Κυριακή 11 Μαρτίου 2007

Όταν η βία προκαλεί…


Μόλις προχθές νέες εικόνες ντροπής εμφανίστηκαν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Σε θάλαμο αερίων μετατράπηκε η πλατεία Συντάγματος, ενώ άγριες οδομαχίες μαίνονταν στο κέντρο της Αθήνας κατά το συλλαλητήριο. Oμάδες νεαρών έκαψαν με βόμβες μολότοφ το φυλάκιο στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ άλλοι έκαψαν την ελληνική σημαία!!
Μέχρι τις 7 το βράδυ είχαν προσαχθεί περίπου 60 άτομα στην Aσφάλεια, ενώ λίγο μετά τις 6.30 σημειώθηκε δεύτερο σοβαρό επεισόδιο στη διασταύρωση Όθωνος και Αμαλίας. Ομάδες νεαρών συγκρούστηκαν με δυνάμεις των ΜΑΤ με πέτρες και κομμάτια μάρμαρο, που έσπασαν από την πλατεία Συντάγματος. Οι αστυνομικοί έκαναν εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και διέλυσαν ξανά την πορεία, ο κύριος όγκος της οποίας κατευθύνθηκε προς την οδό Ερμού, ενώ ένα τμήμα της υποχώρησε προς την οδό Πανεπιστημίου.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά από την Αστυνομία, τα επεισόδια ξεκίνησαν περί τις 4 το απόγευμα, όταν ομάδα διαδηλωτών επιχείρησε να σπάσει τον αστυνομικό κλοιό έξω από τη Βουλή, πετώντας πέτρες και άλλα αντικείμενα. Οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν χρήση χημικών, με αποτέλεσμα η πορεία να κοπεί στα δύο. Στην Πανεπιστημίου οι αστυνομικοί έκαναν χρήση δακρυγόνων για να τους διαλύσουν. Ταυτόχρονα, ομάδες νεαρών έκαψαν με βόμβες μολότοφ το φυλάκιο του επόπτη στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ για αρκετή ώρα συνεχίστηκαν τα επεισόδια και σε εκείνο το σημείο.
Το «μπλοκ» που κατέβηκε την Πανεπιστημίου, αφού έφτασε στα Προπύλαια, γύρισε από την οδό Πεσματζόγλου στη Σταδίου, για να ανέβει και πάλι στη Βουλή. Στο ύψος της οδού Χρήστου Λαδά όμως, τα ΜΑΤ τους έκοψαν το δρόμο και δημιουργήθηκε νέα ένταση, η οποία εκτονώθηκε λίγο αργότερα, χωρίς να γίνουν επεισόδια, αφού τους επετράπη να προχωρήσουν προς τη Βουλή. Εκεί σημειώθηκαν νέα επεισόδια, που οδήγησαν σε μια ακόμα διάλυση της πορείας. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, απομακρύνθηκαν και οι εύζωνοι, που ήταν αδύνατο να παραμείνουν, λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας από τα χημικά και τον κίνδυνο από τις μολότοφ και τις πέτρες. Οι δυνάμεις της Αστυνομίας συνέχιζαν τις προσαγωγές. Παράλληλα, ο αντεισαγγελέας Εφετών, Ισίδωρος Ντογιάκος, έλαβε εντολή από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, Γιώργο Κολιοκώστα, να μεταβεί με ομάδα τεσσάρων εισαγγελέων στη Γ.Α.Δ.Α., προκειμένου να σχηματισθούν δικογραφίες και να ασκηθούν διώξεις σε βάρος συλληφθέντων των επεισοδίων κατά τη διάρκεια του πανεκπαιδευτικού συλλαλητηρίου.
Την ίδια ώρα, στα Προπύλαια, περίπου 100 κουκουλοφόροι καταλάμβαναν το κτίριο της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έξω από το χώρο του Πανεπιστημίου βρίσκονταν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Με ανακοίνωσή τους οι καταληψίες ζητούν απόσυρση του νόμου πλαισίου, απελευθέρωση των συλληφθέντων, απελευθέρωση «του Γερμανού φοιτητή Τίμο Μπέχρεντ που συνελήφθη στις 20 Φεβρουαρίου και κρατείται στις φυλακές Κομοτηνής». Καλούν επίσης σε συγκέντρωση στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων, την Παρασκευή στις 9:00 και συγκέντρωση στην Πρυτανεία, στις 18:00 την ίδια ημέρα και διαδήλωση. Την ίδια ώρα, το Συντονιστικό των Γενικών Συνελεύσεων καλεί σε συγκέντρωση και πορεία στο Πολυτεχνείο. «Η κυβέρνηση επιστράτευσε την πιο άγρια εκδοχή της αστυνομικής τρομοκρατίας για να καταστείλει το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των 40.000 φοιτητών και πανεπιστημιακών» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα και ζητεί την απελευθέρωση των συλληφθέντων.
Επειδή το φαινόμενο αυτό δεν είναι μεν το μοναδικό, τουναντίον συνέβη και στην Θεσσαλονίκη, ξεπέρασε, όμως, σε ένταση κάθε προηγούμενο για το λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις και υπενθυμίσεις.
Ο πολυπράγμων Αριστοτέλης, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι: «η Δημοκρατία είναι το άριστον πολίτευμα που ο πολίτης έχει την δύναμη, την γνώση και την θέληση να άρχει, αλλά και να άρχεται επί τη βάσει των Νόμων και της Αρετής» και συνέχισε «η άκρατος ελευθερία οδηγεί στην δημαγωγία και στην οργανική αποσύνθεση της κοινωνίας αν ο πολίτης δεν διδαχθεί την αυτοπειθαρχία που οδηγεί στην σωτηρία».
Στις μέρες μας ο πολίτης δεν έχει ούτε τη δύναμη, ούτε τη γνώση να άρχει και να άρχεται, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι ο πολίτης δεν γεννιέται, αλλά γίνεται, υπό την έννοια ότι πρέπει να εκπαιδευτεί ο νέος άνθρωπος για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ως πολίτης (“η αγωγή του πολίτη”). Τώρα το ποιος θα είναι αυτός που θα αναλάβει να τον εκπαιδεύσει για την Αρετή, την αυτοπειθαρχία, κ.α., με τι είδους υλικό και ποιες γνώσεις αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία (…), καθόσον το ομώνυμο μάθημα, που διδάσκεται στα σχολεία, στερείται ενδιαφέροντος από απόψεως περιεχομένου και μεθοδολογίας και αποτελεί κατ’ ουσίαν ώρα για χαλάρωση διδασκόντων και διδασκομένων.
Μερίδα των πολιτών, είτε πρόσκειται σε κάποιο επίσημο πολιτικό χώρο, είτε όχι, έχει παρανοήσει ότι κανένα πρόβλημα δεν λύνεται με τη βία, ότι η χρήση βίας υπονομεύει εκείνα τα μεγάλα ιδανικά, τα οποία υποτίθεται ότι προσπαθεί να περισώσει και ότι, αντιθέτως, πρέπει να έχει ως κανόνα στη ζωή του “ποτέ να μη σε νικήσει η βία, ώστε να μισείς και να ποδοπατάς τη δικαιοσύνη” (“Μηδ’ η βία σε μηδαμώς νικησάτω τόσο ουδέ μισείν ώστε την δίκην πατείν”). Και στη προκειμένη περίπτωση, η προσφυγή στη βαρβαρότητα πρώτιστα αποσκοπεί στην συγκάλυψη των ελαττωμάτων του πνεύματος.
Από την άλλη, η διαδήλωση ως μαζική λαϊκή πολιτική κινητοποίηση προϋπόθετε πάντοτε ένα ορισμένο πάθος για την πολιτική. Προϋπόθετε τη θέληση των πολιτών να συμμετέχουν ως ενεργά υποκείμενα στην πάλη για μια κοινή υπόθεση. Αντίθετα, όταν μια διαδήλωση εξελίσσεται σε κινητοποίηση του όχλου, τότε η τυφλή δύναμη των αριθμών γίνεται η μόνη φιλοσοφία. Το άτομο, που ανήκει στον όχλο δεν είναι πια το ίδιο, χάνει τη συνειδητή προσωπικότητά του και μεταβάλλεται σε ένα αυτόματο, που δεν το καθοδηγεί πλέον η θέλησή του. Αυτονόητο αποτέλεσμα της μεταβολής αυτής είναι και η καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, αλλά και η υβριστική μεταχείριση εθνικών συμβόλων.
