριστερά και μετά, σιγά - σιγά, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, για να φτάσει η διαπλοκή να γίνει ένα από τα μεγάλα προβλήματα που εμποδίζουν τόσο την κοινωνία, όσο και την οικονομία και την πολιτική να λειτουργήσουν σωστά, χρειάζεται να συνεργήσουν τρεις παράγοντες που, είτε με την ισχύ τους, είτε με τις παραλείψεις τους, να επιτρέψουν σε ένα νοσηρό φαινόμενο να πάρει απειλητικές διαστάσεις, σε σημείο που να μην ξέρουμε πώς ακριβώς να χαρακτηρίσουμε το πολίτευμα που έχουμε, ούτε και το ποιος στ’ αλήθεια κυβερνάει αυτό τον τόπο. Αυτοί οι παράγοντες είναι, πρώτον, η ίδια η κοινωνία, δεύτερον η πολιτική και, τρίτον, τα οικονομικά συμφέροντα.
Όταν στην Ελλάδα λέμε «διαπλεκόμενοι», έρχονται κυρίως στο μυαλό μας 6-7 γνωστά ονόματα και θεωρούμε ότι αυτό είναι όλο. Για να είμαστε ακριβείς, όμως, το ζήτημα δεν τελειώνει εκεί. Εκτός από αυτά τα 6-7 γνωστά ονόματα, υπάρχουν και καμιά εκατοστή τουλάχιστον ακόμη που είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Επίσης, υπάρχουν και μερικές χιλιάδες ακόμη, που βρίσκονται από την άλλη μεριά. Άλλοι μεγάλοι, άλλοι μικροί και άλλοι μικρομεσαίοι. Στις μέρες μας, η λέξη «διαπλεκόμενος» έχει κατά κύριο λόγο άσχημη χροιά. Ίσως η κοινή γνώμη, που είναι συνήθως σοφή σε κάτι τέτοια, σε μεγάλο μέρος να έχει δίκιο. Σε μεγάλο μέρος. Αλλά όχι πάντα. Yπάρχουν και άνθρωποι που συναλλάσσονται με το κράτος και που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Yπάρχουν και άλλοι που μπορεί να λαδώνουν ή να λαδώνονται ή να επηρεάζουν την εξουσία σε λάθος αποφάσεις, αλλά σε κλίμακα μικρή, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα θα λέγαμε πως είναι «συγχωρητέα». Είναι γνωστό πως δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων. Yπάρχουν, βέβαια, και πολλοί που κάνουν ζημιά.
Kαι μάλιστα, μεγάλη ζημιά. Όπως σε κάθε ομάδα ανθρώπων, έτσι και ανάμεσα στους «διαπλεκόμενους» υπάρχουν οι «καλοί», οι «κακοί» και οι «άσχημοι». Το να τους βάλουμε όλους στο ίδιο τσουβάλι θα ήταν λάθος.
Eδώ και 50 περίπου χρόνια η ελληνική κοινωνία περνάει τη χειρότερη, μάλλον, φάση της ιστορίας της. Ταλαιπωρημένη από τις συνέπειες ενός παγκόσμιου και ενός εμφύλιου πολέμου, και μπερδεμένη ανάμεσα στις δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου, της καλπάζουσας τεχνολογικής εξέλιξης, που στις μέρες μας καλπάζει ακόμη πιο γρήγορα, και με τεράστιες ελλείψεις στην «ανάγνωση» των οικονομικών δεδομένων της εποχής, η ελληνική κοινωνία έχει σε γενικές γραμμές χάσει τον μπούσουλα. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχει κάπως αρχίσει να μαθαίνει από τα παθήματά της, ακόμη βρίσκεται μακριά από το να μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών μας. Έτσι, σε γενικές γραμμές, κινείται ακόμη αυτοκτονικά. Kάνει, δηλαδή, επιλογές που αποβαίνουν εις βάρος της.
Aπό «τεχνική» άποψη και σε σχέση με την παραγωγή αντικοινωνικών και αντιοικονομικών φαινομένων, όπως οι διαπλεκόμενοι, για παράδειγμα, που τελικά της ρουφάνε το αίμα και δεν είναι οι μόνοι, κάνει ουσιαστικά κεφαλαιώδη λάθη. Διατηρεί ακόμη εκείνη την ψευδαίσθηση της κουτοπονηριάς που γεννήθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Το ότι, δηλαδή, οι άλλοι είναι κουτοί κι εμείς είμαστε οι έξυπνοι. Αυτή η αντίληψη έχει οδηγήσει σε μια βασική παρανόηση.
Εξάλλου, δεν είναι τα συστήματα αυτά που συνήθως πάσχουν. Είναι οι άνθρωποι που τα εφαρμόζουν. Kαι ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι πολύ ατελής ως είδος. Mερικά από τα χαρακτηριστικά ή πιο σημαντικά σφάλματα της ανθρώπινης φύσης καταγράφονται και στη Bίβλο, κάτω από την επωνυμία «Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα»
· η Απληστία, η Λαιμαργία, η Υπερηφάνεια, η Πορνεία, ο Φθόνος, η Μνησικακία, η Ακηδία. Ίσως η Απληστία να είναι το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου διαπλεκόμενου.
Πριν από τις εκλογές ακούγαμε με πολύ μεγάλη προσοχή τον κ. Καραμανλή να μιλάει για την επανίδρυση του κράτους, και πραγματικά ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνησή του, από τη μέρα που πήραν τις εκλογές και κυβερνούν τον τόπο, μας πάνε από έκπληξη σε έκπληξη. Έχει αναβιώσει μια αδέξια δεξιά παράταξη και αυτό το ζούμε έντονα. Δεν έχει στόχους σε ό,τι αφορά την επανίδρυση του κράτους. Είμαστε ένα κράτος φορέων, οργανισμών επιχειρήσεων κ.τ.λ. και δεν είμαστε ένα κράτος θεσμών.
Είναι γενικά πλέον αποδεκτό ότι η ΝΔ κυβερνάει αυτόν τον τόπο με επικοινωνιακά μόνο κριτήρια. Δημιούργησε και πορεύεται μέσα σε μια επικοινωνιακά δομημένη εικονική πραγματικότητα, με όχημα τη μισή αλήθεια, τη διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, τα «πειραγμένα» στατιστικά στοιχεία.
Στα πλαίσια αυτής της πλαστής πραγματικότητας
“δυστυχώς επτωχεύσαμεν”, πολιτικά, αλλά και ηθικά, παρασυρμένοι ως κοινωνία από την κρυφή γοητεία της …αποτελμάτωσης!!

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Πελατειακές σχέσεις, αδιαφανές Δημόσιο και η ανάγκη περιστολής του Κράτους


Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, που υποτίθεται ότι ξεκίνησε ή θα ξεκινούσε η κυβέρνηση, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδώσουν τα προσδοκώμενα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αποτελέσματα, εάν παράλληλα δεν επιλυθεί το τεράστιο και οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Για να προχωρήσει, όμως, η όποια κυβέρνηση στη μεγάλη αυτή δομική αλλαγή της οικονομίας και τον απεγκλωβισμό της κοινωνίας από την ιδεολογία του βολέματος, του ρουσφετιού και της ήσσονος προσπάθειας, θα πρέπει να αποφασίσει η ίδια να σπάσει τους πελατειακούς δεσμούς που επί δεκαετίες δημιουργήθηκαν από το πολιτικό σύστημα.
Η διαπλοκή κράτους και πολιτών αποδεικνύεται στην παρούσα φάση των ελεύθερων οικονομιών, των ανοικτών συνόρων και της συνεχούς αύξησης της ανταγωνιστικότητας, πολύ πιο καταστροφική για το μέλλον της χώρας και από τη διαπλοκή των πολιτικών με τους μεγάλους επιχειρηματίες. Εκεί πρέπει κυρίως να δοθεί η μάχη για να αλλάξει η χώρα νοοτροπία και να πλησιάσει τα ευρωπαϊκά δεδομένα η ελληνική οικονομία.
Η πολιτική διαφθορά, σύμφωνα με τον R.Κ.Merton, αποτελεί μια λανθάνουσα λειτουργία του πολιτικού συστήματος, η οποία έχει σχέση με τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός δικτύου σχέσεων προς όφελος συγκεκριμένου πολιτικού. Ο Merton θεωρεί την πολιτική διαφθορά λειτουργικό στοιχείο για τη διατήρηση του πολιτικού συστήματος. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η θεωρία του έγκειται, εκτός των άλλων, στη συστηματοποίηση των σχέσεων, στις οποίες αναλύεται το φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς.
Ειδικότερα, κάθε πολιτικός,­ υποστηρίζει ο Merton,­ αναπτύσσει πελατειακές σχέσεις με τις εξής υποομάδες του κοινωνικού σώματος:
α) με την τοπική κοινωνία και τη γειτονιά,
β) με τον επιχειρηματικό κόσμο,
γ) με μεμονωμένα άτομα,

δ) με το οργανωμένο έγκλημα
και,
όπως σημειώνει, οι παρεχόμενες υπηρεσίες των επιχειρήσεων και του οργανωμένου εγκλήματος έχουν συχνά συμπληρωματικό χαρακτήρα ως προς τις υπηρεσίες που παρέχει το κράτος !!
Εκείνο που πρέπει, επιτέλους, να γίνει συνείδηση είναι ότι η πολιτική αντίληψη για τη χρησιμοποίηση του κράτους (δαπάνες και προσλήψεις) εις βάρος της οικονομίας για καθαρά πελατειακούς λόγους του πολιτικού συστήματος, είναι σήμερα μία βόμβα, η οποία και στο παρελθόν λειτούργησε εντελώς διαβρωτικά στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στην κοινωνία, υπονομεύοντας συμπεριφορές. Κι έτσι έφθασε η Ελλάδα να έχει εισπράξει απίστευτα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να παραμένει, ωστόσο, ουραγός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Διότι καταδαπανήθηκαν στην κρατική κατανάλωση.
Για το τι μπορεί να συνεισφέρει, όμως, ένα κράτος δαπανών για πολιτικούς λόγους, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφύεται στις μέρες μας από την αποκάλυψη του τρόπου που δίνονταν ανεξέλεγκτα δισεκατομμύρια ευρώ, μέσω εμφανών και αφανών κονδυλίων του Υπουργείου Πολιτισμού, προς πάσαν κατεύθυνσιν, όταν οι κοινωνικές δαπάνες για την παιδεία και την υγεία περικόπηκαν δραματικά. Μήπως, λοιπόν, αυτός ο πολιτικός φαύλος κύκλος πρέπει κάποτε να σπάσει;
Η ελληνική δημόσια διοίκηση έχει αναπτύξει ένα ρυθμιστικό στυλ αδιαφάνειας και έντονων διακρίσεων, όπως κατ’ επανάληψιν την στιγμάτισαν με τις εκθέσεις τους οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί. Οι ρυθμίσεις για τις τιμές, την φορολογία, τις επιδοτήσεις, τις προσλήψεις, τις απολύσεις, την επέκταση των πιστώσεων και πάει λέγοντας, όλα είναι εν δυνάμει αντικείμενα αδιαφανών συνδιαλλαγών, διαπραγματεύσεων και πολιτικοοικονομικών συνεννοήσεων. Γιατί δεν υπήρχε ελεύθερη και πραγματικά ανταγωνιστική αγορά.
Εν κατακλείδι, η σημερινή κυβέρνηση, παρόλες τις προεκλογικές μεγαλοστομίες του 2004 και του 2007, με την πολιτική της έχει μετατραπεί από λεκτικός πολέμιος της διαφθοράς σε βασικό παραγωγό και εστία της διαφθοράς. Η ευθύνη της είναι, πλέον, μεγάλη και αποκλειστική, αφού κατά τη διάρκεια της δεύτερης συνεχόμενης κυβερνητικής της θητείας η όποια εκ νέου προσπάθεια προσφυγής στην τακτική της μεταθέσεως των ευθυνών της στο απώτερο παρελθόν της θητείας των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται πια να πείσει κανέναν. Απλά και ξεκάθαρα…