Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

"Ποιόν στηρίζω και γιατί"


Στο αγωνιώδες ερώτημα «τι(ς) πταίει;» (φράση, η οποία έμεινε στην Ιστορία ως τίτλος παροιμιώδους άρθρου του Χαρίλαου Τρικούπη, το 1874) που το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε για 2η φορά, μια προκλητικά εξόφθαλμη απάντηση είναι γιατί δεν ηττήθηκαν τα αίτια της 1ης του ήττας. Όταν δεν χτυπάς το κακό στην ώρα του και στη ρίζα του, λέει ο λαός μας, βρίσκεις τη ρίζα του κακού ξανά μπροστά σου. Όταν δεν κάνεις τη διαφορά με το χθες, περίμενε το χθες, όπου να΄ναι έρχεται……και ήρθε. Όταν το ΠΑΣΟΚ προσποιούνταν ότι δεν καταλάβαινε τα αίτια της ήττας του 2004, ο λαός κατάλαβε πως το ΠΑΣΟΚ ήθελε να ξαναηττηθεί το 2007…..και ηττήθηκε. Το 2004 ηττήθηκαν συγκεκριμένες πολιτικές του ΠΑΣΟΚ από την κοινωνία, αυτό που έμενε να γίνει, ήταν να ηττηθούν και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ.
Ο Κώστας Σημίτης σημάδεψε μεν με την πορεία του και την πολιτική του παρουσία την πιο λαμπρή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Είμαστε υπερήφανοι για το έργο, την προσφορά του στον τόπο και στη χώρα. Όμως δεν μπορεί να αισθάνεται κανείς υπερήφανος για τις λαθεμένες πρακτικές, που αφορούν τον τρόπο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας την περίοδο αυτή, οι οποίες ήταν μεν μεμονωμένες και όχι ο κανόνας, αλλά αλλοίωσαν την εικόνα, αμαύρωσαν την εικόνα του ΠΑΣΟΚ και δημιούργησαν αποστάσεις από τον πολίτη. Αυτό το πλήρωσε το ίδιο το κόμμα. Αντιστέκομαι, επομένως, στην τακτική εκείνων που προσπαθούν να πείσουν για την αναγκαιότητα ενός «λίφτινγκ» της εικόνας στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και όχι για την αλλαγή της εικόνας που έχει ο κόσμος για το ΠΑΣΟΚ. Μια εικόνα που ταυτίστηκε: α) με δεξιές στροφές, β) αντιλαϊκές πολιτικές, γ) με σκάνδαλα που μας εξίσωσαν με τα «λαμόγια» της δεξιάς, δ) με το χρηματιστήριο, ένα σκάνδαλο με ονοματεπώνυμο και με όσους έπαιξαν σ΄ αυτό και μ΄αυτό, με όρους αθέμιτους και εξωθεσμικούς. Μια εικόνα που εμπεδώθηκε στη κοινωνία, για το ΠΑΣΟΚ ως καθεστωτικού κόμματος και όχι ενός ζωντανού, υγιούς, ριζοσπαστικού, πρωτοπόρου πολιτικού οργανισμού.
Επειδή υποσχέθηκα ότι θα πάρω θέση υπέρ κάποιου από τους υποψηφίους προέδρους, αφού προηγουμένως ακούσω τις πολιτικές θέσεις και απόψεις τους στο Εθνικό Συμβούλιο, με σαφείς τοποθετήσεις για το τι έφταιξε και χάσαμε, αλλά και για το τι είναι και πώς θα πορευτεί το ΠΑΣΟΚ στο μέλλον, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για να τοποθετηθώ.
Καταρχάς οφείλω να επισημάνω ότι στους πολιτικούς πρέπει να αξιολογούνται οι ιδέες τους και όχι ο τρόπος με τον οποίο τις εκφράζουν. Ευφράδεια και πολιτικές φιλοδοξίες ο Βαγγέλης Βενιζέλος διαθέτει. Είναι όμως αυτά αρκετά για να ηγηθεί ενός κόμματος εξουσίας στον 21ο αιώνα και μάλιστα τη δεδομένη χρονική στιγμή;
Οι ομιλίες του Γιώργου Παπανδρέου τόσο στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, όσο και στο Εθνικό Συμβούλιο ήταν πολύ καθαρές. Ήταν ανθρώπινες, αληθινές ομιλίες. Είχε αληθινή αυτοκριτική και - κατά τη δική μου εκτίμηση - ταυτόχρονα είχε ένα εξαιρετικό πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα. Άλλοι λένε ότι δεν ήταν και τόσο καλή, γιατί δεν ήταν τόσο …Δεξιά όσο θα ήθελαν. Εγώ επιμένω ότι είχε ένα Αριστερό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα, όπως ακριβώς χρειάζεται τώρα ένα μεγάλο προοδευτικό Κίνημα στον τόπο μας, το οποίο έρχεται μετά από ήττα επειδή ακριβώς δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των προοδευτικών πολιτών. Στη αυτοκριτική του, λοιπόν, αυτή ο κ. Παπανδρέου είπε ότι το λάθος του ήταν προχώρησε - έτσι είδε ο ίδιος τη διαδικασία της ενότητας - σε μια βελούδινη αλλαγή. Δεν είπε, όμως, τι κόμμα παρέλαβε και όφειλε να το κάνει.
Τι το καινούριο φέρνουν οι είκοσι (20) θέσεις του Βαγγέλη Βενιζέλου για το ΠΑΣΟΚ που επιθυμεί και θέλει να ηγηθεί; Ουδέν. Η πλατφόρμα αυτή δεν δίνει λύσεις. Είναι μια καλογραμμένη επανάληψη γενικόλογων θεμάτων και θέσεων, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό περιεχόμενο, που έχουν ειπωθεί στο ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια, για ένα κόμμα που θα επιδιώξει διάλογο με την ευρύτερη αριστερά, που θα έχει πράσινο αναπτυξιακό μοντέλο, θα είναι πατριωτικό και κόμμα χωρίς εσωκομματικά πελατειακά δίκτυα ή λευκές επιταγές, που θα διασφαλίζει την αυτονομία της πολιτικής από κάθε εξωθεσμικό κέντρο και θα διαφοροποιείται ουσιαστικά από το συντηρητισμό. Μένει αναπάντητο το ερώτημα “πώς” θα κάνει πράξη όλα αυτά που ευαγγελίζεται ο υποψήφιος για την προεδρία του Κινήματος. Γιατί για πολλά από αυτά που αναφέρει, το ΠΑΣΟΚ υπάρχει, αλλά έχασε στις εκλογές. Λείπουν οι ριζοσπαστικές ανατρεπτικές πολιτικές που θα αλλάξουν όλα αυτά που αποδοκίμασε ο λαός.
Η Ελλάδα χρειάζεται τολμηρές αλλαγές, οι οποίες για να επιτευχθούν χρειάζεται σύγκρουση. Χρέος ενός κεντροαριστερού κόμματος είναι να συγκρούεται για να αλλάζει τα κακώς κείμενα, τις νοοτροπίες και τις αντιλήψεις που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τον παραμερισμό προσωπικών φιλοδοξιών και προσωπικού οφέλους. Προϋποθέτει τη διάθεση για ρήξεις και τομές στην κοινωνία οι οποίες μπορεί και να έχουν σοβαρό πολιτικό κόστος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν το διακρίνω στο Βαγγέλη Βενιζέλο. Με έναν πρόχειρο απολογισμό δεν διαπίστωσα από τη θητεία του σαν υπουργός να έχει έρθει σε ρήξεις με θεσμούς. Ο Βενιζέλος δεν συγκρούστηκε ποτέ και με κανέναν. Δεν κατέθεσε ποτέ καμία νέα πρόταση για το ΠΑ.ΣΟ.Κ και την Ελλάδα. Ενδεικτικά θα αναφέρω το θέμα που είχε προκύψει με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Την εποχή εκείνη ο Βενιζέλος πήρε ξεκάθαρα θέση υπέρ του Χριστόδουλου. Μάλιστα τον Μάιο του 2004 στο «Έψιλον» είχε δηλώσει: «Κάναμε σαφώς λάθος χειρισμό στο θέμα των ταυτοτήτων. Δεν μπορείς να αγνοείς τον αρχιεπίσκοπο και να τον μειώνεις έτσι. Ο Χριστόδουλος στο θέμα του χειρισμού είχε απόλυτο δίκιο. Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε τον προτεσταντισμό του Σημίτη. Είχε σχέδιο (ο Σημίτης) και το ΠΑΣΟΚ το πλήρωσε». Απολάμβανε μια φοβερή στήριξη από το σύνολο των ΜΜΕ, τα οποία, κατά τη διάρκεια που ήταν Υπουργός Πολιτισμού, κατηγορούσαν τους πάντες για τις καθυστερήσεις των Ολυμπιακών έργων εκτός από τον κατεξοχήν αρμόδιο υπουργό. Επίσης, ευθύνεται για την απώλεια των εκατομμυρίων ευρώ που είχε το δημόσιο από τις ρυθμίσεις χρεών των ποδοσφαιρικών και καλαθοσφαιρικών ανώνυμων εταιριών. Ως Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Ανδρέα χρεώνεται την ήττα της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο θέμα της πρώην «βασιλικής» περιούσιας. Εξάλλου, και κατά τη διάρκεια της περασμένης 4ετίας ο Βενιζέλος δεν υπερασπίστηκε τις επιλογές του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Με την στάση του έχει τεραστία ευθύνη στην ήττα του ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Την ώρα που τα εκατομμύρια των Ελλήνων ψηφοφόρων του και τα στελέχη του Κινήματος παρακολουθούσαν την εκλογική αναμέτρηση, ψάχνοντας να βρούνε τι έφταιξε, ο Βενιζέλος έκανε προσωπική πολιτική. Δήλωσε «παρών» στην επόμενη μέρα, λησμονώντας ότι τον Δεκέμβρη του 2003 είχε δηλώσει ότι «όταν σε χρειάζονται, και απών να είσαι σε φωνάζουν. Και να λες ότι είσαι παρών, αν δεν σε χρειάζονται, δεν σε φωνάζουν». Παρότι είναι ένας πολύ φιλόδοξος πολιτικός, το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό, όπως ανταπάντησε και ο ίδιος, εντούτοις η εκδοχή της δικής του φιλοδοξίας (με σαφέστατη έλλειψη αυτοσυγκράτησης και υπομονής και με εκρηκτικές αντιδράσεις) δεν συμβαδίζει με τους ηθικούς κανόνες της κεντροαριστεράς.
Στηρίζω, λοιπόν, τον Γιώργο Παπανδρέου όχι άκριτα, αλλά ασκώντας κριτική, χωρίς, ωστόσο, να έχω φτάσει και στην αμφισβήτηση του προσώπου και του ηγετικού του ρόλου. Πρωτίστως, όμως, τον στηρίζω όχι γιατί είναι πιο ωραίος ή πιο έξυπνος ή πιο ρήτορας από τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Άλλωστε, τέτοιου είδους κριτήρια δεν έχουν σχέση με την πολιτική, αλλά με επικοινωνιακά τρικ. Αντιθέτως, τον στηρίζω γιατί η Ελλάδα έχει ανάγκη από έναν ευρωπαίο ηγέτη με κοσμοπολίτικη αντίληψη για τα πράγματα. Να σκέφτεται οικουμενικά - να δρα ευρωπαϊκά -και να προτείνει εθνικά. Γιατί η σύγχρονη, σοσιαλδημοκρατική Αριστερά χρειάζεται να οριοθετήσει εκ νέου τις διαφορές της με την Νέα Δεξιά, να αντιληφθεί και να απαντήσει στα σύγχρονα πολιτικά διακυβεύματα. Γιατί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ δεν είναι επιφανειακά, επικοινωνιακά, προσωπικά ή συγκυριακά, αλλά στρατηγικά, κοινωνικά, πολιτικά και διαχρονικά. Γιατί δεν έχει ανάγκη ο τόπος την αναπαραγωγή ενός καθεστωτικού ΠΑΣΟΚ, που το ενδιαφέρει μόνον η διαχείριση της εξουσίας και την ζητάει πίσω πάση θυσία. Γιατί ανάγκη υπάρχει για ένα ΠΑΣΟΚ, που θα επιστρέψει στην εξουσία για να την κάνει εργαλείο μιας νέας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, ένα γνήσιο και αυθεντικό εκφραστή κοινωνικών και λαϊκών στρωμάτων, με επεξεργασμένες λύσεις, με εκπαιδευτικό προσανατολισμό, ένα Κίνημα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Γιατί το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται, επιτέλους, να γίνει πραγματικά ένα ανοιχτό, συμμετοχικό και δημοκρατικό κόμμα. Μια νέα δομή, η οποία να διασφαλίζει τη δράση, την αξιοκρατία και τη διαρκή ανανέωση. Η γραφειοκρατική δομή του ΠΑΣΟΚ επέτρεψε τη διαμόρφωση σκληρών, προσωποπαγώς ελεγχόμενων, στεγανών αναξιοκρατίας, εντός της κομματικής δομής. Δημιούργησε συνθήκες όχι ανανέωσης, αλλά διαδοχής των νυν στελεχών και μάλιστα ως επί το πλείστον από τους υπαλλήλους τους ή και από νεανικά άλλοθι παλαιοκομματικών ιδεών. Η απολιτική αυτό δομή υπήρξε βασική αιτία αφυδάτωσης του ΠΑΣΟΚ από τις δημιουργικές και κινηματικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να προχωρήσει σε μια νέα διακηρυκτική πράξη, που να βασίζεται στην παράθεση και εξειδίκευση συγκεκριμένων αρχών: αξιοκρατία, διαφάνεια, ολοκληρωμένη λαϊκή κυριαρχία, διεθνισμός, νέος πατριωτισμός, μαχητικός φιλειρηνισμός, πολύπλευρες διεθνείς συμμαχίες, ίσες και πολλαπλές ευκαιρίες για όλους, ευέλικτο και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, ανοιχτή κοινωνία, αντί- κομφορμιστικές νοοτροπίες, αριστερό ήθος, δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ανάπτυξη με προαπαιτούμενα την αλληλεγγύη και την οικολογία, διεύρυνση των δικαιωμάτων στη δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία για όλους, καλά αμειβόμενη και σταθερή εργασία, δύναμη και σεβασμός στον πολίτη, κοινωνία συνευθύνης. Γιατί μια υποψηφιότητα που εδράζεται σε πρόσκαιρη δημοσκοπική υπεροχή, επιφανειακή ρητορική δεινότητα, πολιτική ασάφεια έως ταύτιση με προϋπάρχουσες και ξεπερασμένες απόψεις συνιστά μεσοπρόθεσμα, βέβαιη συνταγή ήττας για το ΠΑΣΟΚ και πισωγύρισμα. Δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ παραγνωρίζει και αδιαφορεί για το μήνυμα των ψηφοφόρων.
Ο Γιώργος Παπανδρέου κατηγορείται γιατί απέτυχε να αλλάξει ριζικά το μεταπολιτευτικό, γραφειοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Η άλλη λύση συμβολίζει και εκφράζει σε κορυφαίο επίπεδο αυτό ακριβώς το μεταπολιτευτικό, γραφειοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Στην παρούσα φάση η μόνη επιλογή που προσφέρει τα παραπάνω είναι η παραμονή του Γιώργου Παπανδρέου στην προεδρεία του ΠΑΣΟΚ…

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

“Η αποδόμηση του πολιτικού λόγου”

«“Είναι κακό να λέγει κανείς λόγια του αέρα” (Όμηρος)»

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι φορές που δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα με μονολεκτικές απαντήσεις. Στην προβληματική αντιμετώπισης των πολιτικών ζητημάτων καθοριστικό είναι να χρησιμοποιούνται βασικά δύο ερωτήματα· το “γιατί” και το “πώς”. Με το πρώτο απ’ αυτά αναζητούνται τα αίτια που γεννούν το οποιοδήποτε πρόβλημα, ενώ με το δεύτερο καταγράφονται οι μέθοδοι επίλυσής του.
Ο πολιτικός λόγος για να έχει ουσία, νόημα και αξιοπιστία για τον πολίτη δεν πρέπει να αρκείται μόνον στην καταγραφή και κατάδειξη των προβλημάτων, των γενεσιουργών αιτίων τους, αλλά και αυτών που ευθύνονται γι’ αυτά - άλλωστε οι πολίτες είτε τα αντιλαμβάνονται μέσω της ενημέρωσής τους από τα ΜΜΕ, είτε τα υποπτεύονται, ανάλογα με το βαθμό της συνειδητότητάς τους - αλλά θα πρέπει να προχωρά και στην καταγραφή των συγκεκριμένων μεθόδων και ενεργειών, θεμελιωμένων σε λογικά επεξεργασμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους, στις οποίες προτίθεται να προχωρήσει έκαστο των κομμάτων εξουσίας πρωτίστως, στην περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, μέσω των οποίων θα μπορέσουν να επιλυθούν, ως λ.χ. “γιατί” και “πώς” για το ασφαλιστικό, το εξωτερικό χρέος, την δημοσιονομική εξυγίανση, την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία, κ.ο.κ..
Η διαδικασία αυτή στον μεν πολίτη θα παράσχει επαρκή γνώση για τον τρόπο και την μεθοδολογία, με τις οποίες πρόκειται να πολιτευτεί ένα κόμμα, για το δε τελευταίο αποτελεί αντίστοιχη δέσμευση, στα πλαίσια μιας άτυπης "κοινωνικής συμφωνίας", η οποία θα αποκλείει τους αιφνιδιασμούς και βεβαίως θα επιφέρει και το ανάλογο κόστος για κείνο το κόμμα που θα τολμήσει να παραβιάσει αυτή την "συμφωνία".
Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ως κόμματα εξουσίας, στάθηκαν προεκλογικά στην προβολή των διαφορών τους αναφορικά με την κατάσταση της οικονομίας, την κρατική παρέμβαση και τον τρόπο άσκησης της κοινωνικής τους πολιτικής. Και το μεν ΠΑΣΟΚ αναφερόταν στο Πρόγραμμά του, που, πλην ελαχίστων, κανείς στην πραγματικότητα δεν γνώριζε, η δε ΝΔ αναφερόταν στις προεκλογικές δεσμεύσεις της …του 2004, καθόσον δεν εμφάνισε κάποιο νέο Πρόγραμμα.
Ο κ.Καραμανλής για να ξεφύγει από τη θέση του απολογούμενου, για τις ολιγωρίες και την εικόνα διάλυσης που παρουσίασε ο κρατικός μηχανισμός τους θερινούς μήνες επέλεξε αφενός μεν να προκηρύξει εκλογές εν μέσω των καλοκαιρινών διακοπών, αφετέρου δε να αποφύγει τις εντάσεις και διέπρεψε στη στρατηγική του να μεταπηδά από το ένα θέμα στο άλλο, αποφεύγοντας, παράλληλα, να δίνει συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις για το πώς εννοούσε ότι θα ολοκληρώσει τις «μεταρρυθμίσεις» που ευαγγελιζόταν. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ αναλώθηκε στο να καταγγέλλει τη Ν.Δ. ως ανίκανη, ότι κυβερνά χωρίς Πρόγραμμα και ότι ο Πρωθυπουργός είναι άφαντος από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Αποτέλεσμα της άνευ ουσίας αψιμαχίας και του χαρακτηριζομένου από γενικευμένη ασάφεια και αοριστία πολιτικού λόγου, τον οποίο ο λαός ονοματίζει “ξύλινη γλώσσα” και στον οποίο ο γράφων έχει προσδώσει τον τίτλο “η γλώσσα της ακατανοησίας”, ήταν ότι καθ’όλη τη διάρκεια της σύντομης προεκλογικής περιόδου για μια σειρά προβλημάτων, διεκδικήσεων και μέτρων που αφορούν την καθημερινή ζωή των Ελλήνων να έχει λάμψει δια της απουσίας του ένας περιεκτικός και απολύτως κατανοητός πολιτικός αντίλογος και μια υψηλού επιπέδου αντιπαράθεση ιδεών.
Η εμμονή στη διάρθρωση του πολιτικού λόγου με γενικευμένες ρητορικές αναφορές περί μεταρρυθμίσεων, τομών και αλλαγών δεν είναι τυχαία, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία στόχο έχει να παραπληροφορεί και αποπροσανατολίζει τον πολίτη, συρρικνώνοντας τις ιδεολογικοπολιτικές και εκλογικές επιλογές του και αποσκοπώντας κατ’ουσίαν στον λαϊκίζοντα επικοινωνιακό εντυπωσιασμό του.
Οι κραυγαλέες αυτές ελλείψεις αποδεικνύουν όχι μόνον ότι η πολιτική έχει αποστασιοποιηθεί από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και έχει αναδειχθεί σε ένα ευτελές “παιχνίδι” εξουσίας και επικοινωνίας, αλλ’ επιπροσθέτως – και αυτό είναι το κυριότερο - ότι το πολιτικό μας σύστημα διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία εκδηλώνεται με την διογκούμενη δυσαρέσκεια και εν πολλοίς αδιαφορία των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα, τους πολιτικούς θεσμούς και τις πολιτικές εξελίξεις.
Δεν είναι, επομένως, παράξενο το ότι η τελική δημοκρατική κρίση των πολιτών, όπως αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές, με την καταψήφιση των κομμάτων εξουσίας και την διασπορά ψήφων σε μικρότερα κόμματα, δεν αποτυπώνει στη πραγματικότητα τις αληθινές τους επιθυμίες-προτιμήσεις ως προς τις προοπτικές της κοινωνικής μεταβολής, αλλ’ αντιθέτως φέρει τα χαρακτηριστικά έκφρασης δυσαρέσκειας, η οποία με τη σειρά της αντανακλά την κρίση που διέρχεται η πολιτική…

“Η απο-ιδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου και η κρίση της πολιτικής”

“Είναι κακό να λέγει κανείς λόγια του αέρα” (Όμηρος)»

Με αφορμή την τελευταία προεκλογική περίοδο και την αυτοκριτική που ξεκίνησε ήδη στο ΠΑΣΟΚ, προκρίθηκε αναγκαία η καταγραφή του παρόντος πονήματος, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια τόσο η πολιτική, όσο και ο πολιτικός λόγος, όπως εκφέρεται από τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας.

Συγκεκριμένα, η πολιτική έχει βαθμιαία αποδεσμευτεί από το κοινωνικό της περιεχόμενο και έχει αναδειχθεί σε ένα “παιχνίδι” εξουσίας και επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας ότι το πολιτικό μας σύστημα διέρχεται βαθιά κρίση, η οποία εκδηλώνεται με την διογκούμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς θεσμούς, στο διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της κυβερνώσας ελίτ και της «αναιμικής» κοινωνίας των πολιτών, στην πρόδηλη αδιαφορία των πολιτών για τις πολιτικο-εκλογικές διαδικασίες και στην αυξανόμενη ροπή προς την ψήφο διαμαρτυρίας και τον λαϊκισμό.

Ως αντιστάθμισμα προκρίνεται η επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή κάτω από το αναλυτικό πρίσμα δύο διαφορετικών προσεγγίσεων:

(α) ως διαδικασία μεταστροφής της πολιτικής από την ανούσια «επικοινωνία» και τις δηλώσεις προθέσεων, στην αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση των κρίσιμων θεσμικών, διαρθρωτικών, πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων (πολιτική πρακτική) και

(β) ως διαδικασία διεύρυνσης των δημοκρατικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη μέσω της συστηματικής ανάδειξης εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και διλημμάτων πολιτικής (πολιτικός προγραμματικός λόγος).

Η παρούσα κριτική ανάλυση εντάσσεται στο πλαίσιο της δεύτερης προσέγγισης, με κριτήριο την επισήμανση ορισμένων σημείων που καταλαμβάνουν συγκριτικά μικρότερη έκταση.

Η προσεκτική αξιολόγηση του προγραμματικού λόγου των πολιτικών κομμάτων που διεκδικούν κυβερνητική πλειοψηφία αναδεικνύει ένα μείζον πολιτικό «έλλειμμα»: ο πολιτικός λόγος δεν αρθρώνεται στη βάση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών και επιχειρημάτων, αντιθέτως, διακρίνεται από γενικευμένη ασάφεια και αοριστία.

Εναλλακτικά, οι προτάσεις πολιτικής δεν θεμελιώνονται σε λογικά επεξεργασμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους, ώστε να συνθέτουν ένα πλέγμα πολιτικών διλημμάτων και επιλογών, αλλά συγκροτούνται στη βάση μίας φαινομενικής καθολικότητας.

Ο πολιτικός λόγος διολισθαίνει σε ένα συνειδητό εξωραϊσμό που συρρικνώνει τις ιδεολογικο-πολιτικές και εκλογικές επιλογές του πολίτη. Συνολικά, η σχετική αποστέρηση των προγραμματικών δεσμεύσεων από ουσιαστικά πολιτικά διλήμματα αποτυπώνει τη συστηματική αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου.

Η τεκμηρίωση αυτή προκύπτει από την διερεύνηση του προγραμματικού πολιτικού λόγου των κομμάτων «εξουσίας» ως προς την πειστικότητα ή και την επαρκή αιτιολόγησή του σε σημαντικά πολιτικά ερωτήματα-διλήμματα.

Επί της ουσίας, η πολιτική ρητορική των κομμάτων σχετικά με τους κεντρικούς πολιτικούς σχεδιασμούς που επιλέγουν («μεταρρυθμίσεις», «δίκαιη κοινωνία») δεν επικεντρώνεται στα ουσιώδη ζητήματα πολιτικής. Επομένως, ούτε επαρκείς εξηγήσεις δίδει, ούτε αξιόπιστη πληροφόρηση παρέχει ως προς αυτά.

Ενδεικτικά, ορισμένα κρίσιμα θέματα πολιτικής που ελάχιστα -ή καθόλου- διατυπώθηκαν στο δημόσιο πολιτικό λόγο κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο είναι τα ακόλουθα:

• ποια είναι η λογική και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων που επιλέγονται σε κάθε τομέα πολιτικής; (ποιες είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές και όχι άλλες;),

• πώς ανατρέπει το status quo κάθε μεταρρύθμιση και ποια είναι η νέα ισορροπία που προκύπτει; (ποιος χάνει και ποιος κερδίζει κάθε φορά;),

• πώς διανέμονται τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων και πώς κατανέμεται το συνολικό κόστος;

• ποια είναι η καταλληλότερη στιγμή για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και γιατί;,

• ποιος είναι ο ακριβής προσδιορισμός της «δίκαιης κοινωνίας» και ποιοι είναι οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που πραγματώνουν τα ιδεώδη της;

• πώς επιτυγχάνεται η δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος και πώς διαμορφώνεται η σχέση ανταλλαγής μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής αποτελεσματικότητας;

Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις και οι πιθανές πολιτικές απαντήσεις που προκύπτουν ως απαντήσεις στα παραπάνω διλήμματα προσδιορίζουν τη μελλοντική κατεύθυνση του κοινωνικού και δημόσιου βίου. Συνολικά, οι διαθέσιμες πολιτικές που προκρίνει κάθε πολιτικός σχηματισμός οριοθετούν αφενός τις ιδεολογικές-προγραμματικές του προτιμήσεις και αφετέρου το πλήθος των πολιτικών-εκλογικών επιλογών του πολίτη.

Ωστόσο, η συνειδητή τακτική της μη ανάδειξης των εναλλακτικών πολιτικών διλημμάτων και η εμμονή του πολιτικού λόγου σε γενικές αναφορές περί μεταρρυθμίσεων, τομών και αλλαγών, συντείνει στην ελλιπή πληροφόρηση, στον αποπροσανατολισμό και τελικώς στη συρρίκνωση των δεδομένων επιλογών του πολίτη. Ακόμη χειρότερα, η προσαρμογή του πολιτικού λόγου στο παιχνίδι του επικοινωνιακού ανταγωνισμού αναδεικνύει στρεβλά διλήμματα δημαγωγικού τύπου.

Εν κατακλείδι, η τελική δημοκρατική κρίση των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στις εκλογές με τη ψήφο τους, δεν αποτυπώνει στη πραγματικότητα τις αληθινές τους επιθυμίες-προτιμήσεις ως προς τις προοπτικές της κοινωνικής μεταβολής. Αντιθέτως, τείνει να αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας και επιλογής στρεβλών διλημμάτων, η οποία με τη σειρά της αντανακλά την κρίση που διέρχεται η πολιτική…

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

“Νίψον Ανομήματα, μή μόναν Όψιν”*

* (ξέπλυνε τις αμαρτίες σου, όχι μόνον το πρόσωπό σου)
«“Πρόσεχε μη χάσεις την ουσία, πιάνοντας τη σκιά” (Αίσωπος)»
Ο ελληνικός λαός στις 16 του Σεπτέμβρη έκρινε σε ένα μεγάλο βαθμό αρνητικά το ΠαΣοΚ. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν αποκάλυψαν ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ., παρότι προσπάθησε να κουκουλώσει τις αδυναμίες του, έμεινε ως κόμμα σε παλαιά πρότυπα και πλαίσια, με αντιλήψεις που πολλές φορές περισσότερο είχαν σχέση με τη δημιουργία προσωπικών μηχανισμών, παρά με την προσφορά υπηρεσιών προς τη δημοκρατική παράταξη και τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί.
Χρειαζόταν ήδη από το 2004 να γίνει ριζική αλλαγή, ώστε το κόμμα να λειτουργήσει όχι για την εξυπηρέτηση των μελών και των φίλων, αλλά για την ουσιαστική συμμετοχή, την παραγωγή πολιτικής, χωρίς μηχανισμούς και υπέρμετρες προσωπικές φιλοδοξίες και υπέρ του κοινού συμφέροντος, πέραν μιας αντίληψης κάποιων που θεωρούσαν το ΠαΣοΚ ως αναβατήρα προς την εξουσία, χωρίς να παραβλεφθεί και η ύπαρξη κάποιων προσώπων που προβλημάτισαν με συμπεριφορές και στάσεις όλα αυτά τα χρόνια, που δεν ανταποκρίθηκαν στις ευθύνες που ανέλαβαν και δεν άξιζαν την εμπιστοσύνη του λαού.
Μολαταύτα, η απογοήτευση από την οδυνηρή ήττα των εκλογών, αντί να οδηγήσει στην έναρξη μιας πραγματικής και όχι κατ’ επίφασιν αποτίμησης των αιτιών της και στην αναγκαία αυτοκριτική, βρήκε διέξοδο στην στοχοποίηση ως «αποδιοπομπαίου τράγου» του νυν προέδρου Γ.Παπανδρέου και στην προβολή του διλήμματος "με ποιον είσαι; Με τον Παπανδρέου ή με τον Βενιζέλο;", δίλημμα το οποίο ήδη διχάζει τα εκατομμύρια των πολιτών, τα εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένα μέλη, τις χιλιάδες των στελεχών, τους φίλους και τα μέλη του ΠαΣοΚ.
Κι ακολούθως άρχισε μια ακατανόητη “πλειοδοσία” από τα στελέχη του ΠαΣοΚ, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της παραφροσύνης, για το ποιος είναι με ποιόν, ωσάν να είναι αυτό το μοναδικό πρόβλημα (σ.σ. από πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis για τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, προκύπτει ότι οι πολίτες σε ποσοστό 49,3% εκτιμούν ότι το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ βαθύτερο από το θέμα της ηγεσίας) και εξαρτάται τάχα αποκλειστικά απ’ αυτούς ο ορισμός του νέου ηγέτη. Κανείς δεν μπορεί να έχει το τεκμήριο του αδιάφθορου κριτή των πάντων. Γνωστό είναι, άλλωστε, ότι όσοι είχαν την ισχύ να επιβάλλουν τον εαυτό τους ως αρχάγγελο της κρίσης, εν τέλει έγιναν δικτάτορες. Αυτή τη διαδικασία άλλοι μεν χαρακτήρισαν ως ελευθερία έκφρασης και άλλοι δε επιχείρησαν να τη χαλιναγωγήσουν.
Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι ο τρόπος όπως τέθηκε το δίλημμα, αλλά και η συστράτευση σε εσωκομματικά στρατόπεδα, προμηνύουν εμφύλια σύρραξη και διάλυση του ΠαΣοΚ; Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να κινδυνεύσει γιατί έχει ενωμένη λαϊκή βάση, γιατί έχει αποδείξει ιστορικά ότι, στις κρίσιμες στιγμές, μπορεί να συνθέσει διαφορετικές απόψεις και προτάσεις, φθάνει να μην πάμε σε μία μάχη εσωκομματικών χαρακωμάτων με στρατόπεδα που υποστηρίζουν δύο αρχηγούς, αλλά σε μία ευρύτερη διαδικασία σύνθεσης και επικοινωνίας ανάμεσα σε όλες τις φωνές που μπορεί να υπάρχουν στο ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Άλλωστε, ποιος τελικά θα δώσει το χρίσμα στον νέο ηγέτη του ΠαΣοΚ; Αυτός που θα ηγηθεί, πρέπει να τον επιλέξει η ίδια η κοινωνία – εκλογική βάση του ΠαΣοΚ. Η κοινωνία είναι ο κριτής. Κι αυτόν που θα δείξει η κοινωνία ότι πρέπει να ηγηθεί, τότε θα έχει και καλή τύχη και θα επιτύχει. Το να υποστηρίζει, επομένως, κάποιος δημόσια κάποιον και να του δίνει μάλιστα το χρίσμα με το έτσι θέλω, πέραν της όποιας επιχειρηματολογίας, στην ουσία αποτελεί προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης προς την μια ή την άλλη επιλογή.
Στη παρούσα χρονική στιγμή επιτακτική ανάγκη είναι να κοπάσει η διπολική αναμέτρηση και να δοθεί το δικαίωμα και η δυνατότητα στο να ακουστούν όλες οι απόψεις νηφάλια, ώστε να πάμε σε μία σύνθεση επί της ουσίας. Άλλωστε, έχουν ήδη δρομολογηθεί οι διαδικασίες για την εκλογή προέδρου και είναι σαφές ότι οφείλει το ΠαΣοΚ, εκτός από αυτόν, να επιλέξει και φυσιογνωμία, πολιτική τοποθέτηση, ιδεολογικό προσανατολισμό.
Στις 12 Νοεμβρίου, ό,τι και να γίνει, όλοι θα είμαστε μαζί. Σ’ αυτό το διάστημα εκείνο που προέχει είναι η διατήρηση των καλών σχέσεων μεταξύ των στελεχών, να μην υπονομεύονται οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι και να τηρηθεί η ενωτική στάση με σεβασμό στον νυν πρόεδρο Γ. Παπανδρέου…
Υ.Γ.1: Αναγκαία είναι η υπόμνηση προς τους αμνήμονες “κριτές”, και τους πιο μεγάλους, αλλά και τους πιο μικρούς, ότι κι αυτοί κρίνονται. Και μάλιστα από τις ίδιες τους τις κρίσεις. «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν»…
Υ.Γ.2: Η υποψηφιότητα του κ.Σκανδαλίδη που ανακοινώθηκε μετά την ολοκλήρωση του παρόντος άρθρου, έρχεται να επιβεβαιώσει τις απόψεις του γράφοντος και να συμβάλλει στην εκτόνωση της κρίσης και στην ενίσχυση της ενότητας του ΠαΣοΚ.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

"Τω κρατίστω"

Το 324 π.Χ., με τον αδόκητο θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου η αυτοκρατορία του στάθηκε αδύνατο να συντηρηθεί ενιαία. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος «φρόντισε» για αυτό, αποφεύγοντας να ορίσει διάδοχο. Στην ερώτηση σε ποιόν αφήνει την διαδοχή απάντησε "τώ κρατίστω", οπότε οι στρατηγοί και φίλοι του έσπευσαν να διεκδικήσουν όλοι την κυριότητα της τεράστιας αυτοκρατορίας. Ακόμη και πρόσωπα που ελάχιστο ή και κανένα ρόλο έπαιξαν στην κατάκτηση της Ασίας, προέκυψαν διεκδικητές της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε δημιουργηθεί ποτέ. Οι δύο πρώτοι από τους διεκδικητές εμφανίστηκαν κυριολεκτικά πάνω από το νεκροκρέβατο του Αλέξανδρου, αφού οι πρώτες διαμάχες ξέσπασαν αμέσως μετά το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη. Βεβαίως οι Ελληνιστικοί μονάρχες ό,τι γενικώς τους έλειπε σε διοικητική και κυβερνητική παιδεία, το αναπλήρωναν και με το παραπάνω σε μεγαλομανία και ματαιοδοξία, με αποτέλεσμα να χαθεί για πάντα η Ασία.
Στα καθ’ ημάς, ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές και η Ελλάδα παραμένει σε Κεντροδεξιά πορεία, παρότι πλήρωσε με μια σημαντική πτώση ψήφων και εδρών τα οικονομικά σκάνδαλα και τις πυρκαγιές του Αυγούστου. Καλείται, έτσι, η Ν.Δημοκρατία αποψιλωμένη και αποδυναμωμένη να δώσει λύσεις για την αποκατάσταση των πληγέντων από τις φωτιές στην Πελοπόννησο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το δημόσιο χρέος, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Παράλληλα, εισέρχεται για πρώτη φορά τα τελευταία 30 χρόνια στη Βουλή το κόμμα της άκρας δεξιάς (ΛΑ.Ο.Σ.), ενώ σε άνοδο είναι και τα δυο κόμματα της αριστεράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται...
Στον απόηχο των εκλογών αυτών κλυδωνίζεται η πολυθρόνα του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, του μεγάλου ηττημένου αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, ο οποίος έσπευσε να αναλάβει αμέσως τις ευθύνες του και ζήτησε την άμεση έναρξη των κομματικών διαδικασιών εκλογής προέδρου, καθόσον για πρώτη φορά μετά το 1981 το ΠΑΣΟΚ μένει στην αντιπολίτευση για δεύτερη συνεχή τετραετία, αποσπώντας παράλληλα το χαμηλότερο ποσοστό.
Τα αίτια της βαριάς εκλογικής ήττας είναι σαφή: Η λαϊκή εντολή που δόθηκε στον Γιώργο Παπανδρέου “άλλαξέ τα όλα” δεν εκτελέστηκε στο έπακρον, αφού το ΠΑΣΟΚ δεν έγινε καλύτερο, δεν έπεισε. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να γίνει και πάλι ένα πραγματικό κίνημα δίκαιων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών. Ο λαός μάς θέλει ανατρεπτικούς και καινοτόμους. Καλούμαστε να αποδείξουμε στη πράξη, με τις θέσεις μας, την πρακτική μας, τη στάση μας, τις αντιλήψεις μας, την αυτοκριτική μας, το ύφος και το ήθος μας, ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Με την σαφή οριοθέτησή μας απέναντι στην συντήρηση και τις δικές της αντιλήψεις. Ο αγώνας για την υπεράσπιση των εργαζομένων, των αγροτών, των μισθωτών, των συνταξιούχων, των νέων και των κεκτημένων και των δημοκρατικών δικαιωμάτων έπρεπε να είχε ξεκινήσει προ πολλού. Τώρα δεν απομένει πάρα να ξεκινήσει από αύριο.
Η ανάγκη να γυρίσουμε σελίδα είναι ώριμη και επιβεβλημένη για το καλό της παράταξης και της χώρας. Στη προσπάθεια αυτή όσοι αδράνησαν, συνέργησαν, σιώπησαν, ανέχθηκαν προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις που δεν έχουν καμία σχέση με το προοδευτικό πολιτικό χώρο ή συνέβαλαν στη σύγχυση γύρω από το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο του Κινήματος, αλλά και όσοι υποβάθμισαν την αξία των οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ ή ακύρωσαν στην πράξη τη συλλογική πολιτική λειτουργία έχουν χρέος σε πρώτη φάση να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Όσο για το ανακύψαν ζήτημα εκλογής Προέδρου στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει και καταστατικό και εσωτερική δημοκρατία, με βάση τα οποία θα πρέπει να δρομολογηθούν οι εξελίξεις. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρθούν αποφάσεις εν θερμώ, ούτε και πρέπει να διεξάγονται αγώνες διαδοχής πάνω από το νεκροκρέβατο του ΠΑΣΟΚ. Χρειάζεται, πρωτίστως, ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Η όποια αλλαγή του Προέδρου μπορεί να φέρει κάποια πρόσκαιρη νέα δυναμική στο κόμμα και στους απογοητευμένους οπαδούς μας, δεν πρόκειται, όμως, να αλλάξει ριζικά την τύχη του εάν δεν ξεκαθαρίσει άμεσα τις θέσεις και την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει. Άλλωστε, τον πρόεδρο του κόμματος τον εκλέγει κατ’ ουσίαν ο ίδιος ο λαός. Γι’ αυτό κυρίαρχη ανάγκη στο ΠΑΣΟΚ είναι η σύγκληση ενός συνεδρίου επανίδρυσης, στο οποίο, παράλληλα, με το ζήτημα της ηγεσίας, θα πρέπει να αξιολογηθούν οι θέσεις όλων, να γίνει μια ουσιαστική αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος και να απαντηθούν τα κεφαλαιώδη ερωτήματα «ποιοί είμαστε, πού θέλουμε να πάμε τη χώρα και πώς πρόκειται να πολιτευτούμε».
Την προσπάθεια ανασυγκρότησης που ξεκίνησε θα στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις, καθόσον στόχος όλων μας θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός αριστερόστροφου ΠΑΣΟΚ, νικηφόρου και αποτελεσματικού. Αρωγός μας ας είναι η ίδια η ιστορία, η οποία μπορεί να μας προφυλάξει από τις δυσμενείς συνέπειες που έγραψε για άλλους, ειδάλλως αβίαστα θα μας καταχωρήσει στα κατάστιχα των κεφαλαίων της περί των τραγικών λαθών…