Υπάρχει μια αξεπέραστη αντινομία μεταξύ ουτοπίας και δημοκρατίας. Ο οποιοσδήποτε είναι μεν ελεύθερος να επιθυμεί την ουτοπία, από τη στιγμή, όμως, που γίνεται μέλος του όχλου, αποκρύπτει τα φυσικά χαρακτηριστικά του με την χρήση κουκούλας κ.λ.π. και ακολούθως επιδίδεται σε βανδαλισμούς, τότε γυρίζει την πλάτη στη δημοκρατία. Άλλωστε, ποτέ και πουθενά η δημοκρατία δεν ιδρύθηκε από δειλούς, ούτε και διατηρήθηκε από δειλούς. Δυστυχώς, όμως, η δημοκρατία έχει και το τίμημά της…
Η δημοκρατία μπορεί να μην αρέσει σε ορισμένους ή να μην την κατανοούν, ιδίως μάλιστα σ’ αυτούς που, ταχθέντες, ως μειοψηφία, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, την εκλαμβάνουν εκ συστήματος ως την δικτατορία της πλειοψηφίας, μολαταύτα, θεωρείται εύστοχα ως το χειρότερο καθεστώς διακυβέρνησης, αν εξαιρέσουμε όλα τα άλλα καθεστώτα που έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα και το καλύτερο, γιατί προσφέρει τη δυνατότητα για διορθώσεις. Ούτε, βέβαια, αποτελεί τον παράδεισο, όπου πηγαίνει μια χώρα, αφού λύσει τα προβλήματά της, αλλά η μέθοδος για την επίλυσή τους και για να επιβιώσει, αλλά και να αποκτήσει βάθος έχει ανάγκη από αξίες.
Η ίδια η ποιότητα της δημοκρατίας μετριέται κυρίως με τα “τρέχοντα”, από την ικανότητά της δηλαδή να μετατρέπει σε καθημερινή πράξη την προσήλωσή της σε θεμελιώδεις “αρχές” και “αξίες”, λέξεις και έννοιες με πλούσιο ιστορικό και περιεχόμενο, αλλά που τείνουν να διαγραφούν από το σύγχρονο νεοελληνικό λεξιλόγιό μας.
Κι εδώ η ευθύνη ανήκει σε όλους και πρώτιστα στα κόμματα και τις κομματικές οργανώσεις, οι οποίες οφείλουν να σέβονται τη Δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, άσχετα εάν διαφωνούν με τους χειρισμούς του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Δεν ζούμε σε μια άναρχη κοινωνία, ούτε απαγορεύεται η εκδήλωση της διαφωνίας, απεναντίας μάλιστα υπάρχουν επιτρεπτοί κανόνες συμπεριφοράς, ακόμη και για την εκδήλωση της διαφωνίας, είτε την συμμερίζονται οι λοιποί, είτε όχι.
Αν, όμως, επιθυμούν την κατάλυση της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση κάποιου άλλου πολιτικού συστήματος, τότε θα πρέπει να βγουν και να το πουν καθαρά και έντιμα, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες τους απέναντι στο λαό και όχι να κρύβονται πίσω απ’ αυτόν, διότι ουσιαστικά η επιλογή της δημοκρατίας ήταν επιλογή του ίδιου του λαού, στο όνομα του οποίου υποτίθεται ότι δρουν και όχι κάποιου συγκεκριμένου κόμματος. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην υποκρισία και την όποια “επαναστατική” ανευθυνότητα. Διαφορετικά, με τη δική τους ευθύνη, θα προκαλέσουν την εκδήλωση αντιβίας από μηχανισμούς και αντιλήψεις που η ίδια η δημοκρατία περιόρισε, με τελικό χαμένο όλο το κοινωνικό σύνολο. Και για τους περισσότερο σκεπτόμενους, εύστοχη είναι η παροιμία ότι “στην αντάρα ο λύκος χαίρεται”. Όσο για το ποιοι παίζουν ή θα ήθελαν να παίξουν το ρόλο του χαρούμενου λύκου εύκολο – πιστεύω – είναι να το αντιληφθείτε.
Τέλος και αντί επιλόγου, σας παραπέμπω στον Ισοκράτη, ο απόηχος των λόγων του οποίου για την ποιότητα της δημοκρατίας της εποχής του αντηχεί μέχρι και σήμερα:
“Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται
Διότι καταχράστηκε το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας.
Διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν
την αυθάδεια ως δικαίωμα,
την παρανομία ως ελευθερία,
την αναίδεια του λόγου ως ισότητα
και την αναρχία ως ευδαιμονία”.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2007

Η κλιματική αλλαγή & ο εγωισμός της ενοχής


Ο κίνδυνος που συνιστά η κλιματική αλλαγή για τον πλανήτη ισοδυναμεί το λιγότερο με τις συνέπειες ενός πολέμου, δηλώνει ο νέος Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπαν Γκι-μουν και καλεί τις ΗΠΑ - τη χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου - να αναλάβουν κεντρικό ρόλο στον αγώνα κατά της παγκόσμιας θέρμανσης.
Στην πρώτη του αναφορά επί του θέματος, ο Μπαν Γκι-μουν εκτίμησε πως οι αλλαγές στο κλίμα είναι πιθανόν να καταστούν κινητήριος δύναμη μελλοντικών πολέμων και συγκρούσεων. Υπογράμμισε πως θα εστιάσει στην κλιματική αλλαγή στις συνομιλίες του με τους ηγέτες των πλέον ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών του πλανήτη (G8), τον προσεχή Ιούνιο. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ήδη προγραμματίσει μεγάλη διάσκεψη για το κλίμα στο Μπαλί της Ινδονησίας το Δεκέμβριο του 2007.
Αξιωματούχοι του ΟΗΕ, αρμόδιοι για θέματα περιβάλλοντος, καλούσαν τον Μπαν Γκι-μουν να προχωρήσει σε παρεμβάσεις για το θέμα της κλιματικής αλλαγής, τονίζοντας ότι απαιτούνται δυνατές φωνές σε παγκόσμιο επίπεδο και η δική του θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο.
Μιλώντας σε 600 φοιτητές από όλο τον κόσμο στο πλαίσιο συνεδρίου στα Ηνωμένα Έθνη, ο Γενικός Γραμματέας είπε πως η δική του γενιά ήταν «κάπως απρόσεκτη» απέναντι στην πλανήτη, δήλωσε όμως αισιόδοξος πως αυτό μπορεί να αλλάξει. «Το μεγαλύτερο κομμάτι της εργασίας του ΟΗΕ εστιάζει στην πρόληψη και τερματισμό συρράξεων. Όμως, ο κίνδυνος που ενέχει ο πόλεμος για όλη την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας είναι τουλάχιστον ισοδύναμος με την κλιματική αλλαγή και την παγκόσμια θέρμανση» τόνισε. Μόλις τον περασμένο μήνα, σημαντική έκθεση του ΟΗΕ - στην οποία θα βασιστεί η διεθνής πολιτική για το φαινόμενο- κατέληγε πως η παρατηρούμενη κλιματική αλλαγή οφείλεται στον άνθρωπο με πιθανότητα 90% και οι επιπτώσεις της θα διαρκέσουν σίγουρα αιώνες. Πλημμύρες, ξηρασία και τυφώνες είναι οι ορατές συνέπειες.
Το Διακυβερνητικό Σώμα για τις Κλιματικές Αλλαγές του ΟΗΕ (IPCC) έδωσε την Παρασκευή στη δημοσιότητα την περίληψη της νέας του έκθεσης, για την οποία εργάστηκαν πάνω από 3.700 επιστήμονες σε πάνω από 130 χώρες. Περισσότεροι από 500 ειδικοί συνεδρίασαν στο Παρίσι κεκλεισμένων των θυρών για να οριστικοποιήσουν τη φρασεολογία της έκθεσης, οι προβλέψεις της οποίας είχαν ήδη διαρρεύσει στον Τύπο.
Τα ευρήματα θα αποτελέσουν τη βάση για τον καθορισμό των μέτρων κατά του φαινομένου του θερμοκηπίου, έπειτα από την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 2012. Οι ΗΠΑ έχουν, ως γνωστόν, αρνηθεί να το επικυρώσουν, επικαλούμενες τις οικονομικές επιπτώσεις και τις υποτιθέμενες επιστημονικές αβεβαιότητες.
Πρόκειται για ένα «πολύ σημαντικό έγγραφο που προχωρά αρκετά βήματα πέρα από τις προηγούμενες έρευνες», δήλωσε ο επικεφαλής του IPCC Ραζέντα Πακάουρι.
Οι κυριότερες προβλέψεις:
α) Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξηθεί από 1,1 έως 6,4 βαθμούς Κελσίου έως το 2100, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, με πιθανότερη μια άνοδο κατά 1,8 έως 4 βαθμούς Κελσίου ανάλογα με τα μέτρα που θα ληφθούν. Το φαινόμενο είναι αναπόφευκτο και θα διαρκέσει έως και μια χιλιετία. Στη προηγούμενη έκθεσή του το 2001, το IPCC πρόβαλε αύξηση από 1,4 έως 5,8 βαθμούς Κελσίου.
β) Η στάθμη των ωκεανών θα ανέβει έως το τέλος του αιώνα κατά 18 έως 59 εκατοστά, σε σχέση με το 1990, αν και η άνοδος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, σε περίπτωση που λιώσει το κάλυμμα πάγου στην Ανταρκτική και τη Γροιλανδία. Το 2001, το IPCC προέβλεπε άνοδο κατά 9 έως 88 εκατοστά.
γ) Η δραστηριότητα των τροπικών κυκλώνων και τυφώνων θα ενταθεί, με πιθανότητα 66%.
δ) Το δεύτερο μισό του 21ου αιώνα το κάλυμμα επιπλέοντος πάγου θα εξαφανίζεται το καλοκαίρι από την Αρκτική. Ξηρασίες αναμένονται με αυξημένη συχνότητα σε όλο τον πλανήτη.
Αν και η έκθεση του ΟΗΕ προσφέρει τη συνολικότερη μέχρι σήμερα εικόνα για την πορεία της κλιματικής αλλαγής, οι προβλέψεις της θα μπορούσαν να αποδειχθούν υπεραισιόδοξες, εκτιμούν ορισμένοι επιστήμονες. Την Πέμπτη, για παράδειγμα, έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό Science καταλήγει ότι η στάθμη των ωκεανών ανυψώνεται ταχύτερα από τις προβλέψεις του ΟΗΕ το 2001. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η στάθμη ανεβαίνει με ρυθμό 3,3 χιλιοστά ανά έτος, κατά μέσο όρο, συγκριτικά με 2 χιλιοστά ανά έτος στην πρόβλεψη του ΟΗΕ.
Τα πλήρη κείμενα της έκθεσης του IPCC δημοσιεύονται σε τρεις φάσεις. Το κεφάλαιο που δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή αφορά την επιστημονική γνώση που έχει συγκεντρωθεί για την κλιματική αλλαγή. Το δεύτερο κεφάλαιο, που αναμένεται στις 2 Απριλίου, αναφέρεται στις επιπτώσεις του φαινομένου, ενώ το τρίτο, που θα δημοσιοποιηθεί το Μάιο, προτείνει μέτρα για την αντιμετώπισή του.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ενέκρινε χωρίς επιφυλάξεις τα αποτελέσματα της έκθεσης.
«Η έκθεση αυτή συνεισφέρει στο σύνολο όσων γνωρίζουμε για να μπορέσουμε να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε με τον καλύτερο τρόπο τις προκλήσεις των κλιματολογικών αλλαγών και θεωρούμε ότι λόγω τούτου, η έκθεση είναι εξαιρετικά πολύτιμη» δήλωσε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τόνι Φράτο προσθέτοντας: «τα αποτελέσματά της είναι πράγματι πολύ σημαντικά».
Από την άλλη, ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ, που έχει από καιρό εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με τα θέματα του περιβάλλοντος, δήλωσε ότι ο πλανήτης υποφέρει: «Γιατί είμαστε τόσο καθυστερημένοι στη λήψη των απαραίτητων μέτρων; Διότι μας καταλαμβάνει ο εγωισμός της ενοχής και αρνούμαστε να αποδεχθούμε τις επιπτώσεις» της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Κοντολογίς, στη φύση δεν υπάρχουν ανταμοιβές ή τιμωρίες. Υπάρχουν μόνο συνέπειες. Για να αποτρέψουμε τις δυσμενείς αλλαγές που έρχονται, προσέτι δε να μπορέσει να επιβιώσει ο άνθρωπος στον πλανήτη Γη, είναι απαραίτητη η δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης μεταξύ των πολιτών και κανόνων περιβαλλοντικής ηθικής, ζητήματα για τα οποία δεν αρκεί η προσωπική μεμονωμένη εγρήγορση, αλλ’ αντιθέτως απαιτείται η άμεση ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών από την Πολιτεία και σε τοπικό επίπεδο τόσο από τη Νομαρχία, όσο και από τους κατά τόπους Δήμους για την πληρέστερη ενημέρωση και δραστηριοποίηση των πολιτών.
Στα πλαίσια του προβληματισμού και των πρωτοβουλιών που πρέπει να αναπτυχθούν είναι αυτονόητη η δέσμευση ότι από την στήλη αυτή θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την καταγραφή όχι μόνον των διεθνών εξελίξεων, αλλά και συγκεκριμένων ενεργειών, που θα μπορούσαν να μας καταστήσουν όλους συμμέτοχους εφικτών λύσεων.
Είναι, άλλωστε, διαπίστωση ότι η Γη ανήκει πάντα στη ζώσα γενιά. Αυτή θα αποφασίσει τι θα ακολουθήσει μετά τη χρησιμοποίησή της. Κι αυτά που βιώνουμε σήμερα εμείς, η παρούσα ζώσα γενιά, δεν αποτελούν σενάριο μιας φανταστικής χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, που σκοπό έχει την μέσω διασποράς ανησυχίας στο φιλοθέαμον κοινό, επίτευξη του μεγίστου οικονομικού οφέλους. Βιώνουμε απλά την ίδια τη ζωή, η οποία δεν κάνει σενάρια, αφού εμείς είμαστε οι σκηνοθέτες της και εάν δεν μας αρέσει το πώς εξελίσσεται η ιστορία, τότε καλά θα κάνουμε να την αλλάξουμε. Στα αρχαία δράματα οι δραματουργοί είχαν εφεύρει τον “από μηχανής Θεό”, ο οποίος εμφανιζόταν από το πουθενά και έδινε επί σκηνής άμεση λύση στο πρόβλημα και ανακούφιση στους συναισθηματικά βασανισμένους θεατές. Στη ζωή, όμως, τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν, εκτός κι αν μας αρέσει να ζούμε με ψευδαισθήσεις και παραμύθια…
Αν, ύστερα από όλα αυτά, πιστεύουμε στις έννοιες του περιβάλλοντος και του γενικού συμφέροντος, τότε θα πρέπει να ασχοληθούμε μ’ αυτές, ακόμη και αν οι άλλοι δεν δίνουν δεκάρα. Κάτω από το πρίσμα των επισημάνσεων αυτών, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει ο ΟΗΕ ή οι μεγάλες χώρες και γενικά “οι άλλοι”, σημασία έχει τι μπορούμε να κάνουμε κι “εμείς” σε εθνικό, αλλά και τοπικό επίπεδο, θέτοντας στο περιθώριο εγωιστικές ή παθητικές προσεγγίσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούμε στο περιθώριο των εξελίξεων, αναμένοντας στωικά το μοιραίο !!...



Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

Αυτονόητα και υπονοούμενα: “Κομμουνισμός, σοσιαλισμός, χριστιανική δημοκρατία”

Κλείνοντας με το παρόν πόνημα τη θεματολογία που αρχίσαμε να αναπτύσσουμε σε προηγούμενα φύλλα, σήμερα θα δούμε από κοντά τι εννοούμε με τον όρο «Κομμουνισμός», «Σοσιαλισμός» και «Χριστιανική Δημοκρατία».
Κομμουνιστικό σύστημα: Οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που συνίσταται στην κοινωνικοποίηση (κρατικοποίηση) των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Το κομμουνιστικό σύστημα επικράτησε σε πολλές χώρες ύστερα από επαναστάσεις, που εμπνέονταν από τις θεωρίες του Μαρξ. Ο κομμουνισμός παρουσιαζόταν από τους μαρξιστές σαν σύστημα που ερχόταν να αντικαταστήσει νομοτελειακά τον καπιταλισμό και σαν έργο της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα όλες οι μεταρρυθμίσεις στο κομμουνιστικό σύστημα έγιναν από το κομμουνιστικό κόμμα, που στηριζόταν σε διανοουμένους που ήταν αποφασισμένοι να εφαρμόσουν τις θεωρίες του Μαρξ.
Πολιτικά ο κομμουνισμός εκφράστηκε με τη δικτατορία του προλεταριάτου, που δεν ήταν παρά δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος, και με δυναμική αντιπαράθεση απέναντι στον καπιταλιστικό κόσμο, που έκανε κι αυτός το ίδιο, όχι μόνο στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, αλλά και στην περίοδο της «ειρηνικής συνύπαρξης». Η αντιπαράθεση και η πολιτική διαρχία σταμάτησε, όταν συνειδητοποιήθηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα ότι το σύστημα τους δεν είναι βιώσιμο. Από τότε τα κομμουνιστικά κόμματα προσπαθούν να βρουν τρόπους ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης του συστήματος, που όχι απλώς αποκλίνουν από τον ορθόδοξο κομμουνισμό, αλλά πλησιάζουν την καπιταλιστική οργάνωση. Για τον σκοπό αυτόν συνεργάζονται άλλωστε με καπιταλιστικές χώρες ή καπιταλιστικές κυβερνήσεις (βλ. πρόσφατη συγκυβέρνηση Ν.Δ. και Κ.Κ.Ε.). Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας εγκαταλείπεται και υιοθετείται ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας και της ελεύθερης αγοράς.
Ως ποιο σημείο ο κομμουνισμός εγκαταλείπει τις αρχές του και πλησιάζει την καπιταλιστική οικονομία δεν είναι φανερό, γιατί τα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα διανύουν ένα μεταβατικό στάδιο. Η αστική δημοκρατία δεν διαβάλλεται πια σαν ψευτοδημοκρατία, αντίθετα κατανοείται η αξία της και αντικρίζεται σαν πολιτική ελευθερία και κομματικός πλουραλισμός, πράγματα αδιανόητα για παλιότερες εποχές. Οι μαρξιστές διακηρύσσουν τώρα ότι η δημοκρατία είναι μια. Η δικτατορία του προλεταριάτου και του κομμουνιστικού κόμματος θεωρείται απόβλητη και καταδικάζεται. Γενικά, όμως, θα λέγαμε ότι ο κομμουνισμός (που δεν έχει πια νόημα να ονομάζεται κομμουνισμός και πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει όνομα) δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο του, με εξαίρεση την χώρα μας, όπου το Κ.Κ.Ε. δεν δείχνει ότι έχει χάσει κανένα δρόμο, ούτε και σκέφτεται ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος άλλος, αφού δεν αισθάνεται ότι υφίσταται τέτοια αναγκαιότητα. Αρκετοί, άλλωστε, παλιοί κομμουνιστές, που μεγάλωσαν με την πεποίθηση ότι η κομμουνιστική ιδεολογία είναι η μια και μοναδική αλήθεια, δεν κατανοούν τις καινούριες καταστάσεις και τις νέες και οπωσδήποτε μη μαρξιστικές ιδέες. Αντιθέτως, μαρξιστές που ζουν έξω από τις κομμουνιστικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι αυτό που απέτυχε δεν είναι ο κομμουνισμός γενικά, αλλά μια ιδιαίτερη μορφή του, ο αυταρχικός και γραφειοκρατικός κομμουνισμός. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για κομμουνισμό που δεν εφαρμόστηκε πουθενά και ποτέ. Υπάρχει μη γραφειοκρατικός κομμουνισμός; Κομμουνιστικά κόμματα έξω από τις κομμουνιστικές χώρες δεν έχουν πειστεί για τη χρεοκοπία του κομμουνιστικού συστήματος. Δεν έχουν την προσωπική εμπειρία της χρεοκοπίας του κομμουνιστικού συστήματος, θα ήθελαν να το εφαρμόσουν από την αρχή και πιστεύουν στην ευδοκίμηση του. Ποιος όμως εμπιστεύεται πια τέτοια πειράματα; Θα λέγαμε κανείς, απόδειξη, άλλωστε, αποτελεί η χρόνο με τον χρόνο μείωση της εκλογικής δύναμης του Κ.Κ.Ε.. Θα πρέπει κανείς να διδάσκεται και από τα λάθη των άλλων, όχι μόνο από τα δικά του. Οι μαρξιστές, που δεν γνώρισαν τον κομμουνισμό στις χώρες τους, καθορίζονται απλώς από τα παλιά τους βιώματα και από ιδεολογισμούς. Το κομμουνιστικό σύστημα της κοινής ιδιοκτησίας και κοινής παραγωγής απέτυχε, γιατί, προσκρούει στους οικονομικούς νόμους και την ανθρώπινη ψυχολογία. Μπορεί οι μέλισσες και τα μυρμήγκια να γνωρίζουν τους νόμους της κοινοβιακής ζωής, όχι όμως και τα άλλα ζώα και προπάντων όχι ο άνθρωπος που χρειάζεται ιδιαίτερα κίνητρα για να εργαστεί και να αποδώσει. Τέτοιες καταστάσεις δεν ρυθμίζονται με ιδεολογίες και όταν ακόμη οι ιδεολογίες αυτές εμφανίζονται σαν επιστημονικές ανακαλύψεις, που μιλούν για ιστορικές νομοτέλειες και για πέρασμα της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Είναι δυστύχημα το ότι απέτυχε ο κομμουνισμός. Η αποτυχία του όμως είναι ένα πραγματικό γεγονός. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιστρέφουμε στον καπιταλισμό. Άλλωστε ο καπιταλισμός που γνωρίζουμε σήμερα είναι ένας αναθεωρημένος καπιταλισμός, επηρεασμένος και από σοσιαλιστικές ιδέες, που τις υιοθέτησε έστω και κάτω από τον φόβο της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Μαζί με την κατάρρευση του κομμουνισμού ανατρέπονται και πολλές μαρξιστικές θεωρίες. Δεν μπορούμε πια να μιλάμε για επιστημονικό σοσιαλισμό, για ιστορική νομοτέλεια και άλλα τέτοια. Η ιστορική νομοτέλεια, που σημαίνει και «κοινωνική εμπειρία», απέδειξε τη μη βιωσιμότητα του κομμουνισμού.
Σοσιαλισμός. Κατά λέξη «συντροφισμός». Ο σοσιαλισμός είναι ένας ταλαιπωρημένος όρος. Τον ταλαιπώρησαν κυρίως οι μαρξιστές, οι οποίοι μίλησαν για πολλά είδη σοσιαλισμού, για ουτοπικό σοσιαλισμό, επιστημονικό σοσιαλισμό, κρυφοκαπιταλιστικό σοσιαλισμό κλπ. Ουτοπικός σοσιαλισμός είναι ο σοσιαλισμός που προβάλλεται σαν ένα ιδανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχουν οι κατάλληλοι κοινωνικοί όροι που θα έκαναν δυνατή την εφαρμογή του. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός συνέδεσε την πραγματοποίηση του με τους αναγκαίους κοινωνικούς όρους, που είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η πάλη των τάξεων.
Σοσιαλισμό ονόμασαν, επίσης, οι μαρξιστές το στάδιο που θα προηγηθεί του τελικού και ολοκληρωμένου κομμουνισμού. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός χαρακτηρίστηκε από τους μαρξιστές αστικός και συνεπώς ψευτοσοσιαλισμός. Πραγματικός σοσιαλισμός είναι αυτός που επιδιώκει κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και προχωρεί σε ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Τα τελευταία χρόνια οι σοσιαλιστικές ιδέες περνούν κρίση. Σε πολλές περιπτώσεις ο κομμουνισμός αυτοαναθεωρείται, εγκαταλείπει τις θέσεις για κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων, κλίνει προς την παλιότερα διαβλημένη σοσιαλδημοκρατία (πολλά κομμουνιστικά κόμματα μετονομάστηκαν σε σοσιαλιστικά) ή φαίνεται να υιοθετεί την ιδέα της μεικτής οικονομίας.
Δεν θα ήταν δυνατό να μιλήσει κανείς για χρεοκοπία των σοσιαλιστικών ιδεών, οι οποίες επέδρασαν ακόμη και πάνω στον καπιταλισμό. Σοσιαλισμός σημαίνει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέρον για την κοινωνική δικαιοσύνη, τον ανθρωπισμό, αλληλεγγύη κλπ. Όλα αυτά παραγνωρίζονται από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τη λογική του ατομισμού και του ανταγωνισμού.
Στην Ελλάδα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ξεκίνησε ως σοσιαλιστικό κόμμα, διαπνεόμενο από τις αρχές του πραγματικού σοσιαλισμού, αλλά στη πορεία του, επηρεασμένο τόσο από την φθορά της εξουσίας, όσο και από την γενικότερη κρίση των σοσιαλιστικών ιδεών, αφού δεν έχει καταστεί εφικτό να καθορισθεί διεθνώς ένα νέο πλαίσιο ιδεών, που θα έδιναν ώθηση για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων στο διεθνοποιημένο επίπεδο της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, αλλά και εντός της Ε.Ε., υπέστη καθίζηση, υιοθετώντας ως κυβέρνηση πολιτικές που άπτονταν περισσότερο του φιλελευθερισμού, σε τέτοιο σημείο που όχι μόνον ο ψηφοφόρος, αλλά και ο εκάστοτε πολιτευόμενος να μην μπορεί να ξεχωρίσει ποια η διαφορά μεταξύ των αξιών που πρεσβεύουν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η Ν.Δ.. Πλήρη ιδεολογική σύγχυση, η οποία δείχνει περισσότερο έντονη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., με αποτέλεσμα ακόμη και η χάραξη της πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθήσει τώρα ως αντιπολίτευση να φαίνεται ότι οφείλεται σε αντανακλαστικά αίτια και όχι στην ύπαρξη κάποιας ξεκάθαρης σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. οφείλει πρώτα στον εαυτό του και την ιστορία του και ύστερα απέναντι στους πολίτες να επαναϊδεολογικοποιηθεί, ορίζοντας τους άξονες των στρατηγικών του θέσεων για την κοινωνία του σήμερα και του αύριο και ύστερα να βάλει πλώρη για την κατάληψη της εξουσίας. Διαφορετικά θα υποστεί τις συνέπειες της Ν.Δ., η οποία ζήτησε να λάβει την λαϊκή εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο στο μακρό χρονικό διάστημα που παρέμεινε ως αντιπολίτευση να έχει ασχοληθεί με την εξεύρεση κάποιας συγκεκριμένης και σαφούς ιδεολογικής ταυτότητας. Άλλωστε, η χάραξη ενός προεκλογικού προγράμματος ουδέποτε αποτέλεσε την σαφή εικόνα μιας πολιτικής ιδεολογίας, τα χαρακτηριστικά της οποίας παρουσιάσαμε σε προηγούμενο φύλλο.
Χριστιανική Δημοκρατία: Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ για τους χριστιανούς των πρώτων χρόνων δεν ήταν παρά το “Πολίτευμα του Διαβόλου” (civitas diaboli κατά τον Ευσέβειο Καισαρείας). Σήμερα, με τον όρο “Χριστιανική Δημοκρατία” εννοούμε τη δημοκρατία με κρατική θρησκεία τον Χριστιανισμό. Σε μια τέτοια δημοκρατία το εκπαιδευτικό και το νομικό σύστημα επηρεάζονται ιδιαίτερα από το χριστιανισμό, ενώ αδιανόητη θα ήταν ακόμη και η σκέψη ότι μπορεί να γίνει ο χωρισμός μεταξύ μιας δημοκρατικής Πολιτείας και της Εκκλησίας, τουναντίον μία ελεύθερη και κατά πλειοψηφία χριστιανική κοινωνία θα μεταλλασσόταν σε μία επίσημα ονομαζόμενη χριστιανική Πολιτεία, μετάλλαξη στην οποία ενυπάρχει ορατός ο κίνδυνος μιας δημοκρατικής εκτροπής σε προπολιτειακές και μεταφυσικές δεσμεύσεις της Πολιτείας, πολύ περισσότερο δε που τα σεπτά κείμενα, ακόμα και τα Ευαγγέλια δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται σε έλλογη αμφισβήτηση, δηλαδή σε δημοκρατικό έλεγχο.
Στην Ελλάδα χαιρετίσθηκε η δημιουργία ενός χριστιανικού κόμματος (βλ. ΛΑ.Ο.Σ.), έτσι «ώστε οι αρχές του Ευαγγελίου, ευεργετικές για τον λαό, να έρχονται στο προσκήνιο». Αφορμή δόθηκε ήδη προ καιρού από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος από τού Ιερού Άμβωνος κριτίκαρε τις πολιτικές προθέσεις ή ενέργειες της εκάστοτε κοσμικής κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή στον ΛΑ.Ο.Σ. επιχειρείται το συνταίριασμα της Ορθοδοξίας, των αρχών του Ευαγγελίου και του Αρχαιοελληνικού πνεύματος, τουτέστιν μια λεκτική αλχημεία, που ενώ ιδεολογικά δεν αντέχει σε κριτική, εντούτοις δικαιολογείται απλά και μόνον προς άγραν δυσαρεστημένων ψήφων.
Κλείνοντας, θα πρέπει να θυμίσουμε το ακόλουθο περιστατικό (Ματθ. κβ’, 15-21): οι Φαρισαίοι ρώτησαν κάποτε τον Ιησού: «έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου;» («επιτρέπεται να δώσουμε κεφαλικό φόρο στον Καίσαρα ή όχι;»), επειδή τον αντιπαθούσαν και περίμεναν ότι θα έδινε αρνητική απάντηση, ώστε να τον καταδώσουν στις ρωμαϊκές Αρχές για επαναστατικές τάσεις. Ο Ιησούς, όμως, απάντησε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», απάντηση η οποία έλεγε ότι η συνύπαρξη Θεού και Καίσαρα ήταν εφικτή. Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (στ’, 15) λέγει: «Ιησούς ουν γνούς ότι μέλλουσιν έρχεσθαι καί αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» («ο Ιησούς μόλις αντελήφθη ότι σκοπεύουν να τον κάνουν βασιλιά με τη βία, αναχώρησε πάλι για το βουνό μόνος»)! Δεν θέλησε να έχει ανάμιξη στα πολιτικά δρώμενα, ούτε και οργάνωσε «Λαοσυνάξεις», ούτε και έκανε προσωπικές επιθέσεις σε κοινωνικοπολιτικούς άρχοντες.
Όσοι, λοιπόν, στο Όνομά Του πράττουν σήμερα τα αντίθετα μόνον ως φαιδροί και τυχοδιώκτες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν…

Αυτονόητα και υπονοούμενα: “Ιδεολογίες, καπιταλισμός, φιλελευθερισμός, φασισμός”

Σε συνέχεια της θεματολογίας που αρχίσαμε να αναπτύσσουμε από το προηγούμενο φύλλο, σήμερα θα δούμε από κοντά τι εννοούμε με τον όρο «ιδεολογίες» και μερικές από τις επικρατέστερες οικονομικές θεωρίες και πολιτικά συστήματα, που ίσχυσαν, αλλά και ισχύουν στην διεθνή, αλλά και ημεδαπή κοινωνική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, θα δούμε τι είναι ο καπιταλισμός, το παρακλάδι του που είναι ο φιλελευθερισμός και ολίγα για τον φασισμό. Για τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό θα ασχοληθούμε σε επόμενο φύλλο, λόγω των σημαντικών παραμέτρων που πρέπει να αναπτυχθούν, προκειμένου να δοθεί μια πειστική εξήγηση για τα αδιέξοδα των πολιτικών εκπροσώπων του στη χώρα μας.
Ιδεολογίες. Στη γλώσσα του μαρξισμού η «ιδεολογία» είναι το εποικοδόμημα των οικονομικών σχέσεων και έκφραση ή προπαγανδιστικό δημιούργημα της κυρίαρχης τάξης. Με την ιδεολογία η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει να παρουσιάσει την κυριαρχία της ως λογική και δίκαιη και να τη διαδώσει σε ευρύτερα στρώματα, μέσω της παιδείας και της προπαγάνδας. Ο τελικός σκοπός της ιδεολογίας είναι η διαιώνιση της κυριαρχίας και των προνομίων της οικονομικά ισχυρότερης τάξης. Ιδεολογία διαμορφώνει μόνο η κυρίαρχη τάξη, ενώ η κυριαρχούμενη έχει μόνο ταξική συνείδηση, συνείδηση της κοινωνικής μοίρας της, της εκμετάλλευσης που της γίνεται, καθώς και συνείδηση της αναγκαιότητας της επανάστασης για ανατροπή του συστήματος.
Δίπλα σε κάθε ιδεολογία παραμονεύει η ουτοπία. Οι έννοιες του ιδεολόγου και του ουτοπιστή πάντοτε πήγαιναν μαζί. Ας μη νομίσει κανείς ότι η αστική και καπιταλιστική ιδεολογία έμεινε αμετάβλητη ή αποδείχτηκε μια ορθή ιδεολογία. Από την αστική ιδεολογία απομακρύνθηκε το έντονο προπαγανδιστικό στοιχείο, που ξεσκεπάστηκε από τον μαρξιστικό διαφωτισμό και έμεινε μόνο ο φιλελευθερισμός της, αλλά κι αυτός αναθεωρημένος. Μετά την χρεοκοπία του κομμουνιστικού συστήματος οι οπαδοί της αστικής ιδεολογίας πανηγυρίζουν, είδαν το φαινόμενο αυτό σαν δικαίωση και θρίαμβο της αστικής ιδεολογίας. Ωστόσο, η αστική ιδεολογία, αφού δεν έχει αντίπαλο στον οποίο θα αντιπαρατάσσεται δυναμικά, είναι φυσικό να ξεθυμάνει, να ξεθωριάσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι φτάσαμε σε μιαν εποχή που δεν χρειάζονται πια οι ιδεολογίες. Θα ήταν δύσκολο να μιλήσει κανείς για το τέλος των ιδεολογιών, αν λάβει υπόψη την αναζωπύρωση της ισλαμικής ιδεολογίας, αλλά και της μαρξιστικής ιδεολογίας, η οποία, παρά το ότι χρεοκόπησε στις περισσότερες κομμουνιστικές χώρες, δεν καταθέτει τα όπλα. Οι μαρξιστές και κομμουνιστές, που μέχρι χτες πίστευαν ότι κατείχαν τη μια και αιώνια αλήθεια, δεν είναι δυνατό να δεχτούν ότι η αλήθεια αυτή ήταν μια ουτοπία που πρέπει τώρα να εγκαταλείψουν. Ακόμη και οι ανανεωτικοί μαρξιστές δεν δέχονται ότι ο κομμουνισμός είναι μια ιδεολογία που πέθανε, αλλά απλώς μια ιδεολογία που πρέπει να αναθεωρηθεί και να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες. Ο μαρξισμός τείνει να εξελιχθεί σε δημοκρατικό σοσιαλισμό. Με αυτή τη μορφή επιδιώκει να επιζήσει. Σαν καθαρή ιδεολογία όμως ο μαρξισμός οφείλει να προσδιορίσει ποιες θεωρίες του Μαρξ απορρίπτει και ποιες κρατά. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ως τώρα, γιατί ο μαρξισμός περνά εκτός Ελλάδος – διότι εδώ δεν διαφαίνεται κάτι αντίστοιχο - από ένα μεταβατικό στάδιο και τα πράγματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει. 0 κομμουνισμός σήμερα αντιμετωπίζει πρακτικά οικονομικά προβλήματα και όχι προβλήματα καθορισμού της ιδεολογικής φυσιογνωμίας του. Είχε δίκιο ο Μαρξ όταν έλεγε «το είναι καθορίζει το συνειδέναι», η πραγματικότητα τη συνείδηση.
Καπιταλισμός. Το κεφαλαίο κρατικό σύστημα συνδέεται με την τεχνολογική ανάπτυξη και την τελειοποίηση των μέσων παραγωγής (των μηχανών), τα οποία με βάση την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας γίνονται χτήμα των κεφαλαιούχων, ατόμων που διαθέτουν ρευστό κεφάλαιο. Στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν υπάρχουν μόνο κεφαλαιοκράτες, κάτοχοι των βιομηχανικών μέσων παραγωγής, αλλά και εργάτες που κινούν τα μέσα αυτά και τα αξιοποιούν. Οι εργάτες μισθώνουν την εργασιακή τους προσφορά. Ο εργατικός μισθός κατ' άλλους καθοριζόταν αυθαίρετα από τους εργοδότες και στα όρια του ελάχιστου, που εξασφάλιζε στον εργάτη την απλή συντήρηση του στη ζωή, και κατ’ άλλους από άλλους παράγοντες (π.χ. από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, της γενικής παραγωγικότητας κλπ.).
Η εργατική τάξη αναπτύχθηκε σαν μια τάξη αντίπαλη προς την τάξη των κεφαλαιοκρατών λόγω της εξαθλίωσης της, της πολύωρης και ανθυγιεινής εργασίας κλπ. Η κατάσταση αυτή των εργατών οδήγησε διανοουμένους, που ταυτίζονταν συναισθηματικά με την τάξη αυτή, στη διαμόρφωση σοσιαλιστικών μεταρρυθμιστικών θεωριών. Μόνο στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες της ευημερίας και κάτω από την επίδραση της συνδικαλιστικής δράσης των εργατών και του φόβου εξάπλωσης του κομμουνισμού είχε βελτιωθεί η θέση των εργατών και έγιναν οι σχέσεις τους με τους βιομηχάνους από σχέσεις αντίθεσης και αντιπαράθεσης σχέσεις συνεργασίας, βελτίωση, όμως, η οποία ήδη από διετίας άρχισε να αναθεωρείται προς το αντίθετο, μέσω της περιστολής των εργατικών δικαιωμάτων. Η πάλη των τάξεων ευνοείται από καταστάσεις μεγάλης εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης της εργατικής τάξης.
Το κράτος υποστήριξε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και έπαιρνε συνήθως το μέρος των κεφαλαιοκρατών, όταν κινδύνευαν τα συμφέροντα τους ή όταν εξεγείρονταν και διαμαρτύρονταν οι εργάτες με απεργίες. Τις τελευταίες το κράτος ένιωθε την υποχρέωση να καταστέλλει με χρήση βίας. Από τους μαρξιστές το κράτος θεωρήθηκε όργανο της τάξης των κεφαλαιοκρατών, που συγκροτήθηκε για να υπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης αυτής. Η στάση του κράτους απέναντι στους εργάτες άλλαξε με την εμφάνιση επαναστατικών σοσιαλιστικών θεωριών και με την επέκταση του κομμουνισμού. Στην περίπτωση αυτή παραβίασε την αρχή του οικονομικού φιλελευθερισμού ή του προστατευτισμού υπέρ των κεφαλαιοκρατών και φρόντισε για καλύτερους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατών, ασφάλιση τους, σεβασμό του δικαιώματος της απεργίας κλπ.
Στον νεότερο καπιταλισμό (20ος αιώνας) ο οικονομικός φιλελευθερισμός περιορίζεται με την κρατική παρέμβαση. Αρχίζει η συνδικαλιστική δράση των εργατών και το κράτος παίζει τον ρόλο του μεσολαβητή στον αγώνα και την αντιπαράθεση ανάμεσα στους βιομηχάνους και τους εργάτες. Η τάξη των βιομηχάνων και κεφαλαιοκρατών είναι ωστόσο κυρίαρχη. Η προσπάθεια μεγάλων επιχειρηματιών να δημιουργήσουν στο εξωτερικό αγορές και σφαίρες οικονομικής επιρροής οδηγεί τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής αυτής σε επεκτατικές τάσεις και πολέμους. Έτσι η εποχή του μεταγενέστερου ή νεότερου καπιταλισμού είναι η περίοδος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Στο μεταξύ ο καπιταλιστικός κόσμος γνωρίζει το φαινόμενο των γενικών οικονομικών κρίσεων. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο τη θέση του ευρωπαϊκού (και ιδιαίτερα του αγγλικού) καπιταλισμού παίρνει ο αμερικανικός καπιταλισμός, που διατηρεί την ηγετική του θέση μέχρι σήμερα.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος ο καπιταλισμός εμφανίζεται σαν το ιδανικότερο και μόνο βιώσιμο οικονομικό σύστημα και προβάλλει τις αρχές του (της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, της οικονομικής ελευθερίας, του ανταγωνισμού). Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας αυτοαναθεωρημένος καπιταλισμός. Αυτοθεωρήθηκε και βελτιώθηκε χάρη στις επιδράσεις σοσιαλιστικών ιδεολογιών, χάρη στους αγώνες της εργατικής τάξης και προπάντων λόγω του φόβου επέκτασης του κομμουνισμού.
Το θέμα είναι αν ο καπιταλισμός θα συνεχίσει να αυτοβελτιώνεται κι αυτό γιατί από τη στιγμή που εξέλιπε ο εξωτερικός κίνδυνος, οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι οι κρατούντες όχι μόνον δεν θεωρούν πως είναι απαραίτητες άλλες αυτοαναθεωρήσεις και βελτιώσεις, αλλ’ αντιθέτως υπαναχωρούν σε σκληρότερες θέσεις απέναντι στα λαϊκά στρώματα.
Μολαταύτα, το πλέον παράδοξο φαινόμενο των τελευταίων ετών είναι η προσπάθεια μύησης των πρώην κομμουνιστικών χωρών (πρβ. Κίνα) στους νόμους και τις μεθόδους οικονομικής ζωής, που εφαρμόζει το καπιταλιστικό σύστημα. Ο κομμουνισμός μυείται στον καπιταλισμό. Αυτό είναι το πιο παράδοξο του αιώνα μας.
Φιλελευθερισμός. Οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει στην οικονομική ζωή, αλλά να την αφήνει να λειτουργεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους και να σέβεται την οικονομική ελευθερία των ατόμων, την οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα τους. Η οικονομική ζωή είναι μια αυτόνομη πραγματικότητα. Αν την παραβιάσουμε, θα διαταράξουμε την ομαλή λειτουργία της.
Η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία εφάρμοσε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και είδε πόσο σοβαρά κοινωνικά προβλήματα δημιουργεί. Τον περιόρισε, τον αναθεώρησε σαν νεοφιλελευθερισμό, που περιλαμβάνει και ιδέες κοινωνικής πολιτικής, και έκρινε απαραίτητη την κάποια κρατική παρέμβαση στην οικονομική ζωή. Όσοι υποστηρίζουν έναν άκρατο φιλελευθερισμό και πιστεύουν ότι με αυτόν θα λυθούν όλα τα προβλήματα είναι απλώς δογματικοί.
Φασισμός. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη fasces, που σημαίνει «δέσμες ραβδιών». Τις δέσμες αυτές κρατούσαν οι «ραβδούχοι», εκτελεστικά όργανα των αρχόντων στην αρχαία Ρώμη.
Φασισμός ονομάστηκε το πολιτικό σύστημα που ίδρυσε στην Ιταλία ο Μουσολίνι (1922 — 1943). Ήταν ένα ολοκληρωτικό, δικτατορικό και εθνικιστικό σύστημα με ιμπεριαλιστικές τάσεις. Ο ιταλικός φασισμός επιδίωκε να επανασυστήσει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τάχθηκε και κατά του φιλελευθερισμού και κατά του κομμουνισμού. Ο φασισμός αναγνωρίζει την απόλυτη εξουσία του κράτους πάνω στους πολίτες και νομιμοποιεί την κρατική βία. Στον ιταλικό φασισμό, όπως και στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό ή άλλα παρόμοια κινήματα που εμφανίστηκαν σε άλλες χώρες, πρέπει να δούμε την αντίδραση εθνικιστικών δυνάμεων στην εξάπλωση του κομμουνισμού. Τα πιο πάνω κινήματα γεννήθηκαν από τον φόβο εξάπλωσης του κομμουνισμού και από την ενίσχυση των κομμουνιστικών κομμάτων. Ήταν κινήματα ακροδεξιών και εθνικιστικών παρατάξεων, που παρουσιάζονταν με εκλογικευμένη μορφή, με ιδεολογική επένδυση. Η ιδεολογία τους ήταν βασικά εθνικιστική και ρατσιστική.
Mε τον όρο «Φασισμός» ονομάζεται σήμερα η νομιμοποίηση της κρατικής και πολιτικής βίας.
Ύστερα από τα παραπάνω, κλείνοντας το παρόν άρθρο και χάριν ευφυολογήματος και μόνον θα έθετα το ακόλουθο ερώτημα: σύμφωνα με τα πεπραγμένα του κ.Βύρωνα Πολύδωρα πώς δείχνει ότι εννοεί την δράση της Ελληνικής Αστυνομίας; Ως στυλοβάτη κα θεματοφύλακα της λαϊκής κυριαρχίας ή ως μέσο επιβολής της κρατικής και πολιτικής βίας; Η απάντηση δική σας…

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2007

Αυτονόητα και υπονοούμενα: "κόμματα και κομματικοποίηση"

Επειδή στην Ελλάδα δείχνουμε ότι γνωρίζουμε πράγματα και έννοιες, που φαντάζουν πλέον αυτονόητα, πλην, όμως, στη πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει πραγματική σύγχυση, συνειδητή ή ακούσια, επί πλείστων όσων θεμάτων, για τον λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο, κατόπιν προτροπής μερίδας από σας, τους αναγνώστες αυτής της στήλης, να στηλιτευθεί, με όσο πιο απλό τρόπο, η πολιτική πραγματικότητα, μέσω ενοτήτων και ανά αντικείμενο. Αυτονόητη είναι η επισήμανση ότι η θεματολογία που θα αναπτυχθεί απευθύνεται στον μέσο Έλληνα πολίτη, που θεωρεί ότι έχει μεν ανησυχίες, όχι όμως την δυνατότητα να μελετήσει σε βάθος την ουσία της.
Τι εννοούμε με τον όρο “κόμμα” και τι είναι η “κομματικοποίηση”;
Το κόμμα είναι μια πολιτική οργάνωση που εκφράζει κοινωνικές ομάδες και αποβλέπει στην κατάληψη της εξουσίας. Το κόμμα εκπροσωπεί ένα μόνο «κομμάτι» της κοινωνίας, όχι ολόκληρη την κοινωνία.
Τα κόμματα διακρίνονται σε κόμματα προσώπων και σε κόμματα αρχών. Τα πρώτα προβάλλουν την έννοια του αρχηγού ή του πολιτικού μεσσία, από τη δυναμική προσωπικότητα του οποίου αναμένεται η λύση όλων των προβλημάτων. Στα κόμματα αρχών προβάλλονται περισσότερο τα προγράμματα και οι αρχές και υποχωρεί η έννοια του δυναμικού αρχηγού. Κλασική είναι η περίπτωση της Ν.Δ. και του Π.Α.ΣΟ.Κ., τα οποία ξεκίνησαν ως κόμματα προσώπων και σήμερα προσπαθούν να σταθούν ως κόμματα αρχών, ελλείψει ισχυρών πολιτικών φυσιογνωμιών.
Τα κόμματα διακρίνονται, επίσης, σε συντηρητικά (ή δεξιά), που επιδιώκουν τη διατήρηση της παραδοσιακής κοινωνικής οργάνωσης και δεν συμπαθούν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, σε αριστερά, που έχουν την τάση για πραγματοποίηση ριζικών κοινωνικών αλλαγών και σε κεντρώα, που τοποθετούνται ανάμεσα στα δύο «άκρα» και δείχνουν την προτίμηση τους σε βαθμιαίες και «λογικές» κοινωνικές αλλαγές, χωρίς να θίγουν το δημοκρατικό πνεύμα και τον φιλελευθερισμό.
Τα συντηρητικά και τα αριστερά κόμματα έχουν και τις αποχρώσεις τους (ακροδεξιά, ακροαριστερά, μετριοπαθή αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα).
Τα κόμματα ανταποκρίνονται σε αντίστοιχες τάσεις κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Δεν είναι απλά δημιουργήματα της φιλοδοξίας ορισμένων πολιτικών. Τα κόμματα, όμως, δίνουν πιο συγκεκριμένη έκφραση στα αιτήματα των κοινωνικών ομάδων. Δεν πρέπει να φανταστούμε μια σταθερή προσκόλληση των ατόμων στα ίδια πάντα κόμματα. Τέτοια σταθερή κομματική ένταξη ισχύει για ορισμένα άτομα, ίσως για τα περισσότερα. Άλλα άτομα όμως μετακινούνται από το ένα κόμμα στο άλλο. Το φαινόμενο αυτό συντελεί στην ενίσχυση ή αποδυνάμωση των κομμάτων και στην εναλλαγή τους στην εξουσία.
Τα άτομα, που δεν εντάσσονται σε ένα κόμμα, δεν παρουσιάζουν ασταθή πολιτική κρίση, ούτε σκέφτονται καιροσκοπικά. Θα λέγαμε ότι είναι απαλλαγμένα από τον πολιτικό και κομματικό δογματισμό, ότι είναι πιο ανεξάρτητα και ελεύθερα στη σκέψη τους. Κρίνουν τα πολιτικά πράγματα ρεαλιστικά και με βάση τα γεγονότα. Με τα ίδια κριτήρια κρίνουν την αξία των κομμάτων, την αποτελεσματικότητα τους ή το πολιτικό ήθος και την ικανότητα των πολιτικών αρχηγών.
Τα ενταγμένα άτομα δεν κρίνουν (τουλάχιστον δημόσια), πιστεύουν στη σπουδαιότητα των κομμάτων τους και στη χαρισματική φυσιογνωμία των αρχηγών τους. Τα ανέντακτα άτομα δεν αποκρυσταλλώνουν σταθερές και αμετάβλητες απόψεις για τα κόμματα και τους πολιτικούς. Αναθεωρούν κάθε φορά τις απόψεις τους αυτές, αντικρίζουν τα πολιτικά πράγματα κάθε φορά κάτω από καινούριο πρίσμα, ανάλογα με τις αντικειμενικές αλλαγές της πολιτικής πραγματικότητας. Οι αλλαγές αυτές δεν επηρεάζουν την κρίση των ενταγμένων, οι οποίοι διατηρούν σταθερές πεποιθήσεις παρά την αλλαγή της πολιτικής πραγματικότητας.
Η κρίση των ανέντακτων είναι εμπειρική, συγκεκριμένη, ρεαλιστική, απορρέει από γεγονότα και όχι από αρχές. Αν απέρρεε από αρχές, θα ήταν σταθερή και αναλλοίωτη, όπως η πολι¬τική σκέψη των ενταγμένων κομματικά ατόμων.
Δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι τα ανέντακτα άτομα μένουν εντελώς ανεπηρέαστα από τη μεροληπτική πολιτική κριτική, την πολιτική φιλολογία και την προπαγάνδα ή την πολιτική δημαγωγία. Μερικά μόνο ανέντακτα άτομα έχουν υψηλή πολιτική κρίση και ωριμότητα και δεν είναι εύκολο να παρασυρθούν από την πολιτική δημαγωγία. Δεν είναι όμως και δύσπιστα απέναντι σε κάθε νέο πολιτικό ή σε κάθε νέο κόμμα. Το κόμμα αυτό μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, έστω κι αν δεν είχαν τη δυνατότητα να το γνωρίσουν σε βάθος και προτού δοκιμαστεί στην εξουσία. Όταν όμως το κόμμα αυτό δοκιμαστεί στην πράξη, τότε το ανέντακτο άτομο θα πάρει κριτική στάση απέναντι του, κάτι που δεν θα κάνει ο τυφλός και δογματικά σκεπτόμενος οπαδός του.
Σύμφωνα με μιαν άλλη άποψη, κανένα κόμμα δεν είναι ιδανικό ή άτρωτο και όλα θεωρούνται ότι υπόκεινται στη φθορά της εξουσίας, που είναι αναπόφευκτη. Μόνο οι απαιτητικοί πολίτες απογοητεύονται απ’ αυτά ή όσοι πιστεύουν σε ιδανικές λύσεις. Το λάθος, ωστόσο, αυτό κάνουν ορισμένα κόμματα. Αυτά υπόσχονται ιδανικές λύσεις. Οι πολίτες απλώς διαπιστώνουν την ανυπαρξία ιδανικών λύσεων. Οι ιδανικές λύσεις βρίσκονται στην ιδεολογία και την προπαγάνδα ορισμένων κομμάτων. Οι πολίτες (ή ορισμένοι απ' αυτούς) δεν πιστεύουν στις ιδανικές, αλλά στις ρεαλιστικές λύσεις. Το ιδανικό βρίσκεται στη σφαίρα της ουτοπίας. Αυτό το αντιλαμβάνονται μερικοί, είτε είναι πολιτικοί είτε απλοί πολίτες. Άλλοι, όμως, ελκύονται από τους πολιτικούς μύθους και τις πολιτικές ουτοπίες, δέχονται τουλάχιστον την πειραματική εφαρμογή τους.
Όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, αυτά ή καθηλώνονται δογματικά στις ουτοπίες ή τις προβάλλουν σαν ιδεολογικό δόλωμα, σαν μιαν ελκυστική πολιτική και κοινωνική ιδεολογία. Στην περίπτωση αυτή είναι δικαιολογημένη η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα, τα οποία δεν είναι όσο θα έπρεπε ειλικρινή και τίμια απέναντι στον πολίτη. Άλλοτε δίνεται η εντύπωση ότι τα κόμματα εκμεταλλεύονται τη διανοητική ανεπάρκεια, τη χαμηλή πολιτική κρίση του λαού και άλλοτε ταυτίζονται σκόπιμα με την λαϊκή πολιτική κρίση, επιδιδόμενα στον λεγόμενο «λαϊκισμό» και σε κολακεία του πλήθους.
Περαιτέρω, με το όρο “κομματικοποίηση” εννοούμε την ένταξη των πολιτών σε ένα από τα υπάρχοντα κόμματα. Θα ήταν διατεθειμένος να δεχτεί κανείς τη μαρξιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια ένταξη καθορίζει η ταξική τοποθέτηση του κάθε ατόμου. Οι μαρξιστές μίλησαν, επίσης, για το φαινόμενο της ταξικής αποστασίας, για να εξηγήσουν γιατί ένα άτομο της ανώτερης τάξης τάσσεται πολιτικά και ηθικά με το μέρος της κατώτερης και καταπιεζόμενης τάξης.
Το αντίθετο φαινόμενο δεν χαρακτηρίζεται σαν ταξική αποστασία, αλλά σαν έλλειψη ταξικής συνείδησης, π.χ. μόνο ένας απληροφόρητος αγρότης θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα κόμμα που εκφράζει και υπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Είναι αλήθεια ότι οι αγρότες στη χώρα μας είναι συνήθως πολιτικά συντηρητικοί, όχι μόνο από έλλειψη κοινωνικού και πολιτικού διαφωτισμού ή λόγω της στατικής και παραδοσιακής τους σκέψης, αλλά και λόγω φοβίας μπροστά στην κοινωνικοποίηση, ακόμη και της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, που νόμιζαν ότι επι¬δίωκαν ορισμένα αριστερά κόμματα. Οι αγρότες είναι συναισθηματικά δεμένοι με την ιδιοκτησία τους.
Ένας αστός θα ενταχθεί βέβαια σε ένα δεξιό ή κεντρώο κόμμα και ένας εργάτης σε ένα αριστερό ή σοσιαλιστικό κόμμα. Όλα αυτά δεν συμβαίνουν σύμφωνα με ψυχολογικές νομοτέλειες, συμβαίνουν ίσως σε γενικές γραμμές. Είναι φυσικό να εντάσσεται κάποιος στο κόμμα που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του, στην κοινωνική του θέση και την ιδεολογία του, που είναι ίσως ένας εξευγενισμός οικονομικών συμφερόντων.
Το συμφεροντολογικό στοιχείο είναι πιο άμεσο και πιο φανερό στην περίπτωση πολιτών που συνδέουν την υποστήριξη προς κάποιο κόμμα με τα άμεσα υλικά τους συμφέροντα, την επαγγελματική τους τακτοποίηση από το πιο κάνω κόμμα, όταν έρθει στην εξουσία. Είναι φανερό το πελατειακό στοιχείο στην πιο πάνω σχέση, η συναλλαγή (“σου δίνω για να μου δώσεις”). Μια πολιτική πράξη και σχέση μεταβάλλεται σε εμπορική. Τέτοιες καταστάσεις δεν προάγουν, βέβαια, τη δημοκρατία. Αντίθετα, είναι φανερός ο κίνδυνος για τη δημοκρατία, όταν βλέπει κανείς τα κόμματα να προχωρούν σε ψηφοθηρικές εξυπηρετήσεις και σε κοινωνικές παροχές, για να επιτύχουν την άνοδό τους στην εξουσία.
Εν κατακλείδι, δεν είναι αναγκαία η ένταξη του πολίτη σε ένα κόμμα, η κομματικοποίηση του. Καταρχήν, ένας πολίτης έχει την υποχρέωση και το δικαίωμα να είναι απλός ψηφοφόρος και ενημερωμένος για τα πολιτικά προβλήματα. Η πολιτικοποίηση όμως δεν σημαίνει κομματικοποίηση. Μερικά άτομα νιώθουν την ανάγκη να είναι ισόβια προσκολλημένα σε ένα κόμμα, επειδή το θεωρούν θέμα συνέπειας ή Αρχής. Άλλοι, πάλι, συνδέονται με ένα κόμμα υπό όρους, με αποτέλεσμα, όταν αυτό τους απογοητεύει, να το εγκαταλείπουν, αποτέλεσαν δε και αποτελούν, ως σοβαρή μειοψηφία, το μήλον της έριδος για τα μεγάλα κόμματα της χώρας μας, γιατί χωρίς και την δική τους υποστήριξη δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν την εξουσία ή υπάρχει κίνδυνος να την χάσουν.
Ύστερα από τις παραπάνω επισημάνσεις σε σας εναπόκειται να κρίνετε πού βρίσκεστε και εάν θα πρέπει να παραμείνετε πολιτικοποιημένοι ή κομματικοποιημένοι. Αρκεί να ξέρετε το γιατί